Καταθέτοντας στεφάνι στον τάφο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη την 200η επέτειο του θανάτου του (5 Μαΐου 1821), ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ενεπλάκη ακόμη περισσότερο στον ολοένα κλιμακούμενο πολιτισμικό πόλεμο που μαίνεται στη χώρα. Μπορεί η Γαλλία να θεραπευτεί ή όντως οδεύει, όπως προβλέπουν κάποιοι, προς έναν «θανάσιμο εμφύλιο πόλεμο»;
Η κληρονομιά του Ναπολέοντα ανέκαθεν ήταν διχαστική. Οι θαυμαστές του εκθειάζουν τον ρόλο που διαδραμάτισε στη δημιουργία του σύγχρονου γαλλικού κράτους. Οι επικριτές του τον καταδικάζουν ως έναν αποικιοκράτη ο οποίος σκλάβωσε εκατομμύρια ανθρώπους. Ομως το ζήτημα έχει καταστεί ιδιαίτερα εμπρηστικό σήμερα, μετά τη δημοσίευση, τον προηγούμενο μήνα, μιας ανοικτής επιστολής είκοσι απόστρατων στρατηγών (σμτφ. ήδη τη Δευτέρα 10 Απριλίου δημοσιεύθηκε και δεύτερη επιστολή).
Σύμφωνα με τους στρατηγούς, η Γαλλία βρίσκεται σε κατάσταση «αποσύνθεσης», λόγω πολλών «θανατηφόρων κινδύνων», περιλαμβανομένων «του ισλαμισμού και των ορδών των banlieues» (των φτωχών και γεμάτων μετανάστες προαστίων που περιβάλλουν γαλλικές πόλεις). Ενα αντιρατσιστικό κίνημα που «περιφρονεί τη χώρα μας, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις της» αποτελεί έναν άλλο τέτοιο κίνδυνο.
Οι δυσοίωνες προβλέψεις για την επικείμενη διάλυση της Γαλλίας δεν είναι καινούργιες. Στο μυθιστόρημα «Submission», ο συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ φαντάστηκε να σχηματίζεται στη Γαλλία μία ισλαμική κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από την παλιά κοσμική Αριστερά, μετά την εκλογική ήττα, με ελάχιστη διαφορά, ενός εξεγερμένου λευκό-εθνικιστικού κινήματος.
Αλλά το γαλλικό κατεστημένο έσπευδε πάντα να απορρίπτει τέτοιες αφηγήσεις. «Η Γαλλία», δήλωσε ο τότε πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς μετά την έκδοση του «Submission», «δεν είναι ο Μισέλ Ουελμπέκ… δεν είναι μισαλλοδοξία, μίσος και φόβος». Ομοίως, ο σημερινός πρωθυπουργός, Ζαν Καστέξ προέβη στην «πιο κατηγορηματική καταδίκη» της επιστολής των στρατηγών.
Ωστόσο πολλοί στη χώρα διαφωνούν. Χιλιάδες εν ενεργεία και απόστρατοι στρατιωτικοί συνυπέγραψαν την επιστολή, και σε δημοσκόπηση που διεξήχθη για το LCI (έναν κρατικό ειδησεογραφικό τηλεοπτικό σταθμό) μια σαφής πλειονότητα (58%) τάχθηκε υπέρ της ιερεμιάδας των στρατηγών. Οσον αφορά τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς της επιστολής, το 86% συμφωνεί πως «δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει καμία πόλη ή γειτονιά όπου οι νόμοι της Δημοκρατίας δεν εφαρμόζονται».
Αυτό αντικατοπτρίζει την κοινή πεποίθηση ότι η αστυνομία αποφεύγει τα banlieues, όπου εκδηλώνεται περιοδικά η βία. Τον Νοέμβριο του 2005, τρεις εβδομάδες ταραχών – που προκλήθηκαν από τους ακούσιους θανάτους δύο μαύρων νέων οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την αστυνομία – ανάγκασαν τον τότε πρόεδρο Ζακ Σιράκ να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τώρα, πολλοί πιστεύουν ότι τα banlieues είναι έτοιμα να εκραγούν ξανά.
Φυσικά, αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Γάλλοι με την αστυνομία. Η πορεία διαμαρτυρίας του Black Lives Matter (BLM) που πραγματοποιήθηκε πέρυσι στο κέντρο του Παρισιού έδειξε ότι οι «αντι-ρατσιστικές δυνάμεις» που καταγγέλλουν οι στρατηγοί, είναι πεπεισμένες πως οι μετανάστες και οι μη λευκοί υπόκεινται δυσανάλογα στην αστυνομική βία. Αυτή δεν είναι ασήμαντη ομάδα: παρά την απαγόρευση συγκεντρώσεων δέκα ή περισσότερων ατόμων, συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές.
Ωστόσο σε εκείνους που βρίσκονται από την άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων μπορεί να δημιουργείται η εντύπωση ότι οι μετανάστες και οι έγχρωμοι άνθρωποι μονοπωλούν την ιδιότητα του θύματος. Αλλωστε η γαλλική αστυνομία έχει μια μακρά ιστορία βιαιοπραγίας κατά λευκών διαδηλωτών – και μάλλον ιδίως κατά τη διάρκεια των ταραχών του Μαΐου του 1968. Πιο πρόσφατα στις πορείες διαμαρτυρίας των Κίτρινων Γιλέκων έχασαν τη ζωή τους περί τους δέκα πολίτες.
Στην πραγματικότητα, για τους γάλλους επικριτές του κινήματος Black Lives Matter, τα Κίτρινα Γιλέκα παρέχουν ένα πολύ ισχυρό αντεπιχείρημα. Οι διαδηλωτές αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από λευκούς και φτωχούς εργαζόμενους, συχνά από μικρές πόλεις και την αγροτική Γαλλία. Πιεσμένοι από ολοένα υψηλότερους φόρους και ολοένα και πιο ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες, κατέβηκαν στους δρόμους το 2018 απαιτώντας αλλαγή – και αντιμετώπισαν την καταστολή.
Τα κοινά παράπονα – χαμηλό βιοτικό επίπεδο, υψηλή ανεργία και αστυνομική βία – θα μπορούσαν να προσφέρουν κοινό έδαφος, καθώς όλα αντανακλούν τις αποτυχίες του γαλλικού κράτους. Αλλά οι δημοφιλείς αφηγήσεις που δαιμονοποιούν τον «άλλο» καθιστούν πιθανότερο το ενδεχόμενο να επιφέρουν περαιτέρω δυσαρέσκεια και διχασμό.
Για παράδειγμα, πολλοί εκ των Κίτρινων Γιλέκων θεωρούν τους νέους από τις κοινότητες των μεταναστών αργόσχολους που καταχρώνται τα κοινωνικά επιδόματα και παραβιάζουν τον νόμο δίχως να τιμωρούνται. Ταυτόχρονα, όσοι βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας, ακόμη και χωροταξικά, και δεν έχουν ευκαιρίες για να ξεφύγουν από δύσκολες, συχνά βίαιες συνθήκες, ενδέχεται να αισθάνονται ολοένα περισσότερη μνησικακία για την κοινότητα και τη χώρα.
Ενα τέτοιο περιβάλλον μπορεί να καταστεί εκκολαπτήριο φανατικών ισλαμιστών. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πιο ισχυρό καύσιμο για έναν πολιτισμικό πόλεμο από τις υπερβολικά συχνές θανατηφόρες επιθέσεις που συνοδεύονται από κραυγές τύπου «Αλλάχ Ακμπάρ», όπως αυτές που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα εναντίον προσκυνητών σε μια καθολική εκκλησία της Νίκαιας και κατά μίας αστυνομικού σε μια πόλη νοτιοδυτικά του Παρισιού (για να αναφέρουμε δύο παραδείγματα).
Λίγοι στη Γαλλία είναι ευχαριστημένοι με τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας και για αυτό διαδοχικοί πρόεδροι απέτυχαν να επανεκλεγούν. Για να σπάσει αυτό το μοτίβο τον επόμενο χρόνο, ο Μακρόν πιθανότατα θα πρέπει να επιβιώσει σε έναν ακόμη πολωτικό δεύτερο γύρο με αντίπαλο την ηγέτιδα του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού Μαρίν Λεπέν, η οποία εξέφρασε την υποστήριξή της προς τους στρατηγούς και την επιστολή τους, αν και η δεξιά στροφή της κοινής γνώμης θα μπορούσε να αναδείξει κάποιον άλλο διεκδικητή.
Για να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας του σε αυτόν τον αγώνα, ο Μακρόν θα πρέπει να ξεχωρίσει, επαναβεβαιώνοντας το διακριτά «καθολικό» γαλλικό ιδανικό της ιθαγένειας – κάτι που, σε αντίθεση με την πολυπολιτισμικότητα, υπερβαίνει την φυλετική καταγωγή και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Σε πιο πρακτικό επίπεδο, θα ήταν καλό ο Μακρόν να ανακατευθύνει μέρος των τεράστιων κρατικών δαπανών μακριά από τη γραφειοκρατία, προς τις πιο βασικές λειτουργίες του κράτους, αρχίζοντας με το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Η αστυνομία της Γαλλίας είναι κάθε άλλο παρά τέλεια, αλλά δεν μπορεί να αναμένεται πως θα βελτιωθεί η κατάσταση δίχως τους κατάλληλους πόρους, οι οποίοι σήμερα δεν υπάρχουν.
Ο Μακρόν πρέπει επίσης να προβεί σε συγκεκριμένες συμβιβαστικές κινήσεις, απευθυνόμενος προς αμφότερες τις αντιμαχόμενες ομάδες του πολιτισμικού πολέμου. Για παράδειγμα, μια δέσμευση για αστυνόμευση «μηδενικής ανοχής» στα προάστια θα μπορούσε να κατευνάσει τη μία πλευρά, ενώ η πρόοδος προς την αποποινικοποίηση των ναρκωτικών θα μπορούσε να καθησυχάσει την άλλη πλευρά, περιορίζοντας τους πιθανούς κινδύνους μιας τέτοιας ενισχυμένης αστυνόμευσης.
Με την ομιλία του για την επέτειο του θανάτου του Ναπολέοντα, ο Μακρόν προφανώς επιδιώκει να αντιμετωπίσει όλες τις πτυχές της διχαστικής κληρονομιάς του αυτοκράτορα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται αυτή τη χαρακτηριστική πράξη εξισορρόπησης θα μπορούσε να αποκαλύψει πολλά σχετικά με την ικανότητά του να αποτρέψει το ενδεχόμενο ο πολιτισμικός πόλεμος στη Γαλλία να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Η Brigitte Granville είναι καθηγήτρια Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας και Οικονομικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και συγγραφέας του βιβλίου «What ails France» (Τι ταλανίζει τη Γαλλία). Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από το Project Syndicate
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News