Με περισσότερους από 2,3 εκατομμύρια νεκρούς ανά την υφήλιο και τουλάχιστον 106 εκατομμύρια κρούσματα, ο κορονοϊός και η πανδημία του εξακολουθούν να ταλανίζουν την ανθρωπότητα, παρά τη σταδιακή έναρξη των εμβολιασμών σε περισσότερα από 70 κράτη.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δέκα μηνών, κάποιες χώρες σχεδόν νίκησαν τον φονικό ιό, ενώ κάποιες άλλες ηττήθηκαν κατά κράτος. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, των 126 εκατομμυρίων κατοίκων έχουν χάσει τη ζωή τους από Covid-19 περίπου 6.500 άνθρωποι, ενώ στο Μεξικό των 127 εκατομμυρίων κατοίκων έχουν καταγραφεί περισσότεροι από 166.000 θάνατοι.
Πώς, όμως, εξηγείται μία τόσο μεγάλη και δραματική διαφορά; Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη θνησιμότητα από την Covid-19 σε μία συγκεκριμένη χώρα – ο πλούτος, οι διαθέσιμες κλίνες σε μονάδες ΜΕΘ, ο μέσος όρος ηλικίας των πολιτών ή το κλίμα;
Φαίνεται ότι όλα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτισμικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των λαών, όσον αφορά την προθυμία συμμόρφωσης με τους όποιους κανόνες. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει η Μισέλ Γκέλφαντ, καθηγήτρια Πολιτισμικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και συγγραφέας του βιβλίου «Rule Makers, Rule Breakers: How Tight and Loose Cultures Wire Our World», «Δημιουργοί κανόνων, παραβάτες κανόνων: Πώς οι σφιχτές και οι χαλαρές κουλτούρες συνδέουν τον κόσμο μας».
Πρόσφατα η διακεκριμένη αμερικανίδα ακαδημαϊκός ηγήθηκε μιας ερευνητικής ομάδας η οποία, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία από πενήντα κράτη, κατέληξε στο συμπέρασμα πως, συγκριτικά με τις πιο αυστηρές κοινωνίες, οι χαλαρές κοινωνίες δυσκολεύονται ιδιαίτερα να αντιμετωπίσουν την απειλή του κορονοïού και να διαχειριστούν αποτελεσματικά την πανδημία του, καταγράφοντας περισσότερα κρούσματα αλλά και νεκρούς.
Η μελέτη τους δημοσιεύτηκε πριν από μερικές ημέρες στην επιστημονική επιθεώρηση Lancet Planetary Health, ενώ στη συνέχεια, σε άρθρο της στον Guardian, η κ. Γκέλφαντ εξήγησε ότι υπάρχουν υπέρ και κατά τόσο στις κοινωνίες που τείνουν να συμμορφώνονται προς τις όποιες οδηγίες όσο και στις πιο χαλαρές οι οποίες τείνουν να είναι πιο ανεκτικές με τους παραβάτες.
Μεταξύ των αυστηρών κοινωνιών, σύμφωνα πάντα με την έρευνα των αμερικανών ειδικών, συγκαταλέγονται, η Σιγκαπούρη, η Ιαπωνία, η Κίνα, αλλά και η Αυστρία, ενώ κράτη με πιο χαλαρές κουλτούρες είναι οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Ιταλία, το Ισραήλ και η Ισπανία. «Κανένας τύπος δεν είναι καλύτερος ή χειρότερος» αναφέρει στο κείμενό της η αμερικανίδα ψυχολόγος, αλλά αυτό παύει να ισχύει μπροστά σε μια παγκόσμια πανδημία.
«Τον περασμένο Μάρτιο άρχισα να ανησυχώ ότι οι χαλαρές κουλτούρες, με το παραβατικό τους πνεύμα θα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να αποδεχτούν τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας και αυτό θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες. Ευελπιστούσα πως τελικά θα συμμορφώνονταν. Ολα τα υπολογιστικά μας μοντέλα πριν από την πανδημία αυτό υποδείκνυαν. Ωστόσο αυτό δεν συνέβη» παραδέχεται στο άρθρο της, επισημαίνοντας πως λαμβάνοντας υπόψη και άλλους παράγοντες, έως τον περασμένο Οκτώβριο, οι πιο χαλαροί λαοί είχαν πέντε φορές περισσότερα κρούσματα και σχεδόν εννέα φορές περισσότερους θανάτους σε σχέση με τα κρούσματα και τους νεκρούς των αυστηρών κοινωνιών.
Και παρά τις τραγικές επιπτώσεις, έρευνα του YouGov αποκάλυψε πως όλοι όσοι τείνουν να μην τηρούν τους κανόνες και να μην εφαρμόζουν τα μέτρα, εξακολουθούν να φοβούνται λιγότερο τον ιό συγκριτικά με εκείνους που προσέχουν περισσότερο. «Στις αυστηρές κοινωνίες το 70% των πολιτών φοβόταν ιδιαίτερα μην προσβληθεί από τον ιό ενώ στις πιο χαλαρές μόλις το 49%».
«Το σύνδρομο του ντόντο»
Μέρος της εξήγησης έγκειται σε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «το σύνδρομο του ντόντο», του συμπαθούς πτηνού που ζούσε στον Μαυρίκιο έως τα μέσα του 17ου αιώνα. Σε γενικές γραμμές πιο αυστηρές τείνουν να είναι οι κοινωνίες που έχουν κληθεί κατά το παρελθόν να αντιμετωπίσουν σοβαρές απειλές για τη δημόσια υγεία, είτε επρόκειτο για φυσικές καταστροφές, μεταδοτικές ασθένειες, λιμούς ή εισβολές.
Οσοι λαοί ήταν άμαθοι στους κινδύνους δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως το μέγεθος της απειλής του κορονοïού και συνέχισαν να είναι χαλαροί, όπως ακριβώς ήταν και τα «άφοβα ντόντο του Μαυρικίου τα οποία, έχοντας εξελιχθεί χωρίς την παρουσία θηρευτών, εξαφανίστηκαν μέσα σε έναν αιώνα από την πρώτη επαφή τους με τους ανθρώπους».
Η ιστορία του ντόντο αποδεικνύει ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αναπτύσσονται και τελειοποιούνται υπό την επίδραση του όποιου περιβάλλοντος, μπορούν να καταστούν μειονεκτήματα στην περίπτωση που το περιβάλλον ξαφνικά αλλάξει. «Πρόκειται για αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν “εξελικτική αναντιστοιχία” και επέφερε χιλιάδες αχρείαστους θανάτους από Covid – 19 σε κοινωνίες που τείνουν να είναι πιο χαλαρές» επισημαίνει η Μισέλ Γκέλφαντ.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι χαλαρές κοινωνίες κινδυνεύουν να εξαφανιστούν όπως τα ντόντο. Αλλά το ότι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα στη διαχείριση της πανδημίας, έναν χρόνο μετά το ξέσπασμά της, αποδεικνύει περίτρανα και τραγικά πως δυσκολεύονται ιδιαίτερα να προσαρμοστούν σε αυτήν την ανείπωτη κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο ιός αποδείχτηκε περισσότερο φονικός στις χαλαρές κοινωνίες επειδή κατάφερε να στρέψει εναντίον των πολιτών την τάση τους να μη συμμορφώνονται με τους όποιους κανόνες.
Καθησυχαστικές δηλώσεις διαφόρων ηγετών, από την Ντόναλντ Τραμπ και τον Ζαΐρ Μπολσονάρο έως τον Μπόρις Τζόνσον, επιδείνωσαν περαιτέρω την κατάσταση, μην επιτρέποντας στους πολίτες των χωρών τους να αντιληφθούν την κρισιμότητα της κατάστασης, ούτως ώστε να την αντιμετωπίσουν με τη δέουσα προσοχή.
Δεδομένου ότι η πανδημία εξακολουθεί να μαίνεται, για να περιοριστεί ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων ανά την υφήλιο αλλά και «για να προετοιμαστούμε για μελλοντικές συλλογικές απειλές», οι χαλαρές κοινωνίες πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, μαθαίνοντας καταρχάς να λαμβάνουν εγκαίρως και να ερμηνεύουν σωστά τα όποια σήματα κινδύνου.
Δύο βήματα
Σύμφωνα με την αμερικανίδα ειδικό για να συμβεί αυτό πρέπει να πραγματοποιηθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα τα εξής δύο βήματα.
Πρώτον, πρέπει να αλλάξει ο τρόπος παρουσίασης του κινδύνου με τον οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εάν είχε ξεσπάσει ένας παγκόσμιος πόλεμος αντί για μία παγκόσμια πανδημία, όλοι οι λαοί θα ήταν πολύ πιο προσεχτικοί, καθώς όταν ο κίνδυνος είναι ορατός και συγκεκριμένος επικρατεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Επειδή, όμως οι ιοί είναι αόρατοι και μυστηριώδεις, είναι πιο εύκολο να υποτιμηθεί η απειλή που συνιστούν, και αυτό σημαίνει πως όλοι όσοι φέρουν την ευθύνη για την προστασία της δημόσιας υγείας πρέπει να αναδείξουν τους κινδύνους της πανδημίας, δίχως, ωστόσο, να τρομάξουν τον κόσμο: «Για να πειστούν οι άνθρωποι να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι για την Covid και τα συμπτώματά της, επισημαίνοντας, όμως, επίσης πως μπορούμε να τα καταφέρουμε».
Εξίσου σημαντικό είναι να καταστεί σαφές ότι η οποία αυστηροποίηση είναι προσωρινή, καθώς φαίνεται πως όλοι όσοι τείνουν να μη συμμορφώνονται με τις όποιες υποδείξεις, μπορούν να αλλάξουν, προς το σφιχτότερο, τη στάση τους, εάν γνωρίζουν πως η κατάσταση έκτακτης ανάγκης κάποια στιγμή θα αρθεί.
«Οσο ταχύτερα περιοριστούμε τόσο ταχύτερα θα μετριάσουμε την απειλή και θα αποκαταστήσουμε την ελευθερία» υπενθυμίζει η Μισέλ Γκέλφαντ, υπογραμμίζοντας πως στην παρούσα φάση είναι απαραίτητη η αποκαλούμενη «πολιτισμική αμφιδεξιότητα», η ικανότητα, δηλαδή, προσαρμογής, άλλοτε προς το αυστηρότερο και άλλοτε προς το χαλαρότερο, στις όποιες συνθήκες.
Για να γίνει απόλυτα κατανοητή η αμερικανίδα επιστήμονας επικαλείται τους Νεοζηλανδούς, οι οποίοι φημίζονται για τη χαλαρότητά τους αλλά ενώπιον της απειλής του κορονοïού θέσπισαν εγκαίρως και, το κυριότερο, τήρησαν μια σειρά από αυστηρότατα μέτρα, θρηνώντας έως σήμερα μόλις 25 θύματα.
Συμπεραίνεται, συνεπώς, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι ενώπιον της πανδημίας οι λαοί που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν χαλαρά την κατάσταση πρέπει να ξεπεράσουν άμεσα το σύνδρομο του ντόντο και να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Νεοζηλανδών. Για το καλό το δικό τους αλλά και για να τερματιστεί η πανδημία (ή, έστω, να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος) μία ώρα αρχύτερα.
Κάτω από τον μέσο όρο η Ελλάδα
Η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά κάτω από τον μέσο όρο των 57 χωρών στις συναρτήσεις της «ικανότητας προσαρμογής» με τον αριθμό κρουσμάτων και θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού που μπήκαν στο μικροσκόπιο του Lancet (σύμφωνα με τα επιδημιολογικά δεδομένα της 16η Οκτωβρίου 2020). Τα κρούσματα Covid-19 ανά εκατομμύριο πληθυσμού στη χώρα μας και σύμφωνα με την επεξεργασία των ειδικών, ήταν 7,8 ανά εκατομμύριο πληθυσμού ενώ οι θάνατοι 3,75, με την πολιτισμική αμφιδεξιότητα ως κοινό παρονομαστή να βρίσκεται περίπου στο -0,3%.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News