Προς το παρόν το μεγαλύτερο πλήγμα το έχει δεχτεί η H&M. Ωστόσο στο πλαίσιο αυτού του ιδιότυπου πολέμου του βαμβακιού που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στην Κίνα και την παγκόσμια βιομηχανία της ένδυσης, ενδέχεται να πληγούν και άλλες κορυφαίες πολυεθνικές της Δύσης.
Η σουηδική εταιρεία βρέθηκε στο στόχαστρο του Πεκίνου εξαιτίας ενός δελτίου Τύπου μέσω του οποίου εξέφρασε την έντονη ανησυχία της για αναφορές περί καταναγκαστικής εργασίας στην επαρχία Σιντζιάνγκ της Κίνας, όπου παράγεται το 80% του ακατέργαστου κινεζικού βαμβακιού και η πλειονότητα των πολιτών είναι Ουιγούροι, τους οποίους, σύμφωνα με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, το Πεκίνο διώκει συστηματικά. Το ανακοινωθέν της H&M αναρτήθηκε πέρυσι στον ιστότοπο της εταιρείας, αλλά στην Κίνα εντοπίστηκε πρόσφατα και αναρτήθηκε στο Weibo, το κινεζικό Twitter, τον προηγούμενο μήνα.
Ξαφνικά η δημοφιλής μάρκα ειδών ρουχισμού χαμηλού κόστους εξαφανίστηκε από τις μεγαλύτερες κινεζικές πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου ενώ τα περισσότερα από 500 καταστήματα της αλυσίδας που λειτουργούν στις κινεζικές μητροπόλεις δεν εμφανίζονται στις αντίστοιχες με την Google Maps κινεζικές εφαρμογές. Μέχρι και ο Σύνδεσμος Κομμουνιστικής Νεολαίας – αναφέρει η Corriere della Sera – παρενέβη, απευθύνοντας έκκληση στα 90 εκατομμύρια μέλη του να «αντιδράσουν στην εκστρατεία παραπληροφόρησης που εξαπέλυσε η Δύση όσον αφορά την Σιντζιάνγκ».
Μέσα σε λίγες ημέρες το ζήτημα διεθνοποιήθηκε και οι μεγάλες πολυεθνικές της Δύσης βρέθηκαν εν μέσω διασταυρούμενων πυρών και πλέον καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα υψηλά έσοδα από την τεράστια κινεζική αγορά, όπως εξηγούν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times.
Εκκληση για μποϊκοτάζ
Το Πεκίνο πέρασε στην αντεπίθεση, απευθύνοντας μέσω των κρατικών ΜΜΕ έκκληση για μποϊκοτάζ κορυφαίων εταιρειών όπως η Hennes & Mauritz, η Nike, η Adidas, η Burberry, η Uniqlo και η Zara, μία ημέρα αφότου η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και ο Καναδάς επέβαλαν συντονισμένες κυρώσεις σε αξιωματούχους της Σιντζιάνγκ για τον ρόλο τους στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αρνούμενη, φυσικά τις σοβαρές αιτιάσεις της Δύσης (οι ΗΠΑ μιλούν επίσημα για «γενοκτονία») η κινεζική ηγεσία ζητάει από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της βιομηχανίας της ένδυσης να αποστασιοποιηθούν από τις κατηγορίες περί καταναγκαστικής εργασίας των Ουιγούρων στις βαμβακοφυτείες της Σιντζιάνγκ.
Oμως σε αντίθεση με το παρελθόν που πολλές πολυεθνικές συμμορφώνονταν με τα όποια εθνικιστικά κινεζικά αιτήματα, σήμερα εμφανίζονται απρόθυμες να ενδώσουν στις κινεζικές πιέσεις. Κυρίως γιατί, εξηγούν οι Financial Times, σε αυτήν την περίπτωση θα αντιδράσουν οργισμένα στη Δύση όλοι όσοι επιδιώκουν να λογοδοτήσει το Πεκίνο για όλα όσα απάνθρωπα φέρεται ότι λαμβάνουν χώρα στην Σιντζιάνγκ, περιλαμβανομένων και των καταναγκαστικών έργων.
Μιλώντας στην βρετανική εφημερίδα η Σουζάνα Πους, αναλύτρια της ελβετικής επενδυτικής τράπεζας UBS, επισήμανε πως αυτήν τη φορά η έκκληση για μποϊκοτάζ είναι πολύ πιο σοβαρή σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις καθώς οι πολυεθνικές της Δύσης ενεπλάκησαν σε ένα ζήτημα που είναι αμιγώς πολιτικό.
Η ΜΚΟ και τα κάτεργα
«Εάν μία φίρμα υποπέσει σε ένα επικοινωνιακό λάθος μπορεί να απολογηθεί και επανορθώσει. Στην προκειμένη περίπτωση, προσπαθώντας να διορθώσουν την κατάσταση, ενδέχεται να κάνουν ζημιά», εξήγησε, επισημαίνοντας πως όσον αφορά την προμήθεια βαμβακιού κορυφαίες δυτικές εταιρείες έχουν δεσμευτεί να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές της Better Cotton Initiative, μίας διεθνούς ΜΚΟ που προασπίζεται το θεμιτό εμπόριο (fair trade) βαμβακιού με περισσότερα από 2.000 μέλη.
Εννοείται πως το Πεκίνο άσκησε δριμεία κριτική στην ΜΚΟ που εδρεύει στη Γενεύη, κατηγορώντας την πως αμαυρώνει την Σιντζιάνγκ και το βαμβάκι της. Πέρυσι η οργάνωση σταμάτησε να εγκρίνει την προμήθεια βαμβακιού από τη συγκεκριμένη κινεζική επαρχία επικαλούμενη εμπεριστατωμένους ισχυρισμούς περί καταναγκαστικής εργασίας και συστηματικής καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μάλιστα την προηγούμενη εβδομάδα το κρατικό κινεζικό τηλεοπτικό δίκτυο CCTV μετέδωσε συνέντευξη των εκπροσώπων της Better Cotton Initiative στη Σαγκάη, στην οποία κατηγορούν τα κεντρικά γραφεία της οργάνωσης ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές εκθέσεις τους στις οποίες δηλώνεται ρητά ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τις καταγγελίες περί καταναγκαστικής εργασίας των Ουιγούρων σε βαμβακοφυτείες.
Μετά τη σχετική οδηγία της ΜΚΟ για το βαμβάκι της Σιντζιάνγκ, αρκετές εταιρείες έσπευσαν να προσαρμόσουν ανάλογα την προμηθευτική τους αλυσίδα. Σήμερα, ωστόσο, βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο με το Πεκίνο αξιώνει να απολογηθούν, απειλώντας τες με αποκλεισμό από την κινεζική αγορά.
Σε σύγχηση η Hugo Boss
Ενδεικτικό της σύγχυσης που επικρατεί είναι το γεγονός πως κάποιες φίρμες εξέδωσαν αντιφατικές δηλώσεις στα αγγλικά και στα κινεζικά. Η Hugo Boss, για παράδειγμα, την προηγούμενη εβδομάδα δήλωσε στο Weibo (το κινεζικό Twitter) πως θα συνεχίσει να «προμηθεύεται και να στηρίζει» το βαμβάκι της Σιντζιάνγκ ενώ στον επίσημο ιστότοπό της η εταιρεία ανέφερε πως δεν συνεργάζεται με προμηθευτές που εμπορεύονται βαμβάκι από την επίμαχη κινεζική επαρχία. Στη συνέχεια η ανάρτηση από το Weibo διαγράφηκε με τον γερμανικό οίκο μόδας να επισημαίνει ότι δεν ήταν εγκεκριμένη.
Οσον αφορά την εξέλιξη της αντιπαράθεσης, αποτελεί γεγονός πως σε θέση ισχύος βρίσκεται το Πεκίνο, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη πως σε αντίθεση με την Κίνα, η ζήτηση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ παραμένει περιορισμένη λόγω της πανδημίας. «Η Κίνα διαχειρίζεται την οικονομία της όπως επιθυμεί και δεν πρόκειται να ανεχθεί να στρέφεται η προσοχή σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αναγκάζει τις φίρμες να επιλέξουν ανάμεσα στην κοινωνική ευθύνη και τις πωλήσεις σε μία από τις μεγαλύτερες καταναλωτικές αγορές του κόσμου. Η σιωπηρή μεταχείριση της H&M αποτελεί μόνον την αρχή αυτής της δοκιμασίας», προειδοποιούν οι Financial Times.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News