Εν αρχή μια εικόνα. Την Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020 έφτασε στο Κρεμλίνο αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Ταγίπ Ερντογάν για συνομιλίες με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, μια από τις πάμπολλες επαφές των δύο προέδρων τα τελευταία χρόνια, δια ζώσης ή τηλεφωνικώς.
Μόλις οκτώ ημέρες νωρίτερα, 34 τούρκοι στρατιώτες είχαν σκοτωθεί στην επαρχία Ιντλίμπ στη Συρία από ρωσική βόμβα. Η απώλεια προκάλεσε κύμα οργής στο εσωτερικό της χώρας. Ας μην ξεχνάμε ότι μετά το Ιντλίμπ και πριν από τη Μόσχα ο Ερντογάν είχε επιχειρήσει να εργαλειοποιήσει το Μεταναστευτικό μεθοδεύοντας την τελικά αποτυχημένη απόπειρα εισβολής χιλιάδων μεταναστών από τον Εβρο.
Η ένταση στη Μόσχα ήταν, λοιπόν, ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Τυχαία ή όχι (μάλλον όχι, αν σκεφτούμε ότι οι Ρώσοι δεν έχουν αποσείσει το αυτοκρατορικό παρελθόν) η τουρκική αντιπροσωπεία βρέθηκε σε αίθουσα με πορτρέτα στρατηγών του Τσάρου που είχαν κατατροπώσει Οθωμανούς. Στην αίθουσα όπου τους δέχτηκε ο Πούτιν, άλλο ένα μελετημένο «ψυχολογικό χτύπημα»: μια απεικόνιση των νικών του ρωσικού στρατού το 1878, όταν έφτασε στα πρόθυμα της Κωνσταντινούπολης, και μία της Μεγάλης Αικατερίνης, που απέσπασε την Κριμαία από τους Οθωμανούς.
Το μήνυμα ήταν κάτι παραπάνω από σαφές για το ποια από τις δύο αυτοκρατορίες, η ρωσική ή η οθωμανική, επικρατούσε κάποτε της άλλης στα πεδία των μαχών. Η υποτίμηση του υψηλού επισκέπτη, του τούρκου προέδρου εν προκειμένω, παραπάνω από προφανής. Αλλά εκείνος δεν μπορούσε να κάνει πολλά απέναντι στον οικοδεσπότη του.
Ο ρώσος πρόεδρος ήταν όμως καθησυχαστικός. Το χτύπημα δεν στόχευε τους Τούρκους, εξάλλου οι ρωσικές δυνάμεις στη Συρία δεν είχαν ενημερωθεί για τις κινήσεις των τουρκικών. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν τελικά να αποκλιμακωθεί η ένταση. Τέλος καλό, κατά μία έννοια.
Μια συμμαχία που αντέχει
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι δύο πλευρές καταφέρνουν να έλθουν σε συμβιβασμό, επιβεβαιώνοντας την συμμαχία τους που μοιάζει να έχει αντέξει σε όλες τις δοκιμασίες τα τελευταία χρόνια. Αν και υπήρξαν ιστορικοί αντίπαλοι για αιώνες και τα συμφέροντά τους αποκλίνουν σε μία σειρά πεδίων όπως η Συρία, η Λιβύη, η Ουκρανία και ο Καύκασος, η Αγκυρα και η Μόσχα συνεχώς εκπλήσσουν με το να γεφυρώνουν τις διαφορές τους.
Είναι δύσκολο να καταταχθεί σε κάποιο ήδη γνωστό σχήμα η ρωσοτουρκική συμμαχία, η οποία είναι ένα τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας, τονίζει σε ανάλυσή του ο Monde.
Η προσέγγιση διατάραξε το status quo που ισχύει από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αμφισβητώντας το μέλλον της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Η αποχώρηση της Αγκυρας θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μείζονος σημασίας ρωγμή στο εσωτερικό της Συμμαχίας.
Ο ρώσος πολιτικός επιστήμονας Φιόντορ Λουκιάνοφ βλέπει τη σχέση ως πρότυπο για τις μελλοντικές διεθνείς σχέσεις, σε μια εποχή όπου η παλιά τάξη είναι ξεπερασμένη και οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει. Η διπλωματία είναι πλέον συναλλακτική: το «πάρε-δώσε» χωρίς πολλές δεσμεύσεις είναι προτιμότερο από τις «άκαμπτες συμμαχίες», εξηγεί.
«Με τον πρόεδρο Ερντογάν, μερικές φορές έχουμε διαφορές, αλλά είναι κάποιος που κρατά το λόγο του». Βλαντίμιρ Πούτιν, 17 Δεκεμβρίου 2020.
Εξάλλου, μια μείζονος σημασίας κρίση στη Συρία δρομολόγησε τη στενότερη επαφή των δύο πλευρών. Ενας περίεργος διπλωματικός «έρωτας» που ξεκίνησε από ένα καβγά.
Στις 24 Νοεμβρίου 2015, η Τουρκία κατέρριψε ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος πάνω από τα σύνορα Τουρκίας-Συρίας, σκοτώνοντας δύο ρώσους πιλότους. Ακολούθησαν αλληλοκατηγορίες με τον Ερντογάν να καταγγέλλει «εγκλήματα πολέμου» από τη Ρωσία στη Συρία και τον Πούτιν να απαντά ότι η Αγκυρα «υποστηρίζει την τρομοκρατία».
Η Μόσχα επέβαλε κυρώσεις, αλλά, μερικούς μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 2016, ο Ερντογάν αναγκάστηκε να στείλει επιστολή συγγνώμης στον Πούτιν. Ενα μήνα αργότερα ο ρώσος ηγέτης ήταν από τους πρώτους στους οποίους προσέτρεξε (τηλεφωνικώς) ο Ερντογάν την βραδιά της απόπειρας πραξικοπήματος. Στις 19 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Αντρέι Καρλόφ, ο ρώσος πρεσβευτής στην Αγκυρα, δολοφονήθηκε από τούρκο αστυνομικό μέσα σε γκαλερί. Και σε αυτή την περίπτωση οι κραδασμοί απορροφήθηκαν μάλλον ομαλά – άλλες χώρες θα έφταναν στα όρια του πολέμου έπειτα από τέτοια πρόκληση.
Εκτοτε οι επαφές Πούτιν και Ερντογάν είναι μια επαναλαμβανόμενη, πολιτική, διπλωματική, δημοσιογραφική ρουτίνα. Η χημεία μοιάζει εμφανής – είναι όμως;
Τι τους ενώνει
Εχουν συμπληρώσει δύο δεκαετίες στο τιμόνι των χωρών τους, είναι σχεδόν συνομήλικοι (ο Πούτιν γεννήθηκε το 1952, ο Ερντογάν το 1954), αλλά οι ομοιότητες των δύο προέδρων μάλλον σταματούν εδώ.
Οι χαρακτήρες τους είναι ο ένας το αντίθετο του άλλου. Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι συναισθηματικός και ζωηρός ρήτορας, ενώ ο ρώσος πρόεδρος, παρά το ότι μερικές φορές είναι τραχύς στις εκφράσεις του, είναι ψύχραιμος και υπολογιστής. Το ισλαμικό παρελθόν του πρώτου και η προϋπηρεσία στην KGB του δεύτερου είναι ακόμη και σήμερα εμφανή. Αν και από διαφορετικούς δρόμους, ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύονται συμπίπτει.
Η δίψα για τον αυταρχισμό, η περιφρόνηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, η βίαιη καταστολή της αντιπολίτευσης, η εργαλειοποίηση του Συντάγματος, ο περιορισμός των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των αντιφρονούντων, το έντονα προεδροκεντρικό πολιτικό σύστημα απαντώνται με τη μία ή την άλλη μορφή και στη Μόσχα και στην Αγκυρα.
Και οι δύο παίζουν στο εσωτερικό της χώρας τους το χαρτί του ισχυρού άνδρα που της επέτρεψε να σηκώσει ξανά το κεφάλι της, αν και την ίδια ώρα το βιοτικό επίπεδο βρίσκεται σε κάμψη, οι ελίτ είναι διεφθαρμένες ως το μεδούλι και οι θεσμοί σε αποσύνθεση. Στην πράξη η σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες είναι απλώς προσωποκεντρική, καθώς δεν υπάρχουν μηχανισμοί αποκλιμάκωσης. Τα πάντα επιλύονται μόνο μεταξύ των συναντήσεων και των επικοινωνιών ανάμεσα στους δύο προέδρους.
Στη διεθνή σκηνή και οι δύο χώρες έχουν επιδοθεί σε μία ιδιότυπη στρατηγική outsourcing στις πολεμικές συγκρούσεις, στέλνοντας μισθοφόρους όπου θα ήταν δύσκολο ή επικίνδυνο να στείλουν τακτικά στρατεύματα. Πολλές φορές η μία «πέφτει» πάνω στην άλλη, αλλά ελίσσονται προσεκτικά για να αποφύγουν ευθείες συγκρούσεις. Εχουν επιλέξει ακόμη να εργαλειοποιήσουν ζητήματα που επηρεάζουν πολλές άλλες χώρες όπως το Προσφυγικό για την Τουρκία και το Ενεργειακό για τη Ρωσία ώστε να αποκομίσουν κέρδη από τις ευρωπαϊκές χώρες.
Και βέβαια δεν διστάζουν να αφήσουν στην άκρη το πρωτόκολλο και να φερθούν αγενώς στους υψηλούς επισκέπτες ιδίως όταν έρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ο Ζοζέπ Μπορέλ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχαν την «ευκαιρία» να δουν από πρώτο χέρι τι θα πει άκομψη διπλωματική μεταχείριση.
Οι σκιές μιας άσπονδης συνεννόησης
Παρά τα όσα λένε οι δύο εταίροι και παρά το γεγονός ότι η συμμαχία τους αφορά ποικίλους τομείς, όπως η ασφάλεια, η ενέργεια, η οικονομία, σε ένα περισσότερο καθημερινό επίπεδο η συνεργασία τους δεν είναι η καλύτερη δυνατή.
Στη Συρία, για παράδειγμα, αν και αμφότεροι ομνύουν στην αποκλιμάκωση, δεν έχουν καταφέρει να φτάσουν στην ειρήνευση έπειτα από μια δεκαετία συγκρούσεων. Στο εμπόριο, το 2020 ο όγκος των μεταξύ τους συναλλαγών έφτασε τα 20,8 δισ. δολάρια, ένα αρκετά μεγάλο ποσό που όμως απέχει από τον στόχο των 100 δισ. δολαρίων. Στο ενεργειακό η Τουρκία προτιμά πλέον να αγοράζει φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν και όχι από τη Ρωσία, ενώ παρά τα εντυπωσιακά εγκαίνια του αγωγού φυσικού αερίου TurkStream το 2020, οι τουρκικές εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 40% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
«Η Μόσχα μπορεί να χαίρεται που η Αγκυρα θεωρείται πλέον στο Παρίσι, το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον μεγάλος ταραχοποιός», αλλά αντιμετωπίζει δυσκολίες από την επίδειξη δύναμης της Τουρκίας, εξηγεί στον Monde γάλλος αναλυτής.
Πόσο μάλλον που αυτή η επίδειξη γίνεται στην «αυλή» της Ρωσίας, στον Καύκασο. Το περασμένο φθινόπωρο η Τουρκία υποστήριξε ανοιχτά το Αζερμπαϊτζάν στον πόλεμο του εναντίον της Αρμενίας. Οι εικόνες καταστροφής ρωσικών αρμάτων μάχης που χρησιμοποιούσε η Αρμενία από τουρκικά αεροσκάφη ενόχλησαν τις ένοπλες δυνάμεις στη Ρωσία. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση ο ρώσος πρόεδρος έσπευσε να κατεβάσει τους τόνους.
Συνέβη μάλιστα και κάτι άλλο που καθησύχασε τη Μόσχα. Αυτό το άλλο ήταν η πρώτη δοκιμή από πλευράς της Τουρκίας του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400, μία αγορά που έφερε την Τουρκία σε αντίθεση με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και την εξέθεσε σε βαριές κυρώσεις από την Ουάσινγκτον. Ο Ερντογάν παρουσιάζει την απόκτηση αυτών των οπλικών συστημάτων ως πράξη ανεξαρτησίας ενάντια στη Δύση, η οποία, όπως λέει, έχει βάλει το χαλινάρι στο λαιμό της Τουρκίας. Φυσικά πρόκειται για απόκλιση από τις αρχές πάνω στις οποίες είχε ιδρύσει τη σύγχρονη Τουρκία πριν από ένα αιώνα ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος είχε αποφασίσει να τη συνδέσει με τη Δύση.
Τον Ιανουάριο η Αγκυρα εκδιώχθηκε οριστικά από το πρόγραμμα παραγωγής των F-35, ανοίγοντας έμμεσα τον δρόμο να στραφεί προς τη Ρωσία για αεροσκάφη πέμπτης γενιάς. Γιατί να μην χαίρεται ο ρώσος πρόεδρος, παρά τα «φάλτσα» της Αγκυρας;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News