«This nation asks for action, and action now» («αυτή η χώρα ζητά δράση και δράση τώρα»). Πολλοί θεωρούν πως αυτή η φράση συνοψίζει το πολιτικό μεγαλείο του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, περισσότερο ακόμα και από την πιο διάσημη ρήση του, «το μοναδικό που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο φόβος».
Γιατί η πρώτη φράση που εκφώνησε την 4η Μαρτίου του 1933 κατά την εναρκτήρια ομιλία του ως ο 32ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν ήταν μία κούφια διατύπωση αλλά μία υπόσχεση ή μάλλον μία δέσμευση τόσο ισχυρή που κατέστη σχεδόν αμέσως πράξη. Μέσω του περίφημου Νew Deal, πιθανώς του πιο ρηξικέλευθου μεταρρυθμιστικού προγράμματος που έχει εφαρμοστεί ποτέ σε μία δημοκρατία, δεν έθεσε τις βάσεις μόνον για την επανέναρξη της αμερικανικής οικονομίας μετά την Μεγάλη Υφεση, αλλά κατάφερε να αλλάξει ριζικά την Αμερική.
Πώς; Πέρα από τις πολιτικές ανάκαμψης που εφάρμοσε, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ εκμεταλλεύτηκε την πρωτοφανή κρίση για να προβεί σε σημαντικές δομικές αλλαγές μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (κατά τις πρώτες εκατό ημέρες της προεδρίας του) θεσπίζοντας μία νέα τάξη οικονομικών σχέσεων (εγγύηση καταθέσεων, αντασφάλιση δανείων, κοινωνική ασφάλιση) οι οποίες παρά πολύ δύσκολα μπορούσαν να ανατραπούν πολιτικά. Κατά τη δεύτερη θητεία του προέβη και στην αύξηση του ομοσπονδιακού κατώτατου ωρομισθίου. Ολα αυτά τα προγράμματα προσέφεραν μακροπρόθεσμη οικονομική ασφάλεια σε όσους κάλυπταν, παρότι αρκετά σχεδιάστηκαν με τρόπο ώστε να αποκλείονται οι Αφροαμερικανοί.
Τα παραπάνω υπενθυμίζει σε κείμενό του ο Μάρτιν Σάντμπου των Financial Times, όχι μόνον επειδή οι ηγέτες πρέπει να διδάσκονται από την Ιστορία, αλλά κυρίως γιατί ο Τζο Μπάιντεν, μόλις πληροφορήθηκε ότι οι Δημοκρατικοί εξασφάλισαν τον έλεγχο και της Γερουσίας κερδίζοντας τις δύο έδρες της Τζόρτζια, δήλωσε πως οι αμερικανοί ψηφοφόροι «θέλουν δράση ενώπιον των κρίσεων που αντιμετωπίζουμε και τη θέλουν τώρα». Σύμφωνα με τον κορυφαίο οικονομικό σχολιαστή της έγκριτης λονδρέζικης εφημερίδας, πιο ξεκάθαρη η επίκληση του Ρούσβελτ δεν θα μπορούσε να είναι.
Τολμηρές μεταρρυθμίσεις
Εν μέσω μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης, πέρα από τον Ρούσβελτ, την αμερικανική προεδρία ανέλαβε και ο Μπαράκ Ομπάμα ενώ στα μέσα της επόμενης εβδομάδας το ίδιο πρόκειται να κάνει και ο Τζο Μπάιντεν, ο πρώην αντιπρόεδρος του πρώτου αφροαμερικανού προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ. Αμφότεροι οι προκάτοχοι του Μπάιντεν «ενήργησαν με στόχο τον τερματισμό της οικονομικής ύφεσης. Αλλά μόνον ένας άλλαξε εκ βάθρων τον τρόπο που λειτουργούσε η οικονομία των ΗΠΑ», αναφέρει ο Σάντμπου.
Η μοναδική ουσιαστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Ομπάμα – Μπάιντεν ήταν το Obamacare, αν και επρόκειτο για μία μερική μεταρρύθμιση, καθώς το 2016 μπορεί να απέκτησαν ασφάλιση 20 εκατομμύρια φτωχοί αμερικανοί πολίτες, αλλά άλλα 27 εκατομμύρια άνθρωποι αποκλείστηκαν.
Λαμβάνοντας υπόψη πως κατά την πρώτη του συνέντευξή του ως εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν υπογράμμισε ότι η προεδρία του δεν πρόκειται να είναι «μία τρίτη θητεία Ομπάμα», συμπεραίνεται πως θα μπορούσε να αποπειραθεί να προβεί σε ριζικές αλλαγές, ακολουθώντας το παράδειγμα όχι του Ομπάμα αλλά του Ρούσβελτ.
«Οταν ξέσπασε η πανδημία, η αμερικανική οικονομία δεν λειτουργούσε καλύτερα σε σχέση με την τελευταία φορά που ο Τζο Μπάιντεν εισήλθε στον Λευκό Οίκο», αναφέρει ο Σάντμπου, για να υποστηρίξει ότι ο νέος αμερικανός πρόεδρος καλείται να φέρει εις πέρας ένα «ιστορικό» έργο, παρόμοιο με εκείνο του Ρούσβελτ, καλείται, δηλαδή, «να τερματίσει, για την τωρινή γενιά αλλά και για τις μελλοντικές, την ενδημική οικονομική ανασφάλεια η οποία ανάγκασε πάρα πολλούς Αμερικανούς να εγκαταλείψουν τους φιλελεύθερους δημοκρατικούς κανόνες».
Για να το πετύχει αυτό, ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ θα πρέπει να κάνει ό,τι έκανε και ο 32ος, να αξιοποιήσει, δηλαδή, τους πρώτους μήνες της προεδρίας του, για να δώσει «μια μεγάλη ώθηση, όχι μόνον στις επιχειρήσεις άμεσης διάσωσης, αλλά και σε δομικές μεταρρυθμίσεις μονίμου χαρακτήρα, που θα αναμορφώσουν άρδην την οικονομία».
Παροχές και φόροι
Ενα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση ο Τζο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί ότι θα το κάνει άμεσα, αυξάνοντας το κατώτατο ομοσπονδιακό ωρομίσθιο στα 15 δολάρια την ώρα. Πρόκειται για μία μεταρρύθμιση η οποία εάν εφαρμοστεί σωστά στην πράξη, θα απαλλάξει οριστικά τις ΗΠΑ από την εργασιακή φτώχεια.
Με το που αναλάβει την προεδρία ο Τζο Μπάιντεν, σκοπεύει επίσης να αυξήσει άμεσα –από τα 600 στα 2.000 δολάρια– το έκτακτο μηνιαίο επίδομα που λαμβάνουν εκατομμύρια Αμερικανοί που έχουν πληγεί βαριά από την πανδημία.
Ωστόσο αυτό το «δώρο μετρητών», σύμφωνα με τον Σάντμπου, σίγουρα δεν επαρκεί για να επέλθει μια δομική αλλαγή, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι η επισφάλεια ήταν ήδη βαθιά ριζωμένη στις ΗΠΑ πριν από το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης. Αρκεί να σημειωθεί ότι τέσσερις στους δέκα Αμερικανούς δεν είχαν στην άκρη ούτε 400 δολάρια σε μετρητά για ώρα ανάγκης.
Για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτό το πολύ σοβαρό ζήτημα, ο Τζο Μπάιντεν θα μπορούσε να ζητήσει από το Κογκρέσο, όπου τον πρώτο λόγο τον έχουν οι Δημοκρατικοί και στη Βουλή και στη Γερουσία, να νομοθετήσει ένα μόνιμο, μικρό μεν (περί τα 120 δολάρια τον μήνα) άνευ όρων δε, επίδομα που θα λαμβάνουν όλοι οι πολίτες, ανοίγοντας, έτσι, τον δρόμο ακόμα και για ένα καθολικό βασικό εισόδημα.
Οσον αφορά τους φόρους, ο Σάντμπου υποστηρίζει ότι προς το παρόν δεν υπάρχει ανάγκη να αυξηθούν. Εάν, ωστόσο, θέλει όντως να εφαρμόσει το φιλόδοξο πρόγραμμά του ο Τζο Μπάιντεν, κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να το κάνει.
Θα μπορούσε να καταργήσει τις μειώσεις στις οποίες προέβη το 2017 η κυβέρνηση Τραμπ, αλλά μία εναλλακτική λύση με πιο σταθερή ισχύ είναι οι νέοι φόροι: «Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή για να δικαιολογηθεί η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, την οποία υποστήριζαν οι γερουσιαστές Ελίζαμπεθ Γουόρεν και Μπέρνι Σάντερς – τουλάχιστον σε προσωρινή βάση», επισημαίνει ο κορυφαίος οικονομικός αναλυτής της κορυφαίας οικονομικής εφημερίδας στον κόσμο.
Οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν ότι η εν λόγω πρόταση είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, ακόμη και μεταξύ των Ρεπουμπλικανών, και «εάν η επιλογή είναι ανάμεσα σε έναν φόρο μεγάλου πλούτου και την αύξηση της φορολογίας εισοδήματος, πολλοί από τους εύπορους θα επιλέξουν τον πρώτο».
Υγεία και Διαφάνεια
Κατά πόσο ο Τζο Μπάιντεν θα μπορέσει να σταθεί στο ύψος του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, αλλάζοντας ριζικά και μόνιμα την αμερικανική οικονομία, θα εξαρτηθεί και από το εάν θα τηρήσει δύο ακόμη υποσχέσεις του: να καλύψει υγειονομικά όλους τους πολίτες που εξακολουθούν να είναι ανασφάλιστοι και να καταπολεμήσει τη διαφθορά, το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοπιστωτική αδιαφάνεια.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο του, ο Σάντμπου επισημαίνει ότι ο Τζο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του δεν θα πρέπει να περιμένουν έως ότου αντιμετωπιστεί και ξεπεραστεί η τρέχουσα οικονομική κρίση για να προβούν σε τολμηρά βήματα που θα έχουν μόνιμο αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία.
Η πλειοψηφία που χαίρει στη Βουλή και στη Γερουσία το Δημοκρατικό Κόμμα είναι ισχνή, ενώ αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι που στηρίζουν κάποιες από τις παραπάνω προτάσεις σήμερα, επιδιώκοντας να εξιλεωθούν πολιτικά για την τετραετία Τραμπ, σε μερικούς μήνες είναι πολύ πιθανό να αλλάξουν γνώμη.
«Είναι μια σπάνια ευκαιρία για τον κ. Μπάιντεν να προβεί σε μεγάλες αλλαγές. Δεν θα διαρκέσει και για αυτόν τον λόγο, στο πνεύμα του “τολμηρού πειραματισμού” του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, η κυβέρνησή του θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον μακροπρόθεσμο μετασχηματισμό ως επείγουσα ανάγκη, όσο και τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές διάσωσης», καταλήγει ο Σάντμπου. Εάν τα καταφέρει, ο γηραιός Μπάιντεν θα μνημονεύεται από τις μελλοντικές γενιές περισσότερο για το πρώτο του επίτευγμα παρά για το δεύτερο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News