Πολύ πριν φορέσει Prada, ο Διάβολος φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο, όπως η Τζόζεφιν Ρέντινγκ, η πρώτη εκδότρια της Vogue, και δεν το αποχωριζόταν ούτε όταν ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. Και υποχρέωνε όλες τις εργαζόνενες στο περιοδικό να φορούν όχι μόνο καπέλο, αλλά και μαύρες μεταξωτές κάλτσες και λευκά γάντια, όπως η Εντνα Γούλμαν Τσέιζ: ήταν η βασίλισσα της Νέας Υόρκης από το 1914 έως το 1952, η οποία, μάλιστα, όταν πληροφορήθηκε ότι μια από τις υφιστάμενές της αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει πηδώντας στις γραμμές του μετρό, την επέπληξε λέγοντας «Εμείς στη Vogue δεν πέφτουμε στις γραμμές του τρένου, αγαπητή μου. Αν χρειαστεί, παίρνουμε υπνωτικά χάπια»…
Στο νέο βιβλίο της «Glossy: The Inside Story of Vogue», η Νίνα-Σοφία Μιράλες, συγγραφέας και συντάκτρια μόδας (αλλά όχι της Vogue) γράφει για τις γυναίκες (και περιστασιακά για κάποιους άνδρες), που ήταν (και είναι) τα κεντρικά πρόσωπα του πιο ισχυρού περιοδικού μόδας στον κόσμο. Ο Condé Nast, εξάλλου, ο εκδοτικός οίκος, στον οποίο ανήκουν οι διεθνείς εκδόσεις του περιοδικού, έχει από καιρό καταλάβει ότι οι συντάκτες του σε κάποιο βαθμό είναι τα περιοδικά του. Και στα στελέχη του δεν θα προσφέρει απλά έναν μισθό, αλλά έναν τρόπο ζωής, γράφει η Ανα Μέρφι στους The Times, παρουσιάζοντας το βιβλίο της Μιράλες.
Την δεκαετία του 1990, πριν αρχίσουν τα οικονομικά προβλήματα των εντύπων από την άνοδο του ψηφιακού περιεχομένου, τα στελέχη του Condé Nast είχαν εξαψήφιους μισθούς και προνόμια που περιλάμβαναν άτοκα δάνεια και επίδομα ένδυσης έως και 50.000 δολάρια (42.000 ευρώ) τον χρόνο. Και όταν η Αννα Γουίντουρ -με το παροιμιώδες χτένισμα και την εξίσου παροιμιώδη ψυχρότητα- ήταν διευθύντρια της βρετανικής Vogue στο Λονδίνο, πηγαινοερχόταν στη Νέα Υόρκη με το Concorde για να βλέπει τον τότε σύζυγό της με τα εισιτήρια πληρωμένα από την εταιρεία. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η βασιλική μεταχείριση των στελεχών μπορεί να τους κάνει να σκέφτονται ότι είναι ηγεμόνες και να συμπεριφέρονται ανάλογα.
Η Γουίντουρ -ο υποτιθέμενος «Διάβολος» της κομεντί και του ομότιτλου βιβλίου, που έγραψε η Λόρεν Γουεϊσμπέργκερ, πρώην δεξί της χέρι-, θεωρείται η πιο ισχυρή προσωπικότητα στον κόσμο της μόδας. Και αυτό έκανε την Μιράλες να αποκαλύψει, μετά από εξονυχιστική έρευνα, μερικά συναρπαστικά γεγονότα από το παρελθόν της.
Η κόρη του αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Evening Standard», Τσαρλς Γούιντουρ, γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1949. Οι συμμαθήτριές της -στα ακριβά σχολεία θηλέων – είπαν ότι ήταν «ανυπόφορη και προκλητική». Ηταν επίσης επιρρεπής στο να «κοροϊδεύει τους υπέρβαρους και τις δασκάλες που ήταν ανύπαντρες ή χήρες», «δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για οτιδήποτε ακαδημαϊκό», «έκανε μηδενική προσπάθεια στις σχέσεις της με τις συμμαθήτριές της και όποτε μπορούσε δεν πήγαινε στα μαθήματα». Μέχρι που παράτησε εντελώς το σχολείο στην εφηβεία της.
Εχει το ίδιο κούρεμα από τα 15 της, όπως και την εμμονή να παρακολουθεί συνεχώς το βάρος της, και στα 21 της έγινε πλούσια χάρη σε δύο κληρονομιές. Τα γυαλιά ηλίου μπήκαν στο παιχνίδι κατά τη διάρκεια της πρώτης δουλειάς της όταν έγινε βοηθός μόδας στο περιοδικό Harper’s & Queen. Τότε καλλιέργησε και μια αντιπαθητική περσόνα, που οι συνάδελφοί της απέρριπταν ως «αυταρχική και γελοία». «Αρνήθηκε», γράφει η Μιράλες, «να μιλήσει ή να κάνει παρέα με την ομάδα της μετά τη δουλειά. Υπήρχαν αναφορές ορισμένων κατώτερων υπαλλήλων, που αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τη συστηματική κακία της Γουίντουρ»
Επαγγελματικά μιλώντας, -για κάποια με τις δικές της διασυνδέσεις και τη φιλοδοξία της- η Γουίντουρ ακολούθησε μια εντυπωσιακά ανώμαλη πορεία: έφυγε από το Harper’s & Queen, υποτίθεται λόγω ματαιωμένης φιλοδοξίας, απολύθηκε από το αμερικανικό Harper’s Bazaar επειδή ήταν «ασυμβίβαστη» και -μεταξύ άλλων- εργάστηκε για τον Μπομπ Γκουτσιόνε, εκδότη του Penthouse, στο Viva, ένα περιοδικό που είχε σχεδιαστεί ως το Penthouse για τις γυναίκες.
Και κατέληξε στη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Condé Nast, εκδότη της Vogue διεθνώς. Ωστόσο, τσακώθηκε με την Γκρέις Μιραμπέλα, εκδότρια της αμερικανικής Vogue, και της απαγορεύτηκε ακόμα και να πλησιάσει στις αγαπημένες της σελίδες μόδας. Οι αναφορές από εκείνη την εποχή διαφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε αυτό το «οδόφραγμα». Μερικοί τη θυμούνται να κλαίει ή να ξεσπάει στο τηλέφωνο μιλώντας στον μελλοντικό πρώτο της σύζυγο, έναν παιδοψυχολόγο που «συμπεριφερόταν περισσότερο σαν προσωπικός της σύμβουλος παρά σαν εραστής». Αλλοι, πάλι, την περιγράφουν ως τύραννο που αντικατέστησε όλους τους τοίχους του γραφείου της με γυαλί, ώστε κανείς να μην μπορεί να της κρυφτεί.
Το 1985 η Αννα Γουίντουρ ανέλαβε επιτέλους την πρώτη της πολυπόθητη θέση στην διεύθυνση της βρετανικής Vogue -ή «Brogue»- όπου, σύμφωνα με έναν υπάλληλο εκείνη την εποχή, «η λύση της στα περισσότερα προβλήματα ήταν, “Μμμ, ας πιούμε ένα φλιτζάνι τσάι”». Τότε κάποιοι εργαζόμενοι απολύθηκαν, ενώ άλλοι παραιτήθηκαν. Η Λιζ Τίλμπερις, που επρόκειτο να την αντικαταστήσει και, αργότερα, να γίνει αντίπαλός της στη Νέα Υόρκη, ισχυρίστηκε ότι η συμπεριφορά της προϊσταμένης της ήταν τόσο «δυσάρεστη που άρχισα να έχω κρίσεις άσθματος σε συναντήσεις προσωπικού».
Δύο χρόνια αργότερα – δυστυχής από το γεγονός ότι ο νυν σύζυγός της βρισκόταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού- επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να διευθύνει το House & Garden, το οποίο μετά από οκτώ μήνες έκλεισε τελικά. Και αυτό κατά πολύ περίεργο τρόπο την οδήγησε επιτέλους στην αμερικανική Vogue, όπου βρίσκεται έκτοτε.
Η Μιράλες σκιαγραφεί τον βρετανικό ανταγωνισμό στο Harper’s Bazaar -Γουίντουρ εναντίον Τίλμπερις- που για χρόνια διασκέδαζε τη Νέα Υόρκη, πριν την εμφάνιση μιας άλλης Αγγλίδας, της Τίνα Μπράουν, η οποία θα γινόταν η «βασίλισσα» του Vanity Fair. Το 1993 μάλιστα δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Πώς οι αμερικανικές εκδόσεις έχουν καταληφθεί από ανθρώπους με γοητευτική προφορά και άσχημα δόντια». Στην ουσία η Τίλμπερις –η οποία θα πέθαινε αργότερα από καρκίνο- άρεσε σε όλους και η Γουίντουρ ήταν εκείνη που όλοι φοβόντουσαν.
Πρόσφατα το περιοδικό της δέχτηκε κοροϊδευτικά σχόλια και επικρίσεις για την κριτική που άσκησε στην «Daily Mail» υποστηρίζοντας ότι το 2017 η βρετανική εφημερίδα είχε χρησιμοποιήσει ρατσιστικά τη λέξη «niggling» σε έναν τίτλο της για την Μέγκαν Μαρκλ. Εδώ γελάνε. Είναι εύκολο βέβαια να υποθέσει κανείς όλο αυτό πηγάζει από την πίεση που έχει υποστεί η ίδια η Γουίντουρ από το κίνημα του Black Lives Matter. Πέρυσι, αναγκάστηκε να στείλει ένα e-mail στο προσωπικό, με το οποίο ζητούσε συγνώμη για ιστορίες από το παρελθόν που ήταν «οδυνηρές και μη ανεκτικές», και ότι δεν έκανε αρκετά για να στηρίξει τα μαύρα μέλη του προσωπικού. Το πρώην δεξί της χέρι, εξάλλου, δεν της χαρίστηκε. Ο Αφροαμερικανός Αντρέ Λεόν Τάλεϊ, στα απομνημονεύματά του «The Chiffon Trenches: A Memoir», που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, την περιγράφει ως «κυρία της αποικιοκρατίας. Δεν νομίζω ότι θα επιτρέψει ποτέ σε οτιδήποτε να σταθεί εμπόδιο το λευκό προνόμιο της».
Ωστόσο είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η άσκηση εξουσίας με υπερβολικά αυταρχικό τρόπο αποτελεί παράδοση της Vogue την οποία η Γουίντουρ απλά συνέχισε. Η Νταϊάνα Βρίλαντ, η υπερδύναμη στη βιομηχανία της μόδας, υπεύθυνη για την αμερικανική έκδοση από το 1963 έως το 1971, ήταν τόσο αδιανόητη όσο και εμπνευσμένη. Εδινε τις πρώτες εντολές της στο προσωπικό από την μπανιέρα της και έφτανε στο γραφείο της το μεσημέρι με διάθεση Ρωμαίου μονομάχου.
«Οι έλεγχοι της Βρίλαντ συχνά ήταν σαν να ταΐζεις λιοντάρια με αρνιά», έχει πει η Μιραμπέλα, η οποία τελικά την αντικατέστησε. «Περισσότεροι από ένας συντάκτες απειλούσαν ότι θα πηδήξουν από το παράθυρο… Γραμματείς εγκατέλειπαν αριστερά και δεξιά… Ακουγα κραυγές όλη την ώρα από τον θάλαμο». Η αιματοχυσία σταματούσε μόνο όσο κρατούσε το μεσημεριανό της γεύμα, ένα σάντουιτς με φυστικοβούτυρο, μισό μπολ με λιωμένο παγωτό και την ένεση με βιταμίνες που έκανε στη Βρίλαντ η νοσοκόμα της.
Αυτή η γυναίκα κατέχει το ρεκόρ για την ανάθεση της πιο ακριβής φωτογράφισης στην ιστορία της μόδας: το 1966, πέντε εβδομάδες σε ένα βουνό στην Ιαπωνία με το μοντέλο Βερούσκα και 15 μπαούλα με ρούχα, με κόστος, σε σημερινά χρήματα, 7,5 εκατ. δολάρια (6,3 εκατ. ευρώ).
Μια άλλη αξέχαστη φιγούρα στο βιβλίο της Μιράλες είναι η Ντόροθι Τοντ, διευθύντρια της βρετανικής έκδοσης τη δεκαετία του 1920, η οποία ήταν ανοιχτά λεσβία μια εποχή, που η γυναικεία ομοφυλοφιλία δεν αναγνωριζόταν καν από τον νόμο. Η δική της Vogue -τα γραφεία και οι σελίδες του περιοδικού- ήταν γεμάτη από ανθρώπους, οι οποίοι αποτελούσαν μέρος αυτού που η συγγραφέας περιγράφει ως «σεξουαλική υποκουλτούρα» της εποχής της. Στο περιοδικό δούλευε τότε και η ανιψιά του Οσκαρ Γουάιλντ, Ντόλι, η οποία είχε μακροχρόνια λεσβιακή σχέση και επίσης ήταν εξαρτημένη από την ηρωίνη.
Η Βιρτζίνια Γουλφ είπε κάποτε ότι θα δημοσίευε τα απομνημονεύματα της Τοντ, αλλά αργότερα παραιτήθηκε λόγω της «άθλιας» ιδιωτικής της ζωής. Μετά τη Vogue, η Τοντ εξαθλιώθηκε εντελώς από τη φτώχεια και τον χρόνιο αλκοολισμό, παρόλα αυτά -όχι πολύ καιρό πριν πεθάνει σε ηλικία 83 ετών- κατάφερε να αποπλανήσει μια νεαρή Ιταλίδα και να την πάρει από τον σύζυγό της.
Αξέχαστη έχει μείνει και η ιρλανδέζα Κάρμελ Σνόου, εκδότρια της αμερικανικής έκδοσης του Harper’s Bazaar για τα γεύματά της με τρία μαρτίνι, και ο ακάματος Χάρι Γιόξαλ ιδρυτής της βρετανικής Vogue, ο οποίος, όταν τα γραφεία βομβαρδίστηκαν από τα γερμανικά μαχητικά κατά τη διάρκεια του Blitz, μετέφερε την επιχείρηση στο σπίτι του στο Ρίτσμοντ. Ο Ιβα Πάτκεβιτς, πρόεδρος του Condé Nast κάποια περίοδο, είχε πάντα στην τσέπη του έναν χρυσό αναδευτήρα ποτών του Cartier για να αφαιρεί τις υπερβολικές φυσαλίδες από τη σαμπάνια… Τέλος ο Κριστιάν Μπεράρντ, ένας καλλιτέχνης με τις διαστάσεις του Γαργαντούα, που είχε προσλάβει η γαλλική Vogue -ή «Frogue»- τη δεκαετία του 1930, βουτηγμένος στο όπιο και το αλκοόλ, ήταν μόνιμος θαμώνας μπορντέλων, από όπου έπρεπε να τον σέρνουν στο γραφείο για να δουλέψει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News