Το 2020 η εκπαίδευση ήρθε αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα πέραν της αίθουσας, πέραν του σχολείου. Ο πραγματικός κόσμος της διδασκαλίας όπου βλέπεις τους μαθητές, όπου συναισθάνεσαι σαν αναγνώστης ενός βιβλίου την απορία ή το αδιέξοδο του ήρωα, όπου νιώθεις σαν ηθοποιός τις αντιδράσεις του κοινού, αντικαταστάθηκε από ένα περιβάλλον ψηφιακό.
Η μετάβαση προς μια τέτοια συνθήκη από έναν πολιτισμό ανθρωποκεντρικό, από μια κουλτούρα που είναι προσωποκεντρική, που ο άνθρωπος είναι το μέτρο, που το πρόσωπο κινεί την παιδαγωγική αγάπη, έγινε με τρόπο αναγκαστικό, γρήγορο και απαραίτητο, για να μη διακοπεί η εκπαιδευτική διαδικασία. Αν μάλιστα ο εκπαιδευτικός, στην αρχή του σχολικού έτους (2020-2021), δεν ήξερε τους μαθητές από την προηγούμενη χρονιά (2019-2020), τότε δεν υπήρξε καν μετάβαση, αλλά μια ολοκληρωτική σχάση.
Οπως και να έχει, αυτή η μετάβαση έχει τα χαρακτηριστικά μιας οδοιπορίας μακράς και άγνωστης. Από μια πραγματικότητα σχολείου ανθρωπομορφική σε μια κατάσταση ψηφιακού εγκλεισμού η εκπαιδευτική κοινότητα βρέθηκε στην αρχή μιας ιστορικής περιόδου, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι, όπως πολλές φορές άλλωστε στο παρελθόν, το άγνωστο. Ωστόσο η οδοιπορία δεν θύμιζε π.χ. τους ελληνικούς αποικισμούς της αρχαιότητας, όταν ο γεωμέτρης, ο φιλόσοφος και ο πολιτικός της μητρόπολης καθόριζαν τη νέα πραγματικότητα, το όριο δράσης της νέας πόλης, της αποικίας. Θύμιζε περισσότερο την κατάκτηση της Δύσης, όταν ο κάθε ονειροπόλος πάνω στο άλογο καθόριζε τους κανόνες κατά το δοκούν.
Ερωτήματα όπως «πότε σταματά το όριο του δημοσίου και πότε του ιδιωτικού», «πότε σταματούν οι ώρες εργασίας και πότε δικαιούμαι τις ώρες της ιδιωτικής περισυλλογής», «πότε απαντώ στα email των μαθητών και των συναδέλφων και πότε δικαιούμαι να τα αγνοήσω», «πότε δέχομαι γραπτά μαθητών σε έντυπη και πότε σε ηλεκτρονική μορφή», θα παραμείνουν ερωτήματα και στο έτος 2021, ζητώντας απαντήσεις από τμήματα Φιλοσοφίας, Νομικής και Διδακτικής των πανεπιστημίων.
Δάσκαλοι και μαθητές, βρεθήκαμε, εκόντες άκοντες, στην καρδιά της μετανεωτερικότητας, την οποία προφήτες όπως Μποντριγιάρ είχαν περιγράψει χρόνια πριν. Στη μετανεωτερική εποχή, λέει ο Μποντριγιάρ (Baudrillard), η εικόνα αυτονομείται από το πραγματικό, αποκτά μια υπόσταση δική της. Σύμβολα, σημεία, πλατφόρμες, εικονίδια, δεν είναι μόνον απατηλά, δεν αποκρύπτουν μόνον την πραγματικότητα, αλλά και παρουσιάζουν μια πραγματικότητα που είναι άσχετη με αυτό που ξέρουμε για αυτήν. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ο κινηματογράφος και μετά το Διαδίκτυο μάς προετοίμασαν για μια τέτοια διεργασία στην οποία η αναπαράσταση της πραγματικότητας, αποκρύπτοντας την κατανόηση που έχουμε για αυτήν την πραγματικότητα, αυτονομείται.
Προτεραιότητα αποκτά η ίδια η εικόνα που πρέπει να την νοηματοδοτούμε ως μία προσομοίωση, ως ένα ομοίωμα χωρίς καμία αναφορά στην πραγματικότητα. Προσομοίωση, λέει ο Μποντριγιάρ, δεν είναι προσποίηση, στην οποία η πραγματικότητα παραμένει άθικτη· προσομοίωση σημαίνει, αν όχι ενίσχυση, τουλάχιστον διατήρηση της διάστασης μεταξύ «αληθινού» και «ψεύτικου», «πραγματικού» και «φαντασιακού».
Από αυτήν την άποψη, η τηλεκπαίδευση το 2020 ενίσχυσε τέτοιες εγγενείς αντινομίες και ανισορροπίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: προγράμματα σπουδών που ανταποκρίνονται στον θετικισμό της γνώσης του 19ου αιώνα ενώ ο μαθητής μπορεί να έχει τα πάντα στο κινητό του, όπως ο εικοσάχρονος ιερέας στην ταινία «Corpus Christi» ψάχνει τις ευχές και τα προσευχητάρια στο κινητό του· ύλη που είναι προσαρμοσμένη σε ένα ιδεατό μαθητή που κινείται πάνω από τον μέσο όρο, αγνοώντας την πλειονότητα των γεωγραφικών και κοινωνικοπολιτισμικών διαστρωματώσεων· λογοκεντρικά βιβλία, πεπαλαιωμένα, αναχρονιστικά που φοβούνται την εικόνα, το βίντεο, τα γραφήματα, τους χάρτες, τα σκίτσα, τους ζωγραφικούς πίνακες. Θα συμπληρώσω αυτή τη λίστα με ένα άλλο κρίσιμο, κατά τη γνώμη μου, στοιχείο: γραφειοκρατία που μεταφέρεται στο ψηφιακό περιβάλλον καθιστώντας την εκπαιδευτική διαδικασία δυσκίνητη.
Με όλα αυτά είχαμε να παλέψουμε, χωρίς εργαλεία, χωρίς πλαίσιο, χωρίς κανόνες, ανήμποροι και αβοήθητοι να ελέγξουμε αν ο μαθητής παρακολουθεί ή κοιμάται ή παίζει παιχνίδια ή μιλάει με τους φίλους του ή βλέπει τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ο καθένας με τα δικά του όπλα όπως στο Φαρ Ουέστ κινηθήκαμε σε μια terra incognita.
Εξαντλημένοι ψυχικά, είχαμε να συγκεράσουμε με τρόπο πρωτόγνωρο, κατά την τηλεκπαίδευση, τέσσερις ιστορικές περιόδους: την προνεωτερική, όταν ο ήχος έπαιζε καθοριστικό ρόλο –θυμηθήκαμε ξανά τη σημασία του ήχου στον λόγο, τις λεπτές διαφορές στον τονισμό, την αμηχανία, τη σημασία της σιωπής ή της παύσης· τη νεωτερική, όταν η απόκτηση γνώσης ήταν το ζητούμενο –διαπιστώσαμε ωστόσο ότι ένα διαγώνισμα που ζητά ημερομηνίες και μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων δεν έχει κανένα νόημα, όταν όλα υπάρχουν με μια απλή αναζήτηση· τη μεταμοντέρνα, στην οποία η Εικόνα παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο όσο ο Λόγος, που αμφότερα επανανοηματοδοτούνται. Και, τέλος, τη νέα ιστορική περίοδο που νεογέννητη και αβάφτιστη καθώς είναι, έχει έλθει για να την αναθρέψουμε κατά πώς πιστεύουμε και μπορούμε με τα καλύτερα από την ανθρώπινη περιπέτεια των προηγούμενων αιώνων.
* Ο Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αθηνών-Γεννάδειο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News