Γενιές Ελλήνων πάνε σε δημόσια υπηρεσία γνωρίζοντας ότι ακόμα και αν είναι ανοιχτή, θα πρέπει να περιμένουν στην ουρά και, αν φτάσουν στο γραφείο του υπαλλήλου, στην απίθανη περίπτωση που έχουν όλα τα χαρτιά, θα πρέπει να πάνε για την υπογραφή του προϊσταμένου στον τρίτο, να επιστρέψουν στον πρώτο για να πληρώσουν στο ταμείο και μετά να επιστρέψουν στο γραφείο του αρμόδιου για να πλακωθούν με αυτούς που περιμένουν στην ουρά. «Περιμένετε, κύριε, τη σειρά σας». «Μέσα ήμουνα, να πάρω ένα χαρτί και τελειώνω αμέσως».
Για να μπουν ξανά στο γραφείο και να δουν ότι μπροστά στο γραφείο του υπαλλήλου στέκεται μία κυρία κάποιας ηλικίας που επαναλαμβάνει γιατί δεν της δίνουν το πιστοποιητικό που ζήτησε η κόρη της που μένει στο εξωτερικό, ενώ στην ταυτότητα «το λέει, δεν βλέπετε ότι έχουμε το ίδιο επίθετο»; Γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν φορώντας το ειδικό combat Τ-shirt για τις δημόσιες υπηρεσίες που λέει: «Δεν πηδιέστε εσείς και το πιστοποιητικό σας».
Μπαίνοντας στο κτίριο, είναι έτοιμοι για τον τσακωμό. Και οι δημόσιοι υπάλληλοι το ξέρουν. Ξέρουν ότι το οκτάωρο που ακολουθεί θα πρέπει να ζήσουν μέσα σε ένα μίζερο περιβάλλον, μπροστά σε μια ουρά ανθρώπων που τους μισεί και δεν έχει πρόβλημα να το δείξει. Η οποία θα τους λέει «τι χρειάζεται τώρα αυτό το χαρτί;», θα απαιτεί να δει τον προϊστάμενο και όταν επιτέλους τον δει –ο προϊστάμενος στις δημόσιες υπηρεσίες είναι κάτι σαν ψυχίατρος ασύλου– θα ανακαλύψει ότι μπροστά στο γραφείο του στέκεται η κυρία που ζητούσε το πιστοποιητικό της κόρης. Και όπως είναι φυσικό, οι δημόσιοι συμπεριφέρονται ανάλογα. «Μια φορά εσύ ξινός; Δέκα εγώ».
Ερχόμαστε τώρα στους εμβολιασμούς. Η συμπεριφορά των εργαζομένων στα κέντρα εμβολιασμού λογικά θα έπρεπε να ήταν συνέχεια της σχέσης Δημοσίου – ιδιώτη στην Ελλάδα. Δεν ήταν. Η συμπεριφορά, τουλάχιστον στο ΙΚΑ της Αλεξάνδρας όπου εμβολιάστηκα, αλλά και στα κέντρα όπου εμβολιάστηκαν φίλοι και γνωστοί, ήταν: «Δεν ξέρετε πόσο χαιρόμαστε που σας βλέπουμε». Ρώτησα λοιπόν στο υπουργείο Υγείας – το Ψηφιακής Πολιτικής είναι η μαμά που υπενθυμίζει ότι πρέπει να πάρουμε τη ζακέτα, αλλά το Υγείας είναι αυτό που τις δίνει, τι έκαναν και πέτυχαν αυτή τη συμπεριφορά.
«Τίποτα το φοβερό. Πριν αρχίσουν οι εμβολιασμοί κάναμε τηλεσεμινάρια. Ξεκινώντας από τους διευθυντές και καταλήγοντας τους 4.200 εργαζομένους που δουλεύουν στα κέντρα». Το μόνο που ξέρω είναι ότι ήταν αποτελεσματικό.
Στο βιβλίο «Las Vegas» του Μάριο Πούτσο (Mario Puzzo), οι κρουπιέρηδες στα καζίνο είναι με τον παίκτη και όχι με την επιχείρηση. Πρέπει «να χαίρονται» όταν ο παίκτης κερδίζει. Με το τέλος της πανδημίας, η εξέταση του τρόπου με τον οποίο λειτούργησαν τα κέντρα εμβολιασμού μπορεί να γίνει πατρόν για το υπόλοιπο Δημόσιο. Αν υπάρχει ένα καλό που προέκυψε από την πανδημία, είναι ότι το «αυτά στην Ελλάδα δεν μπορούν να γίνουν» υπήρχε μόνο στο μυαλό μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News