Έχω ξαναγράψει πως ένα από τα βασικά προβλήματα που απειλούν τη δημοκρατία σήμερα είναι η υποχώρηση της κουλτούρας του διαλόγου. Ως διάλογ0 δεν εννοώ βέβαια μία συνηθισμένη παραμορφωμένη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία αυτοί που απαιτούν διάλογο εννοούν να ακουστεί και να περάσει το δικό τους με το υποφώσκον ταυτολογικό επιχείρημα ότι είναι σωστό επειδή είναι δικό τους, αλλά, όπως είχε πει και ο γερμανός πρόεδρος Στάινμαϊερ (μιλώντας στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του 2019 (βλ. protagon 31/12/19 – Τι χρειάζεται η σύγχρονη δημοκρατία) κουλτούρα διαλόγου θα πει «να έχουμε συναίσθηση ότι μπορεί να βρεθούμε στη θέση να έχει δίκιο ο συνομιλητής μας» (εννοώντας προφανώς ότι πρέπει να μπορούμε να το αναγνωρίσουμε και μάλιστα, προσθέτω, να φθάσουμε στο σημείο να αλλάξουμε μία δική μας απόφαση αναγνωρίζοντας το σωστό στην άλλη πλευρά).
Τις τελευταίες ημέρες, λοιπόν, συνέβη ένα ενδιαφέρον σχετικό γεγονός με πρωταγωνιστή το 91χρονο και για πολλούς σημαντικότερο εν ζωή γερμανό φιλόσοφο (από τη δεύτερη γενιά της Σχολής της Φρανκφούρτης), τον Γιούργκεν Χάμπερμας, κύριο στοιχείο του έργου του οποίου αποτελούν ακριβώς αυτές οι έννοιες της δημοσιότητας και των συνθηκών του δημοκρατικού διαλόγου σε μία κοινωνία.
Πριν από λίγο καιρό, στο πλαίσιο της ερχόμενης διεθνούς έκθεσης βιβλίου του Αμπού Ντάμπι, πρωτεύουσας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ανακοινώθηκε ότι το ετήσιο βραβείο για την «Προσωπικότητα της Χρονιάς στον Πολιτισμό», που συνοδεύεται και από το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 225.000 ευρώ, θα απονεμηθεί στον Χάμπερμας, οποίος πέρσι εξέδωσε ένα ακόμη έργο του, το «Άλλη μία ιστορία της Φιλοσοφίας», πράγμα που ο φιλόσοφος αποδέχθηκε. Ο επικεφαλής της επιτροπής των βραβείων, ο διάδοχος του θρόνου Μπιν Ζαγιέντ, είχε συνοδεύσει την αναγγελία του βραβείου με αναφορές στην κοινή γλώσσα που συνδέει την «Αγάπη, την Ανοχή και τον Διάλογο μεταξύ των εθνών και των λαών».
Όμως, το πρωί της Κυριακής 2 Μαΐου (του δικού μας Πάσχα), ο Ντίτμαρ Πίπερ, συγγραφέας και από τους βασικούς αρθρογράφους του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, έγραψε στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού ένα επιτιμητικό άρθρο, επικρίνοντας τον Χάμπερμας, πως με την αποδοχή του βραβείου, ενισχύει ουσιαστικά την προπαγάνδα ενός ανελεύθερου καθεστώτος.
Ο Πίπερ υπενθύμισε πως πίσω από τις λαμπερές προσόψεις και τα υπερμοντέρνα κτίρια, μεταξύ των οποίων και ένα νέο Λούβρο, του Αμπού Ντάμπι, υπάρχει η πραγματικότητα ενός ανελεύθερου καθεστώτος όπου δεν υπάρχει δημοκρατία, οι πολιτικοί αντίπαλοι φυλακίζονται, οι γυναίκες καταπιέζονται και οι ξένοι εργάτες ζουν σε άθλιες συνθήκες. Μάλιστα, το 2015 το ίδιο βραβείο απονεμήθηκε στον Εμίρη του Ντουμπάι (το δεύτερο σε έκταση Αραβικό Εμιράτο) ο οποίος ναι μεν γράφει ποιήματα, αλλά δεν δίστασε, όταν η κόρη του Λατίφα προσπάθησε να φύγει από την πόλη με σκάφος, να στείλει κομάντος που την απήγαγαν και την κρατούν σε μία βίλα, πράγμα που διέρρευσε και προβλήθηκε στο BBC.
Επιπλέον, επικεφαλής της επιτροπής των βραβείων είναι ο διάδοχος του θρόνου και πρακτικά αυτός που κυβερνά το Εμιράτο, πράγμα που ενισχύει το επιχείρημα της σύνδεσης των βραβείων με την προπαγάνδα του καθεστώτος, όπου λέξεις όπως Αγάπη, Ανοχή και Διάλογος, δεν έχουν κανένα πρακτικό περιεχόμενο στην πραγματική ζωή των Εμιράτων.
Εχοντας παρουσιάσει ο Πίπερ την αντίθεση ανάμεσα στα όσα υποστηρίζει ο Χάμπερμας στα έργα του για τη συνέχεια του προτάγματος του Διαφωτισμού με την κατάσταση ανελευθερίας που επικρατεί στα Εμιράτα και με βάση την απόφαση του φιλόσοφου να αποδεχτεί το βραβείο, έκλεισε το άρθρο του με την παρατήρηση πως «όταν αντιπαρατίθεται η Εξουσία και το Πνεύμα, συνήθως νικάει η Εξουσία».
Όμως, λίγες ώρες αργότερα, την ίδια ημέρα, ο Χάμπερμας, έχοντας διαβάσει την κριτική ξανασκέφτηκε το ζήτημα και άλλαξε απόφαση, ανακοινώνοντας πως δεν θα δεχτεί το βραβείο, στέλνοντας στο Spiegel διορθωτική επιστολή, γράφοντας πως δεν είχε εκτιμήσει σε όλο της το εύρος την πολιτική σημασία που θα είχε η αποδοχή αυτού του βραβείου από μέρους του, λόγω της στενής σχέσης του οργανισμού που απένειμε το βραβείο με το καθεστώς της χώρας.
Η κίνηση αυτή έδειξε βέβαια πώς ο φιλόσοφος αντιλαμβάνεται το νόημα του διαλόγου, αποδεχόμενος κάποια επιχειρήματα που δεν είχε εκτιμήσει αρχικά και αλλάζοντας την απόφασή του, στο πνεύμα του ορισμού που παρέθεσα στην αρχή. Μάλιστα, ο Χάμπερμας έγραψε στο Spiegel, απαντώντας στην τελευταία φράση του Πίπερ, πως «συνήθως κερδίζει η Εξουσία, στην αντιπαράθεση πνεύματος και Εξουσίας, αλλά βραχυπρόθεσμα, ενώ στη μακρόχρονη διάρκεια πιστεύω ότι κερδίζει η διαφωτιστική δύναμη του κριτικού Λόγου, εφ’ όσον έρχεται στο φως της πολιτικής Δημοσιότητας».
Η σημασία του παραπάνω παραδείγματος βρίσκεται στο ότι ο Χάμπερμας δεν κατέφυγε στην συνηθισμένη πρακτική να πάρει το βραβείο προσπαθώντας ταυτόχρονα να απαντήσει στην κριτική χρησιμοποιώντας τον λόγο για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, όπως έχουμε δει να γίνεται τόσο συχνά, σηματοδοτώντας ουσιαστικά την υποχώρηση του Λόγου μπροστά στην εξουσία. Απεναντίας, με βάση λογική ανάλυση αντίθετη στη δική του, άλλαξε τη δική του απόφαση.
Επιπλέον, το παραπάνω συμβάν μού φαίνεται σημαντικό ως «θετικό αντιπαράδειγμα» για τη σύγχρονη πρακτική του διαλόγου στη δημοσιότητα: πόσες άραγε φορές μια καλά θεμελιωμένη κριτική που ακούστηκε στη Βουλή στάθηκε ικανή να αλλάξει ένα νομοσχέδιο; Πόσες φορές πάρθηκε πίσω μία ειλημμένη απόφαση, μετά από την επισήμανση των αδυναμιών της; Και δεν αναφέρομαι σε οποιαδήποτε κριτική, αλλά στην περίπτωση καλά θεμελιωμένης κριτικής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News