Μέρες που είναι, το ‘χω συνήθειο να στέκομαι λίγο και να μετράω τον αδυσώπητο χρόνο που επικάθεται στους ώμους μου, παρέα με τις αναμνήσεις του. Λυπητερό πράγμα, που ταιριάζει με το πνεύμα των ημερών. Και ανακαλύπτω πως πάνε πια είκοσι και παραπάνω χρόνια από τότε που ανακαλύψαμε έκπληκτοι ότι η μόδα για το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, μετά τον Επιτάφιο, ήταν να έχουμε κλείσει τραπέζι σε ακριβό ψαράδικο για να φάμε νηστίσιμους αστακούς και γαριδομακαρονάδες.
Η ξένοιαστη Ελλάδα, που ξόδευε τα εύκολα λεφτά της σε μπούρδες, απλωνόταν μπροστά μας, σαν φωτισμένο λούνα παρκ σε παιδικά μάτια. Εκείνες τις εποχές το σουβλιστό αρνί στο χωριό ήταν μπανάλ, όχι σαν σήμερα που ισοδυναμεί με ηρωική πράξη αντίστασης σε άνωθεν διαταγές των Χαρδαλιάδων και των Τσιοδραίων. Τότε θέλαμε Μυκόνους και Σαντορίνες, πεντάστερες ξενοδοχειάρες με spa σε ορεινούς προορισμούς και συχνά-πυκνά κάνα Μιλάνο ή Παρίσι, για να σπάει η ρουτίνα της καθημερινότητάς μας.
Τα Χριστούγεννα και οι Λαμπρές στην Αθήνα δεν μας έλεγαν τίποτα τότε, το χωριουδάκι με το οικογενειακό τραπέζι στην αυλή, όπου παρακάθονταν μπαρμπάδες και μακρινά ξαδέρφια, ήταν πολύ κακομοίρικο για τα γούστα μας. Δεν πολυπηγαίναμε εκεί, κι αν το κάναμε κατά περίπτωση, καταφθάναμε πάνω στα θηριώδη τζιπ μας, με την επίδειξη ζωγραφισμένη στα πρωτευουσιάνικα μούτρα μας.
Εκείνη την εποχή, μας καταπίεζε φρικτά ο περιορισμός κάθε καταναλωτικής υπερβολής μας, τη θεωρούσαμε ευθεία καταστρατήγηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας. Γι’ αυτό, αν συναντούσαμε καμιά πρόσκαιρη οικονομική δυσκολία, τη βαφτίζαμε «κρίση ρευστότητας» και τη θεραπεύαμε πάραυτα με ένα καταναλωτικό δανειάκι από τις τράπεζες, που ίσιωνε αμέσως τα πράγματα. Ωραίοι καιροί, πετούσαμε όλοι στους καθάριους ουρανούς της ευδαιμονίας, σαν ανέμελες μπεκάτσες που βγήκαν βόλτα στη μέση της κυνηγετικής περιόδου.
«Τι τα θυμάσαι τώρα;» θα μου πείτε, «από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι». Ναι, όλα άλλαξαν με τρόπο βίαιο και τραυματικό, αφήνοντας πληγές στην ψυχή μας, στο μυαλό μας και στο επίπεδο της ζωής μας. Από το 2010 και ως σήμερα, πρώτα μπήκαμε στην Εντατική ως οικονομικοί και κοινωνικοί πολυτραυματίες, ενώ μετά την αποθεραπεία μας βιώσαμε ομαδικώς τη σοφή κρητική παροιμία «μαθαίνουν κι οι αμάθητοι, ξεχνούν κι οι μαθημένοι». Πλην, η τυχερή και άμυαλη γενιά μας, που βίωσε στα νιάτα της τη διαρκή άνοδο του βιοτικού επιπέδου της και ως μεσοκαιρίτισσα το ξαφνικό τρακάρισμα με την καταστροφή, τέτοιες γιορτινές ημέρες δεν γίνεται να μην αναπολεί τα μυθικά χρόνια της, την περίοδο που περνούσε ζάχαρη.
Μπορεί τώρα να κάνουμε μαθήματα σοφίας στα παιδιά μας για τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, μπορεί να έχουμε μεταβληθεί σε όψιμους φιλόσοφους της ματαιότητας των υπερβολών που τότε κύκλωνε τη ζωή μας, αλλά βαθιά μέσα στα σπλάχνα μας συνεχίζει να μας βασανίζει ένα μισοσβησμένο κάρβουνο απογοήτευσης και απόγνωσης. Καθότι, με τα εξάμηνα να σωρεύονται αδυσώπητα στους ώμους μας, συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι δεύτερη ζωή δεν έχει, που έγραψε και ο Αλεπουδέλης. Οτι τελικά, σ’ αυτή την άτιμη ζωή, οι ευκαιρίες εμφανίζονται μια φορά.
Ημασταν μια πολύ τυχερή γενιά που καταξόδεψε τους πόρους και τα προσόντα της σαν σακουλάκι πασατέμπο σε θερινό σινεμά, ασυνείδητα, χαζά και δίχως να τα μετατρέψει σε λιθαράκι στο κτίσμα του μέλλοντος. Φτιάξαμε μόνο λίγες αναμνήσεις, τις οποίες μάλιστα δεν τολμούμε καν να ομολογήσουμε στο σημερινό πασχαλινό τραπέζι. Καθότι φοβόμαστε πως, πριν τελειώσουμε τη διήγηση, θα μας έχουν πάρει με τις πέτρες οι ζορισμένοι απόγονοί μας. Αξιζε τον κόπο λέτε;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News