Ηταν ο απόλυτος αιφνιδιασμός. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ, πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης, και ο Αντρέα Ανιέλι, ιδιοκτήτης της Γιουβέντους, μιλούσαν για «μικρές διαφορές (με την UEFA), που θα μπορούσαν να γεφυρωθούν». Ο πρόεδρος της UEFA δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα συνέβαινε την επόμενη μέρα, όταν ο Ανιέλι, που είναι και κουμπάρος του (ο Αλεξάντερ Τσέφεριν του έχει βαφτίσει την κόρη), το περασμένο Σάββατο τον διαβεβαίωνε ότι η «ελίτ» των ευρωπαϊκών συλλόγων βλέπει με καλό μάτι το νέο φορμάτ του Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλά μπροστά στις μπίζνες, οι φιλίες… πάνε περίπατο.
Οι «12» έριξαν τη… χειροβομβίδα τους βιαστικά. Προτού, καν, αποκτήσουν εταιρική υπόσταση. Ηθελαν να προλάβουν τις εξαγγελίες της UEFA. Ανακοίνωσαν τη δημιουργία της European Super League λίγο πριν σημάνουν μεσάνυχτα στην Ελλάδα. Αλλά ακόμη και η ώρα της ανακοίνωσης δεν ήταν τυχαία. Δείχνει το target group της νέας διοργάνωσης. Για τους Αμερικανούς ήταν απογευματάκι. Για τους Ασιάτες, ξημέρωνε η εβδομάδα. Ιδίως στις ΗΠΑ, τα media έδωσαν στην είδηση τη σημασία που της έπρεπε. Στην ουσία, εξαγόρασαν το Τσάμπιονς Λιγκ. Αφού απέτυχαν επί δεκαετίες να φτιάξουν ένα δικό τους πρωτάθλημα soccer υψηλού επιπέδου, το έκαναν εισαγωγή από την Ευρώπη, με τα δισεκατομμύρια της JP Morgan.
Το σχέδιο υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια. Ηδη από το 2009 ο Πέρεθ το είχε πει ξεκάθαρα: «Το μέλλον επιτάσσει τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής Super League, η οποία θα διασφαλίζει ότι οι κορυφαίοι θα ανταγωνίζονται με τους κορυφαίους. Αυτό δεν συμβαίνει στο Τσάμπιονς Λιγκ, όπου υπάρχουν πολλές αδύναμες ομάδες». Ο λόγος για τον οποίο βγήκε τώρα από το συρτάρι, είναι κάτι που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει: η πανδημία. Η περυσινή -τρίμηνη- αναγκαστική διακοπή της δράσης προκάλεσε στους 11 από τους 12 «αντάρτες» (η Λίβερπουλ δεν έχει ανακοινώσει τα οικονομικά της αποτελέσματα για το 2019-2020) συνολικές ζημίες 1,5 δισ. ευρώ, ενώ τα χρέη τους ξεπέρασαν, αθροιστικά, τα 7 δισ. ευρώ. Τα νούμερα για τη σεζόν 2020-2021 θα είναι ακόμη χειρότερα. Οι top σύλλογοι υπήρξαν, ανέκαθεν, άπληστοι, όμως αυτή τη φορά τους παρακίνησε το ένστικτο της επιβίωσης.
Ηταν πάνω από τις δυνάμεις τους, να απαρνηθούν το αμερικανοκίνητο πρότζεκτ των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα έσοδά τους θα τριπλασιαστούν, σε σχέση με τα χρήματα που εξασφάλιζαν από το Τσάμπιονς Λιγκ της UEFA. Μόνο για τη συμμετοχή του, κάθε ένα από τα ιδρυτικά club θα εισπράττει 180 εκατ. ευρώ ετησίως. Πολύ περισσότερα από τα 111 εκατομμύρια που απέφερε στη Λίβερπουλ η κατάκτηση του τροπαίου το 2019. Και -το κυριότερο- θα λάβουν, εφάπαξ, από 350 εκατ. ευρώ μόλις πέσουν οι υπογραφές. Εγγυημένο χρήμα, χωρίς να αγωνιούν κάθε φορά για το αν θα κερδίσουν μια θέση στο Τσάμπιονς Λιγκ από τα εθνικά τους πρωταθλήματα, όπως συμβαίνει σήμερα με τη Λίβερπουλ, τη Γιουβέντους, την Τσέλσι, την Τότεναμ, ή την Αρσεναλ.
Εγγυημένο χρήμα γιατί, όπως σημειώνει η Washington Post, στις ΗΠΑ που περηφανεύονται οτι αποτελούν το λίκνο του σύγχρονου καπιταλισμού, υπάρχει μια οικονομική δραστηριότητα στην οποία βασιλεύει ο σοσιαλισμός: τα επαγγελματικά σπορ. Και, μάλιστα, ο σοσιαλισμός του πλούτου. Οι ομάδες των κορυφαίων πρωταθλημάτων μοιράζονται τα εκατομμύρια της τηλεόρασης, των χορηγών, κ.λπ, ασχέτως με τις αγωνιστικές τους επιδόσεις. Οπως συμβαίνει στο NFL (αμερικάνικο φούτμπολ), ή στο ΝΒΑ, στην κλειστή European Super League η επιτυχία θα… τιμωρείται, και η κακοτυχία θα επιβραβεύεται. Αλλα ήθη, άλλα έθιμα. Στην Ευρώπη τα πλούτη τα φέρνουν οι θρίαμβοι, και τους επόμενους θριάμβους, τα πλούτη. Εδώ δεν νοείται αθλητισμός χωρίς προκρίσεις, προβιβασμούς και υποβιβασμούς. Χωρίς θριάμβους και δράματα. Στο αμερικανικό μοντέλο, αυτά δεν υπάρχουν. Εκεί τα σπορ είναι θέαμα και πατατάκια (ή μπέργκερς, χοτ-ντογκ και τα συναφή).
Οι βάσεις για τις σημερινές εξελίξεις είχαν μπει εδώ και 30 -και πλέον- χρόνια. Από τότε που οι πιο ισχυροί σύλλογοι, κατ’ αρχάς με τη μορφή των Media Partners και των G-14, εκβίαζαν για περισσότερα χρήματα και προνόμια. Το μοτίβο ήταν πάντοτε το ίδιο: εκείνοι απειλούσαν με απόσχιση, και η UEFA τους έκανε τα χατήρια. Ετσι, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τη ρομαντική του εποχή, όπου τα μαξιλαράκια στα γήπεδα ήταν από φελιζόλ, η Μίλαν μπορούσε να αποκλειστεί από τον πρώτο γύρο, η Στεάουα Βουκουρεστίου και η Φέγενορντ να σηκώσουν την Κούπα, ο Παναθηναϊκός και η Μάλμε να φτάσουν στον τελικό του Πρωταθλητριών, κι ο Ολυμπιακός μια ανάσα από τους ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ. Αργά αλλά σταθερά περάσαμε στην εποχή του «modern football», όπου το να πάρει τίτλο η Λέστερ θεωρείται «όγδοο θαύμα», και το να ξαναπάρει τίτλο η Λα Κορούνια, αδιανόητο.
Κάποτε, θυμούνται οι Financial Times, τα ευρωπαϊκά club δεν αντιμετωπίζονταν ως επιχειρήσεις. Η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Αγγλίας, για παράδειγμα, απαγόρευε στους ιδιοκτήτες τους να βγάζουν κέρδος από τις επενδύσεις τους σε αυτά. Ο στόχος ήταν, πρωτίστως, το καλό του αθλήματος. Ανισότητες υπήρχαν πάντα, όμως οι ευρωπαίοι φίλαθλοι ζούσαν επί δεκαετίες με την υπέροχη αίσθηση οτι ο πιο ταπεινός σύλλογος μπορούσε, θεωρητικά, να νικήσει τον πιο ισχυρό. Ωσπου η UEFA (και η Premier League) άρχισε να υποκύπτει στις απαιτήσεις των μεγάλων συλλόγων. Στη λογική ότι εκείνοι αποτελούν τα φημισμένα brands που φέρνουν τις χορηγίες και γεμίζουν τα γήπεδα. Επειτα εμφανίστηκαν και οι μεγιστάνες επενδυτές: ρώσοι ολιγάρχες, αραβικά fund και αμερικανοί δισεκατομμυριούχοι.
Τι θα πει, όμως, «μεγάλος σύλλογος», όπως πολύ σωστά αναρωτήθηκε ο πρόεδρος της UEFA; Η Γιουνάιτεντ, που θεωρείται «γίγαντας» σήμερα, πριν από τον Φέργκιουσον δεν ήταν. Από τα 12 ιδρυτικά μέλη της ESL, τέσσερα δεν έχουν κατακτήσει ούτε μια φορά την «κούπα με τα μεγάλα αυτιά». Πέντε από αυτά δεν βρήκαν θέση στο εφετινό Τσάμπιονς Λιγκ, κι άλλα δύο αποκλείστηκαν στους ομίλους. Γιατί η Τότεναμ, που μετράει μόνο δύο τίτλους στην Premier (με τον πιο πρόσφατο να έχει κατακτηθεί το 1961), κι όχι η δις πρωταθλήτρια Ευρώπης, Νότιγχαμ Φόρεστ; Γιατί η Σίτι, με ένα Κύπελλο Κυπελλούχων όλο κι όλο, και όχι ο Αγιαξ των τριών Πρωταθλητριών; Γιατί η Αρσεναλ της μιας Κούπας; – μια έχει και η Αστον Βίλα. Γιατί η Ατλέτικο Μαδρίτης; Επειδή διαθέτουν μεγάλα, ολοκαίνουργα γήπεδα και είναι πολύ προχωρημένες στο μάρκετινγκ. Μόνον η προοπτική των εσόδων ενδιαφέρει, πλέον.
Και όλοι οι υπόλοιποι, τι θα απογίνουν; Ζούσαν με τα λίγα, τώρα πρέπει να συνηθίσουν στα ελάχιστα. Τα έσοδα του Τσάμπιονς Λιγκ θα γκρεμιστούν, αφού 99 ευρωπαϊκά τρόπαια -τόσα αντιπροσωπεύουν οι «12»- θα παίζουν αλλού. Τα εθνικά πρωταθλήματα θα απαξιωθούν, ακόμη κι αν οι αποστάτες συνεχίσουν να αγωνίζονται σε αυτά. Η Premier, για παράδειγμα, θα έχει πολύ μικρότερο ενδιαφέρον τώρα, με τις έξι top ομάδες να αναμετρώνται όλο το χρόνο στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση. Ακόμη και τα τουρνουά των εθνικών ομάδων, το Euro και το Μουντιάλ, μπορεί να επηρεαστούν, αν το καλεντάρι της ESL δεν επιτρέπει στους διεθνείς παίκτες της να ενισχύσουν τις χώρες τους.
Το ποδόσφαιρο οδηγείται σε μια διάσπαση που, μέχρι σήμερα, είχε καταφέρει να αποφύγει με πολύ κόπο. Και θα είναι χειρότερη από αυτή που προκάλεσε η Euroleague του Μπερτομέου. Εκείνη, τουλάχιστον, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού μπασκετικού χάρτη. Ενώ στην ESL εκπροσωπούνται, μέχρι στιγμής, μόλις τρεις από τις 56 χώρες – μέλη της UEFA.
Πολλοί ελπίζουν οτι τη λύση θα δώσουν οι οργανωμένοι οπαδοί, που τάχθηκαν αναφανδόν εναντίον της νέας διοργάνωσης. Ο Guardian δεν είναι τόσο αισιόδοξος. Οπως σημειώνει, υπάρχουν εκατοντάδες εκατομμύρια φιλάθλων που δεν είναι ιστορικά δεμένοι με συγκεκριμένους συλλόγους. Τα αμερικανόπουλα, τα παιδιά του Μιλένιουμ ακόμη και στην Ευρώπη, δεν πρόλαβαν να μάθουν τι σήμαινε το Λίβερπουλ – Εβερτον, ή το Γιουβέντους – Νάπολι, και δεν θα τους λείψουν. Ακούγεται «τρελό» στους καταναλωτές του «αύριο», το να κρατάς τους top συλλόγους μακριά, τον έναν από τον άλλον, για χάρη της παράδοσης. Σαν να τους λες οτι η ταινία «Γκοτζίλα εναντίον Κονγκ» δεν θα γυριστεί, επειδή πρέπει να συνεχίσουν να παλεύουν με τα άλλα, μικρότερα τερατάκια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News