Στην πινακοθήκη του Γούστερ στη Βρετανία ένα υπέροχο κιμονό με μεγάλα οκτάγωνα μοτίβα σε μια πλούσια γκάμα αποχρώσεων του φλογερού κόκκινου, του τρυφερού πράσινου και του απαλού κίτρινου, μαγεύει το βλέμμα. Το «Worcester Wedding Kimono» με τα στυλιζαρισμένα φύλλα σφενδάμου, εμπνευσμένα από το τοπίο της περιοχής σε διαφορετικές εποχές, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας έκθεσης με τίτλο «The Kimono in Print: 300 years of Japanese Design», που αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους συναντιούνται η μόδα και η χαρακτική στην Ιαπωνία, και μπορεί να τη δει κανείς μέχρι τις 2 Μαΐου.
Δεν προοριζόταν όμως για τη συγκεκριμένη έκθεση. Το γαμήλιο κιμονό του Γούστερ, το οποίο ανατέθηκε στο Chiso, από (και για) το Μουσείο Τέχνης του Γούστερ, υποτίθεται ότι θα παρουσιαζόταν σε μια ταυτόχρονη έκθεση σε συνεργασία με το περίφημο εργαστήριο κατασκευής κιμονό, που λειτουργεί στο Κιότο από το 1555.
Η πανδημία Covid-19 διέκοψε το project, αλλά η ομάδα των επιμελητών του μουσείου προσαρμόστηκε επιδέξια μετατρέποντας την έκθεση «Kimono Couture: The Beauty of Chiso» σε μια διαδικτυακή παρουσίαση της ιστορίας και της κατασκευή των κιμονό. Το τελευταίο τμήμα της online έκθεσης επικεντρώνεται σε αυτό το ένδυμα, το μόνο που ταξίδεψε στο Γούστερ από την Ιαπωνία, γράφει στη Wall Street Journal η Λι Λόρενς, υπεύθυνη για θέματα Ασιατικής και Ισλαμικής Τέχνης στην εφημερίδσ.
Περιτριγυρισμένο από μια σειρά εκθεμάτων -περίπου 60 εκτυπώσεις με ξύλινες σφραγίδες και εικονογραφημένα βιβλία, που προέρχονται κυρίως από τη μόνιμη συλλογή του μουσείου-, το κιμονό του Γούστερ υπογραμμίζει τον βαθμό στον οποίο αυτά τα ενδύματα λειτουργούν σαν καμβάδες που αφηγούνται ιστορίες. Τα μοτίβα του κιμονό σχεδιάστηκαν από τον Ιμάι Ατσουσίρο, επικεφαλής σχεδιαστή του οίκου Chiso. Στη συνέχεια, μια ομάδα εξειδικευμένων τεχνιτών τα μετέφερε σε μεταξωτό ζακάρ ύφασμα, χρησιμοποιώντας πέντε διαφορετικές τεχνικές βαφής, κέντημα και φύλλα χρυσού.
Χωρίς πτυχώσεις, με αυστηρές ευθείες ραφές και το χαρακτηριστικό σχήμα Τ, που δεν έχει αλλάξει από τη στιγμή της δημιουργίας του πατρόν, τα κιμονό διαφέρουν μόνο ως προς τη διακόσμηση του υφάσματος, μάλιστα μερικά είναι πραγματικά έργα τέχνης. Η ποικιλία των μοτίβων είναι ατέλειωτη: λουλούδια, φρούτα, φύλλα, κλαδιά, θάμνοι και δέντρα, σύννεφα, κύματα, πεταλούδες και φοίνικες, καρό, ρίγες, έντονα ζιγκ-ζαγκ και μικροσκοπικές κουκίδες, είναι μερικά μόνο από τα σχέδια των υφασμάτων.
Μερικές φορές, εξάλλου, ένα ολόκληρο έργο τέχνης στολίζει το πίσω μέρος ενός κιμονό. Ηταν οικογενειακοί θησαυροί, που περνούσαν από γενιά σε γενιά σαν πολύτιμα κειμήλια. Και το όνομα του ενδύματος, που η μορφή του ολοκληρώθηκε κατά την περίοδο Εντο (1603-1868), μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «αυτό που φοριέται».
Η έκθεση του Γούστερ περιλαμβάνει διάφορες πηγές. Περίπου 12 βιβλία με μοτίβα δίνουν μια γεύση στο κοινό για το πόσο διασκεδαστικό ήταν για τις γυναίκες να ανακατεύουν και να ταιριάζουν διάφορα μοτίβα, παρατηρώνντας τα στυλ να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και επιλέγοντας να εκφράσουν τη διάθεσή τους, όποια κι αν ήταν, δραματική, εξωστρεφής ή ιδιότροπη.
Τέλος όσο κι αν θεωρείται ριψοκίνδυνο να συμπεριλάβει κανείς τον ερωτισμό σε μια έκθεση ανοιχτή σε οικογένειες, μια μικρή ομάδα βιβλίων, που είναι γνωστά ως «shunpon», αποδεικνύεται εξίσου χρήσιμη. Το σεξ ήταν ένα αποδεκτό θέμα, αρκεί να μην ξεπερνούσε τα όρια των κοινωνικών τάξεων. Λίγοι άνθρωποι εκτός από «εκείνους που τρώνε ξινά λεμόνια», όπως περιέγραφε τους αυστηρούς Κομφουκιανιστές ένα κείμενο του 1660, απέρριπταν τα «shunpon». Κυκλοφορούσαν ευρέως, ήταν όμορφα φτιαγμένα, και οι καλλιτέχνες υπερέβαλαν μεν σχεδιάζοντας τα γεννητικά όργανα, έδιναν, όμως, επίσης μεγάλη σημασία στα ρούχα, απεικονίζοντάς τα με ακρίβεια είτε φορεμένα είτε προσωρινά βγαλμένα.
Το φύλο δεν παίζει κανένα ρόλο. Το κιμονό, εξάλλου, δεν τονίζει το σώμα, αντίθετα το καλύπτει. Είναι ένα ένδυμα που σχεδιάστηκε για να αναδείξει τη δική του ομορφιά και όχι του σώματος εντός του. Η ποιότητα του υφάσματος, οι τεχνικές της διακόσμησης και τα μοτίβα του αποκαλύπτουν την οικονομική και κοινωνική τάξη και την προσωπικότητα του άνδρα ή της γυναίκας που το φοράει. Μπορεί να είναι οποοιοσδήποτε: σαμουράι, ηθοποιοί του θέατρου Καμπούκι, πλούσιοι έμποροι, γκέισες, νοικοκυρές και απλός λαός.
Σήμα κατατεθέν της Ιαπωνίας, το κιμονό είναι το πιο εμβληματικό ένδυμα της παγκόσμιας παράδοσης. Κατάφερε να επιβιώσει μέσα στον χρόνο και να γίνει βασικό κομμάτι του ρουχισμού της ιαπωνικής κοινωνίας ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, γοητεύοντας όλο τον κόσμο.
Η διακόσμησή του έπαιζε πάντα κυρίαρχο ρόλο, πράγμα που εξηγεί τις βελτιώσεις στις τεχνικές εκτύπωσης στη διάρκεια των τριών αιώνων, που καλύπτει η έκθεση του Γούστερ, από τις μονοχρωματικές εκτυπώσεις σε ολοένα και πιο πλούσια χρώματα και εξελιγμένες τεχνικές. Εξηγεί, επίσης, το αινιγματικό γεγονός ότι αξιόλογοι καλλιτέχνες σχεδίαζαν, συνήθως, ρεαλιστικά το λύγισμα ενός ποδιού, αλλά απέδιδαν στο ακέραιο ένα διακοσμητικό μοτίβο στο σημείο εκείνο. Απλά γιατί λάτρευαν τα κιμονό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News