Τον περασμένο Αύγουστο ο Μάικλ Ιμπεριάλε, ιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και μέλος της Εθνικής Επιστημονικής Επιτροπής Βιοασφάλειας των ΗΠΑ, δημοσίευσε μία μελέτη όσον αφορά την ανάγκη επανεξέτασης των βασικών κανόνων ασφαλείας που ισχύουν στα ερευνητικά κέντρα και εργαστήρια όλου του κόσμου, υπό το πρίσμα της πανδημίας.
Ωστόσο, ο αμερικανός επιστήμονας δεν παρέλειψε να ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να υποπτεύεται η διεθνής κοινότητα πως ο κορονοïός ξέφυγε –είτε εσκεμμένα είτε κατά λάθος– από κάποιο κινεζικό εργαστήριο. Επισήμανε μάλιστα ότι η συγκεκριμένη άποψη αποτελεί περισσότερο μία θεωρία συνωμοσίας, παρά μια βάσιμη επιστημονικά υπόθεση.
Συνομιλώντας, όμως, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας με τον Ντάνιελ Ενγκμπερ, δημοσιογράφο του The Atlantic, σημείωσε πως παρότι τα περισσότερα στοιχεία υποδεικνύουν ότι ο ιός προήλθε από μολυσμένα ζώα, το ενδεχόμενο να ξέφυγε τελικά από κάποιο εργαστήριο είναι πολύ λιγότερο απίθανο σε σχέση με πριν από εννέα μήνες.
Πράγματι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, οι αμφιβολίες για την προέλευση του φονικού ιού –μεταδόθηκε στον άνθρωπο από τις νυχτερίδες ή άλλα άγρια ζώα ή ξέφυγε από κάποιο εργαστήριο της Γουχάν;– άρχισαν να αυξάνονται, τόσο πολύ, που ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έδωσε διορία στις μυστικές υπηρεσίες του 90 ημέρες για να αποφανθούν οριστικά επί του θέματος.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τον Ντάνιελ Ενγκμπερ είναι αξιοσημείωτο ότι όλη αυτή η αναταραχή και η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για την προέλευση του ιού και το ενδεχόμενο να ξέφυγε από κάποιο εργαστήριο της Γουχάν δεν εδράζονται σε κάποια σημαντική νέα αποκάλυψη.
Υποψίες…
«Τα επιχειρήματα υπέρ της υπόθεσης της εργαστηριακής διαρροής βασίζονται, όπως βασίζονταν και πριν, στο απλό και πολύ ύποπτο γεγονός ότι ένας κορονοïός, που πιθανότητα φέρουν νυχτερίδες σε μια σπηλιά κάπου στη νοτιοδυτική Κίνα, εμφανίστηκε ξαφνικά, πριν από 18 μήνες, σε μία πόλη πολύ μακριά από τη νοτιοδυτική Κίνα, όπου ερευνητές είχαν δημιουργήσει ένα αρχείο κορονοïών που φέρουν οι νυχτερίδες των σπηλαίων», υπενθυμίζει ο αμερικανος δημοσιογράφος.
Αλλά το ότι η υπόθεση της εργαστηριακής διαρροής κερδίζει έδαφος, παρότι τα δεδομένα παραμένουν ουσιαστικά τα ίδια, έχει μία θετική και ιδιαίτερα χρήσιμη για το μέλλον της ανθρωπότητας συνέπεια: «Υποδηλώνει ότι οι αδιάσειστες αποδείξεις δεν είναι το απόλυτο ζητούμενο. Ο κορονοïός έχει σκοτώσει εκατομμύρια ανθρώπους. Ενδέχεται να προήλθε από τη φύση, ενδέχεται να προήλθε από κάποιο εργαστήριο. Γνωρίζουμε αρκετά ούτως ώστε αποδεχόμαστε ότι το δεύτερο σενάριο είναι πιθανό, και πρέπει, οπότε, να ενεργήσουμε ωσάν να είναι αληθινό». Το να διαλευκανθούν οι συνθήκες που οδήγησαν στο ξέσπασμα της πανδημίας «έχει σίγουρα ηθική, νομική και πολιτική σημασία», αναγνωρίζει ο Ενγκμπερ. Αλλά θεωρεί ότι σε σχέση με την προστασία της παγκόσμιας δημόσιας υγείας από μελλοντικές πανδημίες, η αποκάλυψη της αλήθειας είναι δευτερεύον ζήτημα.
Είτε διαπιστωθεί ότι ο ιός μεταδόθηκε στον άνθρωπο από κάποιο άγριο ζώο είτε ότι ξέφυγε από κάποιο εργαστήριο της Γουχάν, δεν θα αλλάξει το γεγονός ότι οι περισσότερες πανδημίες που έπληξαν την ανθρωπότητα ανά τους αιώνες αποδίδονται στη φύση, ενώ «μία ή δύο προέκυψαν, και ενδέχεται να προκύψουν και άλλες στο μέλλον, σε εργαστηριακές συνθήκες».
Ερευνες, αλλά σε ποια κατεύθυνση;
Ο δημοσιογράφος του Atlantic θεωρεί ότι η διεθνής κοινότητα, αντί να αναλίσκεται σε νέες και πιο συστηματικές έρευνες για την προέλευση του κορονοïού, πρέπει κυρίως να αποδεχτεί πως πανδημία μπορεί να προκαλέσει τόσο ένας ιός που προέρχεται από τη φύση, όσο και ένας εργαστηριακός ιός, και να αντιδράσει αναλόγως, με στόχο τη θωράκιση της παγκόσμιας δημόσιας υγείας.
Δεδομένου ότι πάντα θα υπάρχει ο κίνδυνος εργαστηριακών ατυχημάτων, η διεθνής επιστημονική κοινότητα οφείλει ούτως ή άλλως να επανεξετάσει τις ερευνητικές μεθόδους της. «Οφείλουν οι επιστήμονες να πειραματίζονται με παθογόνα γονιδιώματα για να διαπιστώσουν πώς μπορούν να καταστούν άκρως επικίνδυνα; Πρέπει οι υπηρεσίες υγείας να τους χρηματοδοτούν;», διερωτάται ο Ενγκμπερ, σημειώνοντας πως παρότι η σχετική συζήτηση άρχισε πριν από σχεδόν μία δεκαετία, το 2012, παραμένει ακόμη ασαφές κατά πόσο αυτές οι έρευνες συμβάλλουν στην πρόληψη των επιδημιών ή, αντιθέτως, αυξάνουν τις πιθανότητες ξεσπάσματός τους. Τα σχετικά ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα και πρέπει να απαντηθούν άμεσα, ανεξάρτητα από την όποια έρευνα διεξαχθεί για την προέλευση του κορονοïού, είναι πολλά.
Δεν πρέπει, για παράδειγμα, να απαγορευτεί η μελέτη δειγμάτων επικίνδυνων ιών που εντοπίζονται στη φύση σε εργαστήρια όπου δεν τηρούνται αυστηρότατες προδιαγραφές βιοασφάλειας, όπως φέρεται να συνέβη στο εργαστήριο ιολογίας της Γουχάν; Δεν πρέπει να θεσπιστούν σε κάθε περίπτωση ακόμη πιο αυστηροί κανόνες ασφαλείας, εν όψει της προετοιμασίας της ανθρωπότητας για την αντιμετώπιση της επόμενης πανδημίας; Εως πότε θα επιτρέπεται στην Κίνα η μεταφορά περιττωμάτων νυχτερίδων από αραιοκατοικημένες περιοχές σε πολυπληθή αστικά κέντρα, όπως επίσης φέρεται ότι συνέβη στη Γουχάν; Κατά πόσο είναι ωφέλιμο να μελετάται σε εργαστήρια της Βοστώνης ο ιός Εμπολα; Μήπως ήρθε η ώρα για την εκπόνηση μιας ενδελεχούς έρευνας όσον αφορά τους κινδύνους που προκύπτουν στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας γενικότερα;
Προς το παρόν, όμως, με στόχο να απαντηθούν αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των πολλών μηνών της πανδημίας, δεν διεξάγεται καμία ουσιαστική συζήτηση, καθώς η πλειονότητα των επιστημόνων επιθυμεί να εξακριβωθεί κατ’ αρχάς εάν ο κορονοïός ξέφυγε από εργαστήριο της Γουχάν ή προήλθε από τη φύση.
Βολικά και άβολα σενάρια
Μιλώντας στο Atlantic ο Ντέιβιντ Ρίλμαν, μικροβιολόγος στο Στάνφορντ και πρώην μέλος της Εθνικής Εθνικής Επιστημονικής Επιτροπής Βιοασφάλειας των ΗΠΑ, εξήγησε ότι η επιστημονική κοινότητα αποδέχεται ήδη ότι ένας ιός μπορεί να περάσει από ένα ζώο στον άνθρωπο και να προκαλέσει μια πανδημία. Οπότε δεν χρειάζεται περαιτέρω αποδείξεις για να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, με στόχο να περιοριστούν στο ελάχιστο οι επαφές ανθρώπων με ζώα που φέρουν εν δυνάμει επικίνδυνους ιούς. «Αυτό θα συμβεί σχεδόν ανεξάρτητα από ό,τι μάθουμε», εξήγησε ο αμερικανός επιστήμονας.
Θεωρεί, όμως, ότι το ζήτημα της εργαστηριακής ασφάλειας δεν θα αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο. Γιατί η ιδέα ότι ένα εργαστηριακό ατύχημα μπορεί να προκαλέσει μια πανδημία «είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο, άβολο σενάριο για πολλούς επιστήμονες, ούτως ώστε να το αποδεχτούν».
Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν προκύψουν νέα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο κορονοïός ξέφυγε από κάποιο εργαστήριο, οι επιστήμονες «θα τρίψουν τα χέρια τους» και θα συνεχίσουν να συζητάνε για το ενδεχόμενο ένα εργαστηριακό ατύχημα να προκαλέσει μια πανδημία «όπως ακριβώς κάνουν από το 2012, αλλά δεν νομίζω πως θα αλλάξουν πολλά ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος» εργαστηριακών ατυχημάτων, προειδοποιεί ο μικροβιολόγος του Στάνφορντ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News