Ο Σπύρος Παπαδόπουλος κατέβασε μόνος του ρολά στο «Στην υγειά μας ρε παιδιά». Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα τέλος εποχής. Δεκαεπτά συναπτά έτη είναι αυτά. Κάποιος που σαν μαθητούδι του δημοτικού καθόταν με τους γονείς του και έβλεπαν όλοι μαζί την εκπομπή, σήμερα είναι είκοσι επτά χρονών. Μια ζωή ολόκληρη. Ο Σπύρος την ξεκίνησε φρέσκος και με κατάμαυρα μαλλιά, για να την τελειώσει με ψαρές τρίχες να καταλαμβάνουν το μούσι του. Ο πενηντάρης που γεμάτος περιέργεια είδε την πρώτη εκπομπή για τον Μάνο Ελευθερίου, σήμερα είναι συνταξιούχος και εμβολιασμένος εξηνταεπτάρης. Μια ανάσα πριν τα εβδομήντα.
Ακούγονταν διάφορα τον τελευταίο καιρό. Οτι τα νούμερα της εκπομπής έπεφταν, ότι ο Σπύρος είχε κουραστεί και κορεστεί, ότι υπήρχαν διαφωνίες ανάμεσα στην παραγωγή και την ηγεσία του καναλιού, ότι δεν τον άφηναν να βγάζει τους έντεχνους καθότι έφερναν μικρότερες τηλεθεάσεις και τον ωθούσαν σε πιο «καταναλωτική» και ποιοτικά «δεύτερη» θεματολογία, ότι οι ανταγωνιστικές εκπομπές στο Mega και την ΕΡΤ τον στρίμωχναν καθότι πιο «φρέσκο» προϊόν και άλλα παρόμοια. Δεν αποκλείω τίποτα απ’ όλα αυτά, αν και συνήθως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Οπου υπάρχει καπνός πάντα υπάρχει και φωτιά, αλλά επίσης πάντα η τρίχα γίνεται τριχιά.
Δεν δίνω σημασία σ’ αυτά. Το «Στην υγειά μας ρε παιδιά» έγραψε τηλεοπτική και πολιτιστική ιστορία. Ο τρόπος και ο λόγος του θανάτου της εκπομπής είναι δευτερεύοντες μπροστά στην ουσία και στην προσφορά της ζωής του. Πέραν της ευφροσύνης και της διασκέδασης που προσέφερε στους απανταχού Ελληνες, αποτελεί μάλλον και το πληρέστερο οπτικοποιημένο αρχείο του ελληνικού τραγουδιού στα τελευταία πενήντα χρόνια. Ο Σπύρος, στο τέλος της ανάρτησης του απαριθμεί με παράπονο τους λίγους καλλιτέχνες που δεν κατάφερε να παρουσιάσει αυτά τα δεκαεπτά χρόνια. Ευτυχώς που δεν έγραψε τον κατάλογο όσων παρουσίασε. Θα έγραφε ακόμα.
Διάβασα ότι η εκπομπή είχε κουράσει. Επίσης ότι ο Σπύρος αρνιόταν να αλλάξει και να προσαρμοστεί στα δεδομένα του ανταγωνισμού. Οτι τον τελευταίο καιρό έμοιαζε αποστασιοποιημένος απ’ αυτό που παρουσίαζε. Μπορεί, αλλά η απάντηση σε τελευταία ανάλυση είναι «ε και;». Στην ζούγκλα εμφανίζονται πολλά λιοντάρια, λίγα όμως γράφουν ιστορία και μένουν στην συλλογική μνήμη ως τοπόσημα της εποχής τους. Κι όσο περνούν τα χρόνια, όλο και εμφανίζονται τα φιλόδοξα νεαρά λιοντάρια που βλέπουν την ξεπουπουλιασμένη χαίτη του άρχοντα και ονειρεύονται την εκπαραθύρωση του για να κάτσουν στον θρόνο του. Κάποια στιγμή –έτσι είναι η νομοτέλεια της ζωής- θα τα καταφέρουν. Είτε με την αξιοπρεπή οικειοθελή αποχώρηση του βασιλιά, είτε με την τελευταία απελπισμένη μάχη του που θα χάσει.
Μα δύσκολα οι επόμενοι θα γίνουν σαν αυτόν που νίκησαν. Εκπληκτοι θα διαπιστώσουν πως όσο θα περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο θα μνημονεύεται ο αυτοεξόριστος. Ετσι φτιάχνονται οι μετά (τηλεοπτικό) θάνατο μύθοι. Η ζωή βέβαια θα προχωρά με τους σύγχρονους ρυθμούς της, αλλά οι διηγήσεις θα μιλούν για κάτι ωραίο που υπήρξε κάποτε και που κάποιοι τυχεροί πρόλαβαν και το έζησαν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News