Για πάνω από 30 χρόνια, μια «Ανθρώπινη Φωνή» ηχούσε στο κεφάλι του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Στον μονόλογο του Ζαν Κοκτό, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1930, μια γυναίκα γίνεται κομμάτια ενώ μιλάει στο τηλέφωνο με τον εραστή της, που την εγκαταλείπει. Το κοινό ακούει μόνο τη μία πλευρά, που έχει το πάνω χέρι στο δράμα, τη συγκεκριμένη στιγμή κατά την οποία χάνει τα πάντα.
Ο κορυφαίος ισπανός δημιουργός έχει προσαρμόσει το θεατρικό έργο του Κοκτό σε μια ταινία μικρού μήκους, μόλις 15 λεπτών, με πρωταγωνίστρια την Τίλντα Σουίντον στον ρόλο της τραυματισμένης γυναίκας, αν και δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αλμοδόβαρ εμπνέεται από το συγκεκριμένο υλικό. Μια παρόμοια σκηνή υπάρχει στον «Νόμο του Πόθου» (1987), αλλά και στις «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης» (1988), την κωμωδία που έγινε αφορμή για τη διεθνή του αναγνώριση.
Γιατί τον στοιχειώνει τόσο καιρό το έργο του Κοκτό; «Είναι μεγάλο μυστήριο», λέει στον Ράιαν Γκίλμπι κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνέντευξης που δημοσιεύεται στον Guardian, και η οποία πραγματοποιήθηκε ανάμεσα σε πρόβες με την Πενέλοπε Κρουζ για την τελευταία τους συνεργασία, με τίτλο «Παράλληλες Μητέρες»: «Είναι μια δραματική κατάσταση, που μου αρέσει. Πάνω από μία φορά έχω χρησιμοποιήσει την ιδέα της εγκαταλειμμένης γυναίκας που στέκεται στην άκρη της αβύσσου. Εισάγει έναν ορισμένο δυναμισμό σε αυτό που έρχεται στη συνέχεια, επειδή έχει χάσει κάθε έλεγχο», λέει.
Η 15άλεπτη ταινία του είναι μια σύγχρονη εκδοχή του έργου του Κοκτό (που ακολουθεί προηγούμενες ερμηνείες: της Ανα Μανιάνι στην «Αγάπη» του Ρομπέρτο Ροσελίνι (1948) και της Ινγκριντ Μπέργκμαν σε μια τηλεοπτική ταινία του 1966, καθώς και σε μια όπερα του Φρανσίς Πουλένκ) η οποία έχει δανειστεί στοιχεία από τα προηγούμενα αφιερώματά του Αλμοδόβαρ στον Κοκτό: η Τίλντα Σουίντον χρησιμοποιεί το τσεκούρι, με το οποίο η Κάρμεν Μάουρα καταστρέφει το σκηνικό στον «Νόμο του Πόθου», ενώ υπάρχει και μια φωτιά στο διαμέρισμα, όπως και στις «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης».
Στην ταινία διαχέεται επίσης η δική του εμπειρία: «Θα σας δώσω ένα παράδειγμα», λέει στον Γκίλμπι. «Αλλά μην ζητήσετε περισσότερα». Και μας παραπέμπει στην στιγμή κατά την οποία η Σουίντον, στον ρόλο της γυναίκας που την εγκαταλείπει ο εραστής της, ομολογεί ότι δεν μπορεί ποτέ να είναι αστεία όταν εκείνος είναι παρών. Μπορεί να είναι «ξεχωριστή, τολμηρή, υποτακτική, λεπτή, παθιασμένη», παραδέχεται, αλλά χάνει την αίσθηση του χιούμορ της όταν είναι τρελή για κάποιον. «Αυτό συνέβη και σε μένα», λέει ο Αλμοδόβαρ. «Τρομερό, δεν είναι;»
Ο σκηνοθέτης, ο οποίος είχε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του το 2019 με το υποψήφιο για Οσκαρ «Πόνος και Δόξα», είναι τώρα 71 ετών. Την πρώτη φορά, που προσπάθησε να προσαρμόσει το έργο του Κοκτό, κατέληξε να γράψει την σκανδαλώδη πανκ κωμωδία και ταυτόχρονα ψυχόδραμα, «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης» (1988). Και πλησίαζε τα 40.
Πώς άλλαξε εν τω μεταξύ η προσέγγισή του στο κείμενο; «Οταν το ξαναδιάβασα τώρα, μου φάνηκε ότι ο γυναικείος χαρακτήρας ήταν πολύ υποταγμένος. Ένιωσα ότι μια σύγχρονη γυναίκα δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί με αυτήν τη συμπεριφορά. Απλώς δεν συμβαίνει τώρα, έτσι δεν είναι; Αυτό που προσπάθησα ήταν να δώσω στην Τίλντα περισσότερη αυτονομία. Αλλαξα ακόμη και το τέλος, ώστε να γίνει περισσότερο μια πράξη εκδίκησης, μια δήλωση ανεξαρτησίας», εξηγεί.
Η «Ανθρώπινη Φωνή» είναι το πρώτο έργο του Αλμοδόβαρ στα Αγγλικά. «Ενιωσα ότι στα Ισπανικά, το κείμενο θα ήταν πολύ πιο μελοδραματικό», λέει. «Η γλώσσα μας είναι πιο ζεστή. Οι λέξεις όταν λέγονται στα Ισπανικά σχεδόν καίνε. Τα Αγγλικά εισάγουν μια συγκεκριμένη απόσταση», εξηγεί και συμπληρώνει ότι ήταν νευρικός, μη δουλεύοντας στη μητρική του γλώσσα: «Αλλά η Τίλντα ήταν το κλειδί. Η παρουσία της, η πίστη της σε μένα, το ταλέντο της με έκαναν να νιώσω ότι ήμουν στα Αγγλικά το ίδιο άτομο που είμαι και στα Ισπανικά. Και είχε πλήρη γνώση της δουλειάς μου!», λέει και συμπληρώνει συγκινημένος, σχεδόν ντροπαλά: «Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι το ήξερε τόσο καλά».
Η Σουίντον λέει επίσης στον Γκίλμπι (μέσω e-mail) ότι η εισαγωγή της στον Αλμοδόβαρ έγινε με τις «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης». «Νομίζω ότι έγινε πραγματικά με τη σκηνή της Τζουλιέτα Σεράνο στο πίσω μέρος της μοτοσικλέτας στη σεκάνς του κυνηγητού μέσα στο τούνελ, με τον αέρα να φυσάει την περούκα της. Ο συνδυασμός των “Τζόνι Γκιτάρ”, Ρέι Κούνεϊ, Ζαν Κοκτό και του κόμικ “Beano” μου πήρε τα μυαλά. Το είδα… το 1988, νομίζω: ήταν η χρονιά που σκοπεύαμε να γυρίσουμε με τον Ντέρεκ Τζάρμαν τις ταινίες “War Requiem” και “The Last of England”. Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ο Πέδρο ήταν κάτι σαν ισπανός ξάδερφος για τον Ντέρεκ και για όλους εμάς που κάναμε τότε underground και queer κινηματογράφο στο Λονδίνο», λέει.
Ολα αυτά τα χρόνια η ηθοποιός και ο σκηνοθέτης έτυχε να συναντιούνται σε «άβολες εκδηλώσεις του Big Cine, που σε κάνουν να ντρέπεσαι», όπως τις αποκαλεί η Σουίντον και συμπληρώνει: «Συχνά στεκόμασταν και οι δύο στην άκρη ο ένας κοντά στον άλλο, κοιτούσαμε το λαμπερό πλήθος, δεν λέγαμε τίποτα, αλλά περιστασιακά κοιταζόμαστε γελώντας». Η πιθανότητα συνεργασίας έμοιαζε με μακρινό όνειρο. «Κάποτε πήρα το θάρρος να του προτείνω ότι θα μπορούσα είτε να μάθω Ισπανικά είτε να παίξω βουβή, αλλά δεν είχα πραγματική ελπίδα. Δεν είχα ψευδαισθήσεις ως προς το ότι στο τσίρκο του θα υπήρχαν κάποια πολύτιμα πλάσματα, με αγορίστικη εμφάνιση, γωνιώδες πρόσωπο και κόκκινα μαλλιά, αγγλόφωνοι με σκωτσέζικη προφορά», λέει η Τίλντα Σουίντον.
Οταν έφτασε στο πλατό για τα γυρίσματα ανακάλυψε ότι ήταν ακριβώς αυτό που είχε απολαύσει στις ταινίες του όλα αυτά τα χρόνια. «Τα χρώματα, τα σκηνικά του, οι χειρονομίες του, οι άνθρωποί του είναι όλα τόσο αναγνωρίσιμα, τόσο ιδιαίτερα, ώστε να αποφασίσω να περάσω το κατώφλι του». «Η συνεργασία μαζί του δεν είχε καθόλου εκπλήξεις», συμπληρώνει. Εχοντας «παρακολουθήσει τη δουλειά του τόσο καιρό … έμοιαζε λίγο με προκαθοριασμένο συμπέρασμα».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η Τίλντα Σουίντον και ο Πέδρο Αλμοδόβαρ μασκοφόροι
Ο Αλμοδόβαρ, ωστόσο, είχε σχεδόν την αντίθετη εμπειρία: «Η Τίλντα είναι εξαιρετικά περίεργη και περιπετειώδης. Αυτό που δεν ήξερα είναι ότι έχει τον δικό της τρόπο δουλειάς, το δικό της σύστημα. Όταν της έδινα οδηγίες, σκεφτόταν δυνατά τον τρόπο να κάνει πράγματα. Δεν είχα δουλέψει ποτέ πριν με αυτόν τον τρόπο».
Κανένας από τους δύο, εξάλλου, δεν είχε τύχει να δουλέψει κάτω από τέτοιες περιοριστικές συνθήκες. Τον περασμένο μήνα ο Αλμοδόβαρ εξήγησε στους New York Times ότι οι αλλαγές στην προσωπική του ζωή τον είχαν εξοπλίσει ώστε να αντιμετωπίσει καλύτερα την απομόνωση: «Εχω γίνει πιο μοναχικός τα τελευταία 15 χρόνια, εξακολουθεί να με ενδιαφέρει ό,τι συμβαίνει, αλλά αποφάσισα να σταματήσω τις σωματικές, σεξουαλικές και χημικές εξάψεις, και γι’ αυτό η καραντίνα δεν με εξέπληξε», λέει.
Στις αρχές της πανδημίας την περασμένη άνοιξη, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ έγραφε στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο του εκτεταμένα κείμενα στα οποία το ασταθές παρόν τεμνόταν ευδιάκριτα με το παρελθόν. Εγραψε για τις συνομιλίες του με τον Σον Κόνερι, τον οποίο είχε γνωρίσει σε ένα φεστιβάλ, και ο οποίος του τηλεφώνησε όταν είδε την ταινία του «Μίλα της» (2002). Αποκάλυψε επίσης τους τρόπους με τους οποίους ένιωθε ότι τους είχε χειραγωγήσει και εκμεταλλευτεί η Μαντόνα, αυτόν και τον Αντόνιο Μπαντέρας, στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ της «Στο κρεβάτι με τη Μαντόνα» (1991). Ακόμη, ανέφερε τις ταινίες που συνήθιζε να βλέπει κατά τη διάρκεια του lockdown, ειδικά τα φιλμ του «αγαπημένου» του Μπράιαν ντε Πάλμα, στον οποίο αποτίει φόρο τιμής στην «Ανθρώπινη φωνή».
Όταν ήρθε η ώρα για τα γυρίσματα της ταινίας μικρού μήκους τον περασμένο Ιούλιο, τα περιοριστικά μέτρα για όλους ήταν πολύ αυστηρά: «Για όλους εμάς η εμπειρία της επιστροφής μας σε ένα στούντιο τον Ιούλιο, όλοι με μάσκες και αυστηρά ασφαλείς και υγιείς, ήταν πολύ σημαντική», λέει η Σουίντον. «Το να δουλεύεις, να φτιάχνεις μια ταινία για τον κινηματογράφο, σε μια εποχή που πάρα πολλοί άνθρωποι αναρωτιόντουσαν αν αυτό θα ήταν ποτέ δυνατό ξανά, ήταν συναρπαστικό. Αποδείξαμε στους εαυτούς μας το μεθυστικό γεγονός ότι μπορούμε ακόμα να εργαστούμε, ακόμη και στην πανδημία. Δεν γίνεται να μας στερήσει όλα όσα λατρεύουμε. Για όλους εμάς που εργαστήκαμε για αυτή την ταινία στο στούντιό μας στη Μαδρίτη αυτό το καλοκαίρι, ήταν σαν μια πράξη αποφασιστικής δοξαστικής πίστης στον κινηματογράφο».
Και είναι σημαντικό τόσο για την ηθοποιό όσο και για τον σκηνοθέτη, η «Ανθρώπινη Φωνή» να προβληθεί στους κινηματογράφους το συντομότερο δυνατόν. Ας θυμηθούμε, εξάλλου, ότι ο Αλμοδόβαρ το 2017 ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο φεστιβάλ Καννών, που είχε επίσης ηγηθεί των δράσεων κατά των υπηρεσιών ροής (Netflix κλπ), είχε πει : «Θα παλεύω πάντα για ένα πράγμα που φοβάμαι ότι η νέα γενιά δεν γνωρίζει: την ικανότητα της μεγάλης οθόνης να υπνωτίζει τον θεατή».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Τίλντα Σουίντον παραμένει επίσης πιστή στο σινεμά και όλες οι ταινίες που ετοιμάζει, χωρίς καμιά εξαίρεση, προορίζονται για τη μεγάλη οθόνη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News