Tο 2018, το «Bohemian Rhapsody», η επιτυχημένη βιογραφία του Φρέντι Μέρκιουρι, κέρδισε τέσσερα Όσκαρ και έφτασε τα 1 δισ. δολάρια στο box office. Την επόμενη χρονιά, το «Rocketman», ένα μιούζικαλ για τη ζωή του Έλτον Τζον, απέφερε επίσης καλά κέρδη και δύο Όσκαρ. Και τώρα με την προβολή του «Stardust» που μόλις άρχισε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ολοκληρώνεται μια τριλογία δραματικών ταινιών για σεξουαλικά περιπετειώδεις θρύλους της βρετανικής glam-rock σκηνής.
Ο Τζόνι Φλιν υποδύεται τον Ντέιβιντ Μπάουι στα νιάτα του, η επιτυχία της ταινίας, όμως, είναι αμφίβολη. Παρά την καλή πρόθεση των ηθοποιών, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες είναι μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού με μερικές αναπόφευκτες ατέλειες. Κατ’ αρχάς ο σκηνοθέτης διάλεξε ηθοποιούς μεταξύ 30 και 50 ετών για να υποδυθούν εικοσάρηδες εκείνης της εποχής. Και επειδή το «Stardust» δεν εγκρίθηκε από τους κληρονόμους του θρυλικού τραγουδιστή, δεν περιλαμβάνει κανένα από τα τραγούδια του. (Δείτε το τρέιλερ στο τέλος του κειμένου)
Οπότε δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το τρέιλερ χλευάστηκε στα social media όταν παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο, και τον Νοέμβριο, όταν η ταινία βγήκε στις ΗΠΑ, ο κριτικός του AV Club Ιγνάτι Βισνεβέτσκι την απέρριψε ως «ένα βιογραφικό δράμα-σκουπίδι που δεν διαθέτει μουσική του Μπόουι ή των συγχρόνων του και πρωταγωνιστεί κάποιος που ούτε μοιάζει ούτε ακούγεται όπως εκείνος».
Οι κίνδυνοι ελλοχεύουν
Το μάθημα είναι ότι η βιογραφία κάποιου διάσημου είναι το πιο επικίνδυνο κινηματογραφικό είδος. Αν η ταινία είναι καλή, γεμίζει κινηματογράφους και κερδίζει βραβεία. Αλλιώς μπορεί να είναι τρομερή με τον δικό της βασανιστικό τρόπο. Οι ηθοποιοί πιστεύουν σαφώς ότι αξίζει να διακινδυνεύσουν, και είναι κατανοητό. Από το 2000, 11 από τα Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού έχουν πάει σε διάσημους που έπαιξαν άλλους διάσημους: σκεφτείτε τους Τζέιμι Φοξ («Ρέι»), Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν («Καπότε»), Ντάνιελ Ντέι Λιούις («Λίνκολν»), Εντι Ρεντμέιν («Θεωρία των Πάντων»), Γκάρι Ολντμαν («Πιο Σκοτεινή Ωρα») και, φυσικά, τον Ράμι Μάλεκ στο «Bohemian Rhapsody».
Την ίδια 20ετία, δέκα από τις καλύτερες ηθοποιούς τιμήθηκαν επίσης με Όσκαρ για τους ρόλους τους σε δράματα που περιστρέφονται γύρω από πραγματικές ζωές, όπως οι Σαρλίζ Θερόν («Monster», Ρις Γουίδερσπουν («Walk the Line»), Ελεν Μίρεν («Βασίλισσα»), Μέριλ Στριπ («Σιδηρά Κυρία») και, πέρυσι, η Ρενέ Ζελβέγκερ («Judy»).
Ωστόσο, δεν ήταν όλοι εξίσου τυχεροί. Το «Gotti» (2018), με τον Τζον Τραβόλτα στον ρόλο του αφεντικού της ιταλοαμερικανικής Μαφίας Τζον Γκότι, είναι μία από τις λίγες ταινίες που βαθμολογήθηκε με 0% στο Rotten Tomatoes. Το μιούζικαλ «Πέρα από τη θάλασσα»(2004), για τη ζωή του τραγουδιστή Μπόμπι Ντάριν, δεν τα πήγε πολύ καλύτερα: κόστισε 25 εκατ. δολάρια αλλά οι πωλήσεις εισιτηρίων κάλυψαν μόλις το ένα τρίτο του κόστους. Το σενάριο και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Κέβιν Σπέισι, ο οποίος πρωταγωνιστεί και τραγουδάει επίσης, παρόλο, που όταν γυρίστηκε η ταινία ο Σπέισι ήταν 45 ετών, ενώ ο τραγουδιστής πέθανε σε ηλικία 37 ετών. Ο Μικ ΛαΣαλ χαρακτήρισε την ταινία στη San Francisco Chronicle «ένα κακοσχεδιασμένο ματαιόδοξο project … [και] ένα από τα πιο στενόχωρα θεάματα του 2004».
Για να εκτιμήσει κανείς πόσο επικίνδυνη δουλειά μπορεί να είναι μια σύγχρονη βιογραφία, γράφει ο Νίκολας Μπάρμπερ στο BBC Culture, αρκεί να δει μόνο τέσσερα παραδείγματα από δύο σκηνοθέτες. Ο Ολιβερ Χιρσμπίγκελ γύρισε την «Πτώση» (2004) με τον Μπρούνο Γκαντζ ως Αδόλφο Χίτλερ στις τελευταίες μέρες του, μια από τις πιο αναγνωρισμένες κινηματογραφικές απεικονίσεις του ναζιστικού καθεστώτος. Μερικά χρόνια αργότερα, όμως, ο ίδιος σκηνοθέτης γύρισε τη «Νταϊάνα» (2013), με τη Ναόμι Γουότς, παρουσιάζοντας μια πολυαγαπημένη πριγκίπισσα τόσο ανόητη ώστε η Daily Telegraph δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Οι 10 πιο ανόητες στιγμές της Νταϊάνα».
Αντίστοιχα, ο Ολιβιέ Νταχάν σκηνοθέτησε την πολυβραβευμένη «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» (2007), με τη Μαριόν Κοτιγιάρ να ενσαρκώνει την Εντίθ Πιαφ που της έφερε το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου. Η επόμενη βιογραφία του Νταχάν ήταν η «Γκρέις του Μονακό» (2014), με την Νικόλ Κίντμαν στον ρόλο της Γκρέις Κέλι, μια ταινία, «“ξύλινη” και αφόρητα βαρετή… σαν διαφήμιση της Chanel 104 λεπτών, χωρίς όμως την λεπτότητα και το βάθος της» όπως έγραψε ο Πίτερ Μπράντσο στον Guardian.
«Πώς μπορούν δύο σκηνοθέτες να βυθιστούν από τόσο λαμπερά ύψη σε τόσο σκοτεινά βάθη;», αναρωτιέται ο Νίκολας Μπάρμπερ στο BBC Culture. «Νομίζω ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ποιότητας και κακογουστιάς είναι επικίνδυνα λεπτή στη βιογραφία», απαντάει ο κριτικός κινηματογράφου Τιμ Ρόμπι. Η «μεγάλη σοβαρότητα» του είδους είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους ορισμένες βιογραφίες λατρεύονται και άλλες γίνονται περίγελως. «Η βιογραφίες είχαν ανέκαθεν γόητρο, δεν ήταν κοινές ταινίες, του σωρού», λέει ο Γιάννης Τζιουμάκης, συγγραφέας μεταξύ άλλων του «American Independent Cinema: An Introduction»: «Η εποχή των στούντιο του Χόλιγουντ τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 ήταν γεμάτη από βιογραφίες, ένα είδος που θεωρείτο καλύτερο από τα γουέστερν ή τα μιούζικαλ, γιατί καλούσε το κοινό να δει ιστορία», σημειώνει.
Η εμμονή του Χόλιγουντ
Σε αντίθεση με τα γουέστερν ή τα μιούζικαλ, λέει ο Ρόμπι, σε μια βιογραφία «έχεις μια αληθινή ιστορία. Έχεις ένα ιστορικό πλαίσιο, ένα σκηνικό μεγαλείου ή σπουδαιότητας. Έχεις το τόξο μιας ζωής, που είναι μεγάλη ή σημαντική με κάποιον τρόπο». Οι άνθρωποι, που πηγαίνουν στον κινηματογράφο μόνο μία ή δύο φορές το χρόνο, μπορεί να αισθάνονται ότι η βιογραφία αξίζει τον πολύτιμο χρόνο τους περισσότερο από τις φτηνές συγκινήσεις μιας ταινίας δράσης. Αλλά όταν μια ταινία υπερβάλλει σε μεγαλοπρέπεια και σπουδαιότητα, είναι σαν μπαλόνι έτοιμο να ξεφουσκώσει.
Στο «J Edgar» (2011) του Κλιντ Ιστγουντ για την ζωή του Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, ιδρυτή του FBI, η καρφίτσα στο μπαλόνι ήταν το μακιγιάζ, που έκανε τον Αρμι Χάμερ (παίζει τον Κλάιντ Τόλσον, δεξί χέρι του Χούβερ-Λεονάρντο ντι Κάπριο) να μοιάζει με αιγυπτιακή μούμια. Και στην «Πιο Σκοτεινή Ωρα» (2017), ήταν η διαβόητη σκηνή άβολης ευκολίας και λαϊκισμού με τον Γουίνστον Τσόρτσιλ (Γκάρι Όλντμαν) να συνομιλεί σε ένα βαγόνι του μετρό με «απλούς ανθρώπους», Λονδρέζους θαυμαστές του…
Ακόμη χειρότερη ήταν η γελοία μύτη που φορούσε η Νικόλ Κίντμαν στις «Ωρες» (2002), που την έκανε να μοιάζει όχι με τη Βιρτζίνια Γουλφ, αλλά με το Big Bird από το Sesame Street.
Στις χειρότερες των περιπτώσεων, οι βιογραφίες διαλύονται από την ένταση μεταξύ ενός διανοουμενίστικου σεβασμού και του τίποτα που είναι ενσωματωμένα στο είδος.
Το παιχνίδι της μίμησης
Από την άλλη πλευρά, ηθοποιοί και συνεργεία κομμωτών και μακιγιέρ δεν καταφέρνουν πάντα να δημιουργήσουν τους χαρακτήρες: πρέπει να μιμηθούν συγκεκριμένους ανθρώπους, με όλες τις απαραίτητες περούκες, τις προσθετικές και τις ιδιοσυγκρασιακές πινελιές, που συνεπάγεται η μίμηση. Σε κάθε περίπτωση, είναι εύκολο να μετρηθεί το πόσο επιτυχημένη ή όχι είναι η μίμηση. Μπορούμε όλοι να το δούμε, γι’ αυτό και οι ηθοποιοί, που πρωταγωνιστούν σε βιογραφίες, συχνά κερδίζουν Όσκαρ. Και το αντίθετο, όμως, είναι εμφανές.
Το παράδοξο της βιογραφίας είναι πως υπερηφανεύεται για το ότι ακολουθεί πιστά τη ζωή, αλλά -από τους περίτεχνα μεταμφιεσμένους ηθοποιούς μέχρι τα εγγενώς φορμαλιστικά σενάρια- κανένα είδος δεν είναι τόσο κατάφωρα τεχνητό, πράγμα που σήμερα διαπιστώνεται πανεύκολα με ένα κλικ στη Wikipedia και στο Youtube. Το Διαδίκτυο μας επιτρέπει επίσης να εκφράσουμε την αποδοκιμασία μας πιο γρήγορα και πιο έντονα από ποτέ.
Όταν η Ζόε Σαλντάνα υποδύθηκε τη Νίνα Σιμόν στη «Νίνα» (2016), οι θαυμαστές της διαμαρτυρήθηκαν γιατί η επιδερμίδα της ηθοποιού ήταν πολύ ανοιχτόχρωμη και η μύτη της πολύ λεπτή. Η εταιρεία που διαχειρίζεται τα δικαιώματα της Νίνα Σιμόν είχε αρνηθεί, εξάλλου, να δώσει την έγκριση της στην παραγωγή και η κόρη της αμφισβήτησε έντονα την επιλογή των ηθοποιών. Η ταινία συγκέντρωσε βαθμολογία μόλις 2% στο Rotten Tomatoes και η Σαλντάνα ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη το 2020, δηλώνοντας: «Δεν έπρεπε ποτέ να παίξω τη Νίνα».
Θα αναγκαστεί άραγε και ο Τζόνι Φλιν να ζητήσει κάποτε συγγνώμη για το «Stardust»; Ακόμα κι αν το κάνει, γράφει ο Μπάρμπερ, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Μερικές φορές οι άνθρωποι βλέπουν τις βιογραφίες από μια αίσθηση καθήκοντος αλλά αν είναι κακές το μόνο που θέλουν μετά είναι να τις ξεχάσουν. Για πάντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News