Τις ημέρες που διανύουμε συμπληρώνονται αισίως διακόσια χρόνια από τη διακήρυξη της ελληνικής επανάστασης. Μιας επανάστασης που πιστοποίησε την άρνηση ενός έθνους να εκχωρήσει την ιστορία και τον πολιτισμό του και την απόφασή του να διεκδικήσει μέχρι τέλους το δικαίωμα να ορίζει ξανά τις τύχες του. Δύο αιώνες μετά, το ελληνικό κράτος βάζει τα γιορτινά του κι ετοιμάζεται να γιορτάσει περήφανα την ελευθερία και την ακεραιότητά του, όντας πιο υποδουλωμένο από ποτέ. Σε μια παγκόσμια κοινότητα που αλλάζει κι εξελίσσεται διαρκώς, η έννοια του κράτους έχει πλέον απωλέσει πάλαι ποτέ σταθερές της, όπως το κοινό ιδίωμα, το κοινό θρήσκευμα, τα κοινά ήθη κι έθιμα, η νομοθετική και διοικητική ομοιογένεια.
Αντ’ αυτού, εντοπίζουμε σήμερα διαφορετικά μοντέλα κράτους να ευημερούν, χαρακτηριζόμενα από την υπάρξη ενός μωσαϊκού γλωσσών και θρησκευμάτων (πχ Καναδάς, Βέλγιο, Ελβετία). Παράλληλα, ανεξαρτήτως μεγέθους, πολλά κράτη που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία παρουσιάζουν ένα περαιτέρω διαχωρισμό σε αυτοδιοικούμενες οντότητες, που άλλοτε ονομάζονται κρατίδια (Γερμανία), άλλοτε καντόνια (Ελβετία) κι άλλοτε πολιτείες (ΗΠΑ). Με τις σταθερές αυτές να έχουν πλέον μεταλλαχθεί σε μεταβλητές, κοινό γνώρισμα των κρατών αυτών δεν είναι άλλο από την οικονομική αυτάρκεια και σταθερότητα.
Η «ελεύθερη» Ελλάδα, βρίσκει εαυτόν άμεσα εξαρτημένο από τις βουλές και τα καμώματα μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει πλέον πλήρως απομυθοποιηθεί. Ενδεδυμένη το μανδύα ενός φορέα ιδεολογικής σύμπνοιας, αλληλεγγύης και συνεννόησης, η τελευταία δείχνει να λειτουργεί με σκοπό την περαιτέρω οικονομική εδραίωση κυρίως της Γερμανίας. Τι να σκέφτονταν άραγε οι Γερμανοί του περασμένου αιώνα αν έβλεπαν πως τελικά δε χρειαζόταν να ανοίξει ούτε ρουθούνι για την ανάδειξη της χώρας τους σε παγκόσμιο ηγέτη και ρυθμιστή και μάλιστα με τρόπο καθ’ όλα δημοκρατικό;
Κι αν η προκλητική ανοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στον παράφρονα επεκτατισμό του Ερντογάν κατέδειξε τους κινδύνους που αυτή κρύβει για την Ελλάδα συγκεκριμένα, η παταγώδης αποτυχία της στο να προπορευτεί στους εμβολιασμούς κατά του κορονοϊού αποκάλυψε το μέγεθος του κινδύνου που αυτό το μόρφωμα αντιπροσωπεύει για το σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών. Εξαρτώμενη πλήρως από δηλώσεις και νεύματα ισχυρών ευρωπαϊκών «φωνών», η Ελλάδα γιορτάζει σήμερα μια ελευθερία μερική, παρωχημένη κι εύθραυστη.
Κι όμως, η προ δύο αιώνων επανάσταση μας δίδαξε μεταξύ άλλων πως οι ηρωικές έξοδοι δεν στέφονται με επιτυχία. Η Ελλάδα, αν θέλει να θεωρεί εαυτόν στυλοβάτη και θεμελιωτή μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να ηγηθεί της σταδιακής αναμόρφωσής της. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι να ανοικοδομήσει την αξιοπιστία της, «ολοκληρώνοντας» την ελευθερία της με οικονομική αυτάρκεια.
Αν προδόθηκε προ δεκαετίας από τους ίδιους της τους πολιτικούς ηγέτες που, ελαφρά τη καρδία, παραχώρησαν τα κλειδιά της οικονομικής της διαχείρισης σε ξένες δυνάμεις, η Ελλάδα καλείται τώρα να κινηθεί με αποκλειστικό γνώμονα την οικονομική της ανεξαρτησία, χωρίς αυτό να σημαίνει ρήξη με την Ευρώπη. Πώς θα το πετύχει αυτό; Με τη χάραξη μιας σταθερής πολιτικής που θα αντικαθιστά την αθρόα εισαγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με την εισαγωγή και καλλιέργεια της απαραίτητης τεχνογνωσίας που δύναται σταδιακά να τα αναπληρώσει με ισοδύναμα ελληνικής προελεύσεως. Κι επειδή οι πόροι για την υλοποίηση ενός τόσο φιλόδοξου και μακρόπνοου πονήματος δεν μπορούν παρά να προέλθουν απ’ έξω, η Ελλάδα καλείται για τα επόμενα χρόνια να μεταμορφωθεί από μαύρο πρόβατο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον καλύτερο μαθητή. Οφείλει να ακολουθήσει το παράδειγμα ευρωπαϊκών χωρών που, ναι μεν κατέφυγαν στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης για την οικονομική τους διάσωση, αλλά κατάφεραν να αποδεσμευτούν με θαυμαστή ταχύτητα λόγω υποδειγματικής εφαρμογής των όσων τους ζητήθηκαν.
Είναι καιρός να αφήσουμε το παιχνίδι εντυπώσεων και να χτίσουμε ένα πραγματικά στιβαρό οικονομικό προφίλ. Ως Έλληνες όμως διαχρονικά μένουμε μετεξεταστέοι στο να θέσουμε το κοινό καλό κάτω από την υπερηφάνεια και τα προσωπικά μας συμφέροντα και να εργαστούμε μεθοδικά προς ένα κοινό καλό. Ίσως αυτό να πρέπει να μας προβληματίσει παραπάνω στα επόμενα διακόσια χρόνια.
* Ο Νικηφόρος Καπετανάκης είναι βιολόγος και ζει στην Ζυρίχη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News