Συνηθίζεται όταν ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο έρχεται στη Βουλή να δοκιμάζεται πρώτα με μια ένσταση της αντιπολίτευσης περί αντισυνταγματικότητας –σχεδόν τυπική διαδικασία. Ομως αυτή τη φορά, το πολυσυζητημένο νομοσχέδιο της Νίκης Κεραμέως για τα ΑΕΙ συνάντησε δύο αιτήματα για να μη συζητηθεί στην Ολομέλεια.
Το πρώτο διατυπώθηκε το πρωί της Τρίτης από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ Πάνο Σκουρλέτη, ο οποίος εισηγήθηκε, λόγω ενός πιθανού γενικευμένου lockdown, «να παγώσει η συζήτηση και η ψήφιση του σχεδίου νόμου».
Η υπουργός Παιδείας απέρριψε την πρότασή του, λέγοντας χαρακτηριστικά «αλίμονο εάν η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να “κλειδώσουμε” τη Βουλή –θα ήταν η μεγαλύτερη απειλή κατά της Δημοκρατίας. O διάλογος είναι αυτός που κάνει ισχυρή τη Δημοκρατία μας». Το αίτημα του κ. Σκουρλέτη απορρίφθηκε από ΝΔ, ΚΙΝΑΛ και Ελληνική Λύση, ενώ υπέρ της πρότασής του τάχθηκαν το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25 και φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο κ. Σκουρλέτης επεσήμανε ότι από το πρωί, με δήλωσή του, ο υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας, έκανε γνωστό ότι είναι πιθανόν να πάμε σε ένα γενικευμένο lockdown. Σύμφωνα με τον κ. Σκουρλέτη, αυτό δημιουργεί νέα δεδομένα για όλους και για τη συζήτηση του νομοσχεδίου, το οποίο είναι ένα κρίσιμο σχέδιο νόμου, όπου υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και «εισηγούμαστε να παγώσει η συζήτησή του».
«Δεν μπορούμε να κάνουμε αποδεκτό επί δύο ή τρεις ημέρες εμείς να συζητούμε εδώ και να μη μπορεί να γίνουν διαδηλώσεις ή να έχουμε συγκρούσεις για αυτές τις καταστάσεις», συμπλήρωσε και υπογράμμισε ότι «την ευθύνη θα την έχει η κυβέρνηση εξ ολοκλήρου».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ, Γιάννης Βρούτσης, του απάντησε λέγοντας ότι «κλείνουμε έναν χρόνο σε ένα περιβάλλον πρωτόγνωρο και η κυβέρνηση, με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της, κατάφερε μέσα σε δύσκολες καταστάσεις να έχει κρατήσει τη χώρα μας σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με άλλες και όρθια την κοινωνία και την οικονομία. Η Δημοκρατία, εδώ και έναν χρόνο, στάθηκε όρθια και είχαμε διάλογο στη Βουλή». «Δεν πρέπει να διακοπεί η συζήτηση και η ψήφιση του νομοσχεδίου», πρόσθεσε σημειώνοντας πως είναι «προκλητικό ο ΣΥΡΙΖΑ να μιλάει για συγκρούσεις και “πόλεμο” στα πεζοδρόμια από τη μια και από την άλλη να παγώσει η λειτουργιά της Βουλής».
Από την πλευρά του, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κινήματος Αλλαγής, Κώστας Σκανδαλίδης, τόνισε ότι «άλλο είναι να αποσυρθεί το νομοσχέδιο για να έρθει ένα άλλο με μεγαλύτερη διαβούλευση και τις αναγκαίες συγκλίσεις και άλλο να ζητάμε να σταματήσει η Βουλή τη λειτουργία της επειδή υπάρχει μία έκρυθμη κατάσταση. Θεσμικά δεν πρέπει να σταματήσει η λειτουργία της Βουλής».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Θανάσης Παφίλης, συμφώνησε με τον κ. Σκουρλέτη, υποστηρίζοντας ότι «αποτελεί πρόκληση και είναι ανήθικο να συζητάμε ένα νομοσχέδιο, όταν εδώ και έναν χρόνο τα πανεπιστήμια και τα σχολεία είναι κλειστά». «Εμείς δεν λέμε να σταματήσει η Βουλή, αλλά δεν μπορεί να έρχονται τέτοια νομοσχέδια εν μέσω πανδημίας, όταν ο λαός δεν έχει τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθεί και να διαδηλώσει», πρόσθεσε. Ο δε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΜέΡΑ25, Κλέων Γρηγοριάδης, ανέφερε πως είναι «τραγικό ότι καλούμαστε σήμερα να συζητήσουμε ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο με τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και την κοινωνία όλη σε γενικό lockdown. Γι’ αυτό συντασσόμεθα ότι θα πρέπει να αναβληθεί αυτή η συζήτηση».
Στο «διά ταύτα» τώρα, ως προς το νομοσχέδιο, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, ήταν αναμενόμενα σκληρός κατά της κυβέρνησης, σημειώνοντας ότι με τη ρύθμιση για τις βάσεις περιορίζεται ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ.
«Πότε ψηφίζει η ΝΔ νομοσχέδιο με το οποίο περικόπτει κατά τουλάχιστον 14.000 τους εισακτέους στα ΑΕΙ, σε σχέση με πέρσι; Σήμερα! Σήμερα που οι απόφοιτοι της Γ’ Λυκείου βρίσκονται δεύτερη χρονιά μακριά από τα σχολεία και τους καθηγητές τους», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Φίλης για να συνεχίσει για τους μαθητές της Γ’ Λυκείου:
«Στην πράξη έχουν να πάνε σχολείο από το Φεβρουάριο του 2020! Ακόμα χειρότερα, τουλάχιστον το 30% από αυτούς δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει ικανοποιητικά ούτε την τηλεκπαίδευση! Κι έρχονται στη μέση της χρονιάς, κυριολεκτικά (Φεβρουάριο έχουμε) και λένε σ’ αυτά τα παιδιά: “αλλάζω τη βάση εισαγωγής, το σύστημα εισαγωγής ουσιαστικά, και κόβω από εσάς τους 4 που θα περνάγατε στο πανεπιστήμιο, τον ένα”!
Να το ονομάσω αυτό πώς; Να το ονομάσω απλώς αναλγησία; Να το ονομάσω αδιαφορία για την ελληνική οικογένεια; Ή να το πω ακραίο σαδισμό της Δεξιάς για τον έλληνα μαθητή και τον πιο φτωχό γονιό; Γιατί, μη γελιόμαστε, η πιο φτωχή οικογένεια πλήττεται από τη νέα ρύθμιση. Αυτή δεν θα έχει να πληρώσει περισσότερα φροντιστήρια άρον άρον, στη μέση της χρονιάς, για να ανταποκριθεί το παιδί της στον εντονότερο ανταγωνισμό».
Κεραμέως: «Αλλο αυτοδιοίκητο, άλλο αυτονομία»
Από την πλευρά της η κυρία Κεραμέως απέκρουσε τις ενστάσεις περί αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου –αμφισβητείται το αυτοδιοίκητο, επιμένει η αντιπολίτευση– λέγοντας τα ακόλουθα:
«Εκ μέρους της κυβέρνησης θα ήθελα να απαντήσω με τέσσερα σημεία στις θέσεις που έχουν αναπτυχθεί από τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης σχετικά με την αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων που συζητούμε.
Σημείο πρώτο: η αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων συνδέεται άμεσα με την συνταγματική αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Και επί της αρχής και λειτουργικά. Η αυτοδιοίκηση υπηρετεί την ακαδημαϊκή ελευθερία. Δηλαδή, την αδέσμευτη ακαδημαϊκή σκέψη, την έρευνα, τη διδασκαλία, το ατομικό δικαίωμα του Πανεπιστημιακού ερευνητή ή δασκάλου το οποίο ασκείται ως οργανωμένη δραστηριότητα, εντός του πλαισίου λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ένα δικαίωμα που δεν επιδέχεται περιορισμούς, πέραν εκείνων που απορρέουν από την υποχρέωση σεβασμού εκ μέρους του Πανεπιστημιακού δασκάλου, ερευνητή, των λοιπών διατάξεων του Συντάγματος.
Άρα λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων οριοθετείται από δραστηριότητες ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Και για να το πούμε απλά: το αυτοδιοίκητο είναι αρμοδιότητα καθ’ ύλην, όχι κατά τόπο.
Σημείο δεύτερο: ο νομοθέτης έχει, όχι την ευχέρεια, αλλά την υποχρέωση να περιφρουρήσει αυτό το δικαίωμα, αυτήν την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, να διασφαλίσει την ακώλυτη άσκηση του έργου των Πανεπιστημίων, όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το Συμβούλιο της Επικρατείας. Έκφανση αυτής της υποχρέωσης είναι και η γενική αστυνομική δραστηριότητα για την πρόληψη και καταστολή αξιόποινων πράξεων. Αυτήν ακριβώς οργανώνει και θεσπίζει με την σύσταση της ΟΠΠΙ, ένα δηλαδή ειδικό σώμα αστυνόμευσης, ο Νομοθέτης, εκτιμώντας, με βάση τα αναντίρρητα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, ότι πρέπει να ενισχυθεί η ασφάλεια των Πανεπιστημίων μας.
Σημείο τρίτο: αυτή η γενική αστυνόμευση που συζητούμε, συνιστά αρμοδιότητα -το είπε εξαιρετικά πριν ο κ. Πλεύρης- αρμοδιότητα του σκληρού κρατικού πυρήνα. Έγκειται αποκλειστικά στην Ελληνική Αστυνομία και δεν περιορίζεται καθ’ ύλην ή τοπικά από την αρμοδιότητα κανενός άλλου οργάνου. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όταν υπάρχει ζήτημα ασφάλειας, ζήτημα αξιόποινων πράξεων, ζήτημα εγκλημάτων των ποινικού δικαίου, όλοι οι δημόσιοι χώροι είναι ίδιοι. Και στους χώρους των ΑΕΙ, εφαρμόζεται όπως παντού στην ελληνική επικράτεια από αστυνομικά όργανα ο Νόμος του Κράτους. Αυτό ακριβώς έκρινε και η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής το 2019, το 2021 εκ νέου. Και σας θυμίζω ότι, με βάση το Νόμο 4623, προβλέπεται ρητά ότι οι αστυνομικές Αρχές μπορούν να ασκούν εντός των Πανεπιστημίων όλες τις κατά νόμο αρμοδιότητές τους, και να παρεμβαίνουν σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινων πράξεων χωρίς καμία ανάμειξη των πανεπιστημιακών Αρχών. Κι αυτό γίνεται ακριβώς για να θωρακίσουμε ακόμα περισσότερο τα Συνταγματικά δικαιώματα.
Ερώτημα: μπορεί αυτή η άσκηση αστυνομικών καθηκόντων να ανατεθεί σε ιδιωτικές εταιρίες; Ρητή απάντηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όχι. Διότι εντάσσεται στο σκληρό πυρήνα του Κράτους, συνιστά αρμοδιότητα που δεν μπορεί να εκχωρηθεί.
Απόφαση 2192 του 2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκρινε ότι η Εθνική Άμυνα, η Δημόσια Τάξη, η κρατική ασφάλεια, ειδικότερες εκφάνσεις των οποίων αποτελεί η πρόληψη και η καταστολή του εγκλήματος, ως κατεξοχήν δημόσιες εξουσίες κι εκφράσεις κυριαρχίας αποτελούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να παραχωρηθεί έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας, αυτή η αρμοδιότητα η οποία αγγίζει το σκληρό πυρήνα του Κράτους. Όπως επίσης, δεν μπορεί να υπαχθεί, ένα σώμα που υπηρετεί πλήρη αστυνομικά καθήκοντα στις Πρυτανικές Αρχές. Γιατί αυτή η κρατική αρμοδιότητα ανήκει ακριβώς στον πυρήνα του Κράτους και κατά Νόμο έχει ανατεθεί αποκλειστικά στην Ελληνική Αστυνομία. Και για έναν ακόμα λόγο, ο ίδιος ο χαρακτήρας αυτών των αυτοδιοικητικών Αρχών, όπως είναι τα Πανεπιστήμια, όπως είναι οι ΟΤΑ, δεν συνάδει με την άσκηση, εκ μέρους των οργάνων τους, αστυνομικών αρμοδιοτήτων. Να το πούμε πολύ απλά; Θα δώσει ο Πρύτανης εντολή για σύλληψη; Ο Πρύτανης θα ασχοληθεί βεβαίως με τα θέματα τα ακαδημαϊκά. Όπως δεν νοείται η Αστυνομία να παρέμβει στις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, με τον ίδιο τρόπο δεν νοείται ο Πρύτανης να κάνει τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, να συλλάβει τον έμπορο ναρκωτικών, να επέμβει δηλαδή στο σκληρό πυρήνα της δημόσιας εξουσίας.
Και θα συμφωνήσω απολύτως με τον κ. Πλεύρη, προκαλούν εντύπωση οι ενστάσεις που κατέθεσαν τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης. ΣΥΡΙΖΑ: καμία τεκμηρίωση, Μέρα25: καμία τεκμηρίωση, το ΚΙΝΑΛ έχει μία τεκμηρίωση, επιτρέψτε μου όμως κ. Σκανδαλίδη να επισημάνω το εξής για να είμαστε ξεκάθαροι. Γράφετε στην πρότασή σας: δημιουργώντας μάλιστα, επί τούτω, ειδικά αστυνομικά τμήματα στους χώρους των ΑΕΙ, είναι αυτό ευθέως αντισυνταγματικό. Το διαψεύδουμε κ. Σκανδαλίδη, δεν υπάρχει πουθενά αυτό στο νομοσχέδιο, δεν υπάρχει καμία ίδρυση αστυνομικού τμήματος – να είμαστε ξεκάθαροι.
Σημείο τέταρτο: Άλλο αυτοδιοίκητο, άλλο αυτονομία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα και με τη Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το αυτοδιοίκητο περιορίζεται στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία των Πανεπιστημίων μας. Άλλο αυτό και άλλο το δικαίωμα να θεσπίζεις κανόνες, που είναι δικαίωμα που έχουμε όλοι εμείς (οι Βουλευτές) από κοινού. Αυτό είναι η αυτονομία. Τα Πανεπιστήμια μας δεν έχουν αυτονομία. Έχουν αυτοδιοίκητο. Υπάρχει μία πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο. Και θα σας το πω με ένα παράδειγμα: ο Νομοθέτης θέτει τους κανόνες βάσει των οποίων εκλέγονται οι Καθηγητές στα Πανεπιστήμια. Τα Πανεπιστήμια εφαρμόζουν αυτούς τους κανόνες. Δεν θεσπίζει το Πανεπιστήμιο το ίδιο τους κανόνες βάσει των οποίων εκλέγονται τα μέλη ΔΕΠ. Ακριβώς ίδια είναι η εφαρμογή και στα ζητήματα των πειθαρχικών. Είναι θεμελιώδης διαφορά Συνταγματικού Δικαίου μεταξύ αυτονομίας και αυτοδιοίκησης.
Τα μέτρα λοιπόν αυτά τα οποία εμείς ερχόμαστε να προτείνουμε προς νομοθέτηση, θα κληθούν τα Πανεπιστήμια να τα εφαρμόσουν, να τα εξειδικεύσουν. Κι εδώ συγκεκριμένα, στο κομμάτι του πειθαρχικού Δικαίου, είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι προβλέπεται ρητά η εφαρμογή αυτού του πλαισίου από τα μέλη της ίδιας της ακαδημαϊκής κοινότητας, από τα όργανα των ΑΕΙ. Καταλείπεται λοιπόν, στη διοίκηση των ΑΕΙ, η εφαρμογή κανόνων που έχουμε θεσπίσει ή που θεσπίζουμε συνολικά εμείς ως Νομοθέτες. Ο Νομοθέτης φέρει τον κανόνα και τα Πανεπιστήμια τον εφαρμόζουν και τον εξειδικεύουν.
Και κλείνω κ. πρόεδρε: έχουμε ένα Σύνταγμα στη χώρα, με βάση το Σύνταγμα αυτό τα Πανεπιστήμιά μας δεν είναι αυτόνομα, είναι αυτοδιοικούμενα. Και η Κυβέρνηση στηρίζει τη συνταγματικότητα των διατάξεων του νομοσχεδίου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News