Μεγάλες ενώσεις της φαρμακοβιομηχανίας ζητούν η στρατηγική του εμβολιασμού για τον κορονοϊό «να βασιστεί στην επιστήμη», καθώς πολλές κυβερνήσεις δείχνουν τάσεις να ισοφαρίσουν την έλλειψη δόσεων με παραβίαση των αρχικών ενδείξεων.
«Κάθε μεταβολή στη δοσολογία των εμβολίων που έχουν δοκιμασθεί και εγκριθεί και κάθε τροποποίηση του χρονικού διαστήματος του εμβολιασμού με τα εμβόλια κατά της Covid-19 πρέπει να βασίζονται στην επιστήμη και σε μία διαφανή ερμηνεία των δεδομένων», αναφέρεται εμφατικά στην κοινή ανακοίνωση των μεγαλύτερων επαγγελματικών ενώσεων του τομέα της φαρμακοβιομηχανίας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ (IFPMA, PhRMA, EFPIA, Vaccines Europe, BIO, ICBA).
Οι ενώσεις εκτιμούν ότι «οι στρατηγικές εφαρμογής των εμβολίων πρέπει να βασίζονται στα αποτελέσματα των κλινικών μελετών και την εξέλιξη της γνώσεις που απορρέει από αυτές» και κατά συνέπεια υποστηρίζουν «την παραδοχή των δοσολογιών που καθορίσθηκαν από τις κλινικές δοκιμές».
Πολλές χώρες αλλάζουν τη δοσολογία των εμβολίων ή αυξάνουν το χρονικό διάστημα ανάμεσα στις δόσεις, πέραν των ορίων που έχει καθορίσει η κατασκευάστρια εταιρεία, αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Αυτό συμβαίνει διότι επιθυμούν να δοκιμάσουν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη εμβολίων αποκτώντας τη δυνατότητα να εμβολιάσουν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, την ώρα που η πανδημία συνεχίζει να έχει καταστροφικές διαστάσεις.
Σύμφωνα με ενώσεις της φαρμακοβιομηχανίας, υπάρχει κίνδυνος, αν οι στρατηγικές αυτές δεν έχουν αποτέλεσμα, να τροφοδοτήσουν περαιτέρω έναν ήδη ισχυρό σκεπτικισμό απέναντι στα εμβόλια.
«Είναι ζωτικής σημασίας να διαφυλάξουμε, να αναπτύξουμε και να διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη του κοινού στον εμβολιασμό κατά της Covid-19 συνεχίζοντας να λαμβάνουμε αποφάσεις στηριζόμενες σε στέρεες επιστημονικές βάσεις, καθώς μόνο εμείς μπορούμε να βάλουμε τέλος στην πανδημία», προειδοποιεί η ανακοίνωση.
Μικρότερη αποτελεσματικότητα, άγνωστα αποτελέσματα
Τα εμβόλια mRNA για τον SARS-CoV-2 των Pfizer/BioNTech και της Moderna έχουν λάβει έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχές με βάση τα ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα κλινικών μελετών στις οποίες οι συμμετέχοντες έλαβαν δύο δόσεις κάθε εμβολίου, με διαφορά 21 ή 28 ημερών, αντίστοιχα.
Η Βρετανία όμως έχει θέσει ως προτεραιότητα τον εμβολιασμό όσο περισσότερων πολιτών είναι δυνατό, με την πρώτη δόση του εμβολίου. Ακολούθως, η δεύτερη δόση μπορεί δυνητικά να χορηγηθεί έως και τρεις μήνες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου, είχαν συμπεράνει πραγματογνώμονες στη χώρα.
Σύμφωνα με τα δεδομένα από τις κλινικές μελέτες και τις εκτιμήσεις, μία δόση του εμβολίου μπορεί να προσφέρει 52% αποτελεσματικότητα. Υποστηρίζεται επίσης ότι το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι υψηλότερο με την περαιτέρω ενορχήστρωση της ανοσιακής μνήμης, ωστόσο δεν υπάρχουν βιβλιογραφικά δεδομένα, αφού οι συμμετέχοντες στις κλινικές μελέτες εμβολιάστηκαν με δύο δόσεις.
Οι υγειονομικές αρχές της Βρετανίας θεωρούν ότι η επιπλέον προστασία από τη 2η δόση του εμβολίου είναι μετρίου βαθμού όταν η 2η δόση χορηγείται κοντά, χρονικά, με την 1η δόση, γι’ αυτό και η χορήγηση έως και τρεις μήνες μετά μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της προστασίας που προδίδει ο εμβολιασμός.
Αντίθετα, ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νοσημάτων των ΗΠΑ Αντονι Φαούτσι, υποστήριξε τη χορήγηση των εμβολίων με βάση το εμβολιαστικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στις κλινικές μελέτες και έδειξε υψηλή αποτελεσματικότητα.
Μπορεί η προσέγγιση της Βρετανίας να έχει ορθά επιστημονικά ερείσματα και να αποσκοπεί στη μεγαλύτερη πληθυσμιακή κάλυψη, ωστόσο στηρίζεται σε υποαναλύσεις των μελετών ενώ παράλληλα υπάρχει ένδεια δεδομένων για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η ανοσία και η προστασία μετά από μία δόση εμβολίου, είχε τονίσει ο Φάουτσι.
Επιπλέον, ο ιολόγος Πολ Βιενιάζ από το Πανεπιστήμιο Ροκφέλερ υποστηρίζει την ανάγκη χορήγησης δύο δόσεων σύμφωνα με τον αρχικό εμβολιαστικό προγραμματισμό, διότι η παρουσία μερικώς εμβολιασμένων ατόμων στην κοινότητα, που πιθανότατα δεν έχουν αναπτύξει ικανοποιητική ανοσία έναντι στον SARS-CoV-2, μπορεί να αυξήσει εξελικτικά τον κίνδυνο ανάδυσης νέων στελεχών του ιού, που θα διαφεύγουν από το ανοσοποιητικό σύστημα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News