Οι σκηνοθέτες Κέρμπι Ντικ και Εϊμι Ζίρινγκ και η παραγωγός Εϊμι Χέρντι δημιούργησαν την «Allen v. Farrow», μια μίνι σειρά ντοκιμαντέρ τεσσάρων επεισοδίων, που θα αρχίσει να προβάλλεται στις 21 Φεβρουαρίου στο HBO. Οι δύο σκηνοθέτες έχουν ήδη παρουσιάσει μια ισχυρή τριλογία («The Invisible War», «The Hunting Ground» και το περσινό «On the Record») για τη σεξουαλική κακοποίηση σε διάφορους θεσμούς των ΗΠΑ, στο πλαίσιο του #MeToo. Και η νέα παραγωγή τους, ενώ επικεντρώνεται –σε μεγάλο βαθμό– σε μια διαβόητη πράξη, χάρη στη διεξοδική έρευνα και αξιολόγηση, είναι διαφωτιστική, πέρα από αυτό που συνέβη στη συγκεκριμένη οικογένεια, γράφει ο Μπεν Τράβερς στο IndieWire.
Η υπόθεση, που απασχολεί τη δημοσιότητα εδώ και 30 χρόνια, αναζωπυρώνεται κάθε τόσο με νέες αντεγκλήσεις. Και τώρα, το «Allen v. Farrow», παίρνοντας στην ουσία το μέρος της πλευράς Φάροου, είναι μάλλον «το τελευταίο καρφί σε ένα φέρετρο που θα έπρεπε να είχε κλείσει προ πολλού» γράφει ο Τράβερς.
Mοιάζει με απάντηση στην αυτοβιογραφία του Γούντι Αλεν «Apropos of Nothing», που κυκλοφόρησε πριν από έναν χρόνο, με έναν τίτλο μάλιστα που υπαινίσσεται ότι ο Αλεν βάλλει εναντίον της Φάροου, παρά το αντίθετο.
Τα τελευταία τρία χρόνια, ο Γούντι Αλεν είναι κυρίως γνωστός κατ’ αρχάς σαν κάποιος που φέρεται να έχει κακοποιήσει σεξουαλικά ένα παιδί και μετά σαν σκηνοθέτης. Διανομή ταινίας του στις ΗΠΑ έγινε για τελευταία φορά το 2017, ήταν το «Wonder Wheel», ακόμα και η πρεμιέρα της όμως εμποδίστηκε από το κίνημα #MeToo. Εκτοτε ο βραβευμένος με Οσκαρ δημιουργός πρέπει να ψάχνει ξένους παραγωγούς για να χρηματοδοτήσουν νέες ταινίες του, ενώ τα δύο τελευταία έργα του έχουν απορριφθεί από σοβαρά φεστιβάλ κινηματογράφου. Και παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να εργάζεται, χρειάστηκε να κάνει προσπάθειες για να αποκαταστήσει τη δημόσια εικόνα του, με τη βοήθεια του υιοθετημένου γιου του, Μόζες Φάροου, της συζύγου του, Σουν-Γι Πρεβέν, και των απομνημονευμάτων του που κυκλοφόρησαν το 2020.
Σχεδόν τίποτα, όμως, δεν άλλαξε. Η φήμη του έχει καταλήξει στα σκουπίδια και τώρα έρχεται το «Allen v. Farrow» να βάλει ένα τέλος στις πιθανές επιδιώξεις του, σε περίπτωση που ο –δικαιωμένος από τα δικαστήρια– δημιουργός σκεφτόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να επιστρέψει ή φανταζόταν ότι θα μπορούσε για άλλη μια φορά να αποφύγει τις κατηγορίες εναντίον του, τουλάχιστον στο δικαστήριο της κοινής γνώμης.
Το έργο είναι αποτέλεσμα βαθιάς και εξαντλητικής έρευνας της Εϊμι Χέρντι, η οποία επί τριάμισι χρόνια επανεξέτασε διεξοδικά έγγραφα, ταινίες και έκανε συνεντεύξεις με μάρτυρες που επιβεβαιώνουν τις κατηγορίες εναντίον του. Επανεξετάζει τα γεγονότα του 1992, όταν αποκαλύφθηκε η σχέση του Γούντι Αλεν με τη νεαρή Σουν-Γι Πρεβέν, κόρη της τότε συντρόφου του, Μία Φάροου. Εν μέσω αυτής της αποκάλυψης και μιας πικρής μάχης για γονεϊκή επιμέλεια, ο Άλεν κατηγορήθηκε για σεξουαλική επίθεση στην εφτάχρονη κόρη του ζευγαριού, Ντίλαν Φάροου.
Εκτός, όμως, από το να μεταφέρουν στους θεατές την ιστορία της οικογένειας, οι δημιουργοί ασκούν κριτική στον τρόπο που αντιμετωπίζονται η αιμομιξία και το τραύμα μέσα σε ένα πατριαρχικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και οικογενειακού δικαίου και στο πώς ασκείται η εξουσία στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα.
Ακόμη, οι συντελεστές της σειράς επανεξετάζουν τμήματα του έργου του Αλεν, χρησιμοποιώντας τη δουλειά του σκηνοθέτη ως απόδειξη που δικαιώνει τις κατηγορίες εναντίον του για την εμμονή του να απεικονίζει σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ κοριτσιών στην εφηβεία και ηλικιωμένων ανδρών.
Οι θεατές μπορούν, βεβαίως, να αποφασίσουν εάν αυτό είναι fair play. Είναι ξεκάθαρο όμως, ότι οι Ντικ και Ζίρινγκ βλέπουν ενοχλητικούς δεσμούς μεταξύ της φερόμενης συμπεριφοράς του Αλεν και των απόψεών του σχετικά με τις γυναίκες, είτε πρόκειται για τον «Νευρικό Εραστή» και την αξιαγάπητη Ανι Χολ είτε για τον 42χρονο νευρωτικό σεναριογράφο, που τα φτιάχνει με μια 17χρονη μαθήτρια στο «Μανχάταν».
«Προφανώς, είναι ένας πολύ ταλαντούχος σκηνοθέτης, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό», λέει ο Κέρμπι Ντικ για τον Γούντι Αλεν στην Washington Post, με αφορμή την προβολή της νέας σειράς, και προσθέτει: «Αλλά ένα από τα πράγματα που με εντυπωσίασαν σε κάποιο βαθμό στον “Νευρικό εραστή”, ταινία που με έκανε να νιώσω λίγο άβολα με τον τρόπο που παρουσιάζει τους χαρακτήρες, και ειδικά στο “Μανχάταν”, ήταν αυτός ο ύμνος για τη σχέση ενός ηλικιωμένου άνδρα με μια έφηβη, χωρίς καμία ανάλυση της σχέσης εξουσίας. Ήμουν πολύ καχύποπτος με αυτό», λέει. Τόσο καχύποπτος, προσθέτει, που όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, «δεν είδα την ταινία»…
Παρόλο που ο Κέρμπι Ντικ και η Εϊμι Ζίρινγκ έχουν κάνει και στο παρελθόν ταινίες για γνωστούς ανθρώπους, το «Allen v. Farrow» βρίσκεται σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο φήμης, δημοσιότητας και πολυπλοκότητας. Ο 85χρονος Γούντι Άλεν και η σύζυγός του, Σουν-Γι Πρεβέν, δεν απάντησαν στους σκηνοθέτες. Ο υιοθετημένος γιος του, Μόζες Φάροου, αρνήθηκε να συμμετάσχει στο ντοκιμαντέρ και τόσο αυτός όσο και η Σουν-Γι υπερασπίστηκαν τον Αλεν και κατηγόρησαν τη Μία Φάροου ότι τους κακοποιούσε λεκτικά και σωματικά, μια κατηγορία που τα άλλα παιδιά της Φάροου αρνούνται έντονα.
Η φωνή του Αλεν είναι, παρόλα αυτά, παρούσα στο «Allen v. Farrow», με τη μορφή κλιπ από το ηχητικό βιβλίο του (audio book) «Apropos of Nothing», καθώς και από μαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές κλήσεις με τη Μία Φάροου, τις οποίες έχει δώσει η πρώην σύζυγός του. Στο κέντρο βάρους της σειράς, όμως, βρίσκεται η 35χρονη Ντίλαν, η οποία έπειτα από δεκαετίες σιωπής είναι πλέον πρόθυμη να μοιραστεί την ιστορία της και να απορρίψει τον ισχυρισμό του Αλεν ότι είτε μπέρδεψε τη συμπεριφορά του απέναντί της είτε καθοδηγήθηκε από τη μητέρα της. (Να σημειωθεί ότι ο Αλεν δεν οδηγήθηκε ποτέ στο δικαστήριο και διατήρησε την αθωότητά του.)
Με τα χρόνια, όσοι ενδιαφέρθηκαν για την ιστορία της δεκαετίας του 1990, την είδαν μέσα από το πρίσμα της δικής τους κοσμοθεωρίας: Ο Αλεν είναι ένας διεστραμμένος και ναρκισσιστής, ο οποίος στη χειρότερη περίπτωση κακοποίησε τη μικρή του κόρη και πάντως παραβίασε φοβερά τα όρια στην οικογένεια Φάροου. Ή ο Αλεν είναι το θύμα μιας φρικιαστικά ψευδούς κατηγορίας, που αρχικά εκτοξεύτηκε στο πλαίσιο ενός πικρού χωρισμού, και τώρα εμφανίζεται ξανά, από εκδικητικά παιδιά τα οποία εν τω μεταξύ έχουν ενηλικιωθεί. (Να σημειωθεί ότι ο γιος του Αλεν, Ρόναν Φάροου, δημοσιογράφος, που βοήθησε να ανοίξει η ιστορία των ισχυρισμών κατά του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν για σεξουαλική κακοποίηση η οποία οδήγησε το κίνημα #MeToo το 2017, ήταν ενθουσιώδης υποστηρίζοντας την αδελφή του, Ντίλαν, και ιδιαίτερα βιτριολικός προς τον Αλεν). Τέλος, εκείνοι που απέφευγαν την ιστορία ήταν ικανοποιημένοι με το να την υποβιβάζουν σε δυσάρεστη τροφή για ταμπλόιντ, σε περίεργο ψυχόδραμα μιας δυσλειτουργικής οικογένειας ή στο βασίλειο του «δεν θα μάθουμε ποτέ με σιγουριά».
Ανεξάρτητα από το ποια από τις παραπάνω εκδοχές προτιμούν οι σημερινοί θεατές, το «Allen v. Farrow» τους καλεί να επανεξετάσουν τις παραδοχές τους. Η μίνι σειρά εξετάζει το ζήτημα της φερόμενης σεξουαλικής κακοποίησης, στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα της αιμομιξίας, ένα θέμα που οι δημιουργοί της ήθελαν από καιρό να ερευνήσουν. Όπως και οι προηγούμενες ταινίες των Ντικ και Ζίρινγκ, είναι μεθοδικά εκτελεσμένη και βαθιά συναισθηματική, παρουσιάζοντας μια συχνά δυσάρεστη εναλλακτική εκδοχή της ιστορίας την οποία πολλοί άνθρωποι δέχτηκαν αντανακλαστικά τη δεκαετία του 1990, μια εκδοχή της πραγματικότητας που σύμφωνα με τους δύο σκηνοθέτες ήταν αποτέλεσμα μιας έξυπνης εκστρατείας εκ μέρους των δικηγόρων του Αλεν και της ομάδας PR του.
Η Εϊμι Χέρντι έκανε μια δουλειά σε βάθος, φωτίζοντας τις θεσμικές αδυναμίες που εμπόδισαν την Ντίλαν να εμφανιστεί στο δικαστήριο: Το «Allen v. Farrow» βρίσκει σοβαρά ψεγάδια στην έκθεση του Νοσοκομείου Yale-New Haven, την οποία χρησιμοποίησε ο Άλεν ως απόδειξη για την απαλλαγή του, πράγμα που κάνει πειστική την υπόθεση ότι μια άλλη έκθεση ερευνητών της Νέας Υόρκης για την ευημερία των παιδιών, «κουκουλώθηκε». Η σειρά υπενθυμίζει επίσης στο κοινό ότι ο εισαγγελέας του Κονέκτικατ στην υπόθεση υποστήριζε πάντα ότι είχε πιθανούς λόγους να κατηγορήσει τον Άλεν, αν και αρνήθηκε να το πράξει.
Ακόμα, η Αν Χόρνεντεϊ γράφει στην Washington Post ότι πέρα από τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, το «Allen v. Farrow» είναι μια έντονη πρόκληση για τους κριτικούς του κινηματογράφου και τους δημοσιογράφους, καθώς ρίχνει μια σκεπτικιστική ματιά στη λατρεία των δημιουργών και στην κουλτούρα των διασημοτήτων, στον διαχωρισμό της τέχνης από τον καλλιτέχνη και στη συνενοχή του κυκλώματος. Πρόκειται εξάλλου για ακόμη μια αψιμαχία σε μια σύγκρουση που διεξάγεται κυρίως στα μέσα ενημέρωσης εδώ και σχεδόν 30 χρόνια…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News