Όπως όταν έχεις βγει από το μπάνιο και ξαπλώνεις στα φρεσκοσιδερωμένα σεντόνια, όταν ξύνεις για πρώτη φορά τη μύτη του καινούργιου μολυβιού για να γράψεις την πρώτη σελίδα στο νέο σημειωματάριο, όταν η προσδοκία του καινούργιου είναι μεγαλύτερη και πιο έντονη από την εμπειρία του παλιού. Κάπως έτσι μου μοιάζει η άφιξη του 2021. Τι κι αν ξέρεις ότι τα σεντόνια σύντομα θα χάσουν την ευωδιά τους, ότι η προσωπική σου κάθαρση είναι προσωρινή και το καινούργιο ημερολόγιο θα καταλήξει σ’ έναν χρόνο με μουτζούρες, βιαστικές, άγαρμπες ή ακατανόητες καταχωρήσεις, τσαλακωμένες σελίδες και ταλαιπωρημένο εξώφυλλο.
Συνεχίζεις να περιμένεις ότι, αυτή τη φορά, οι μέρες που έρχονται θα είναι πιο χαρούμενες, οι σημειώσεις πιο προσεκτικές και ενδιαφέρουσες, όλα θα είναι πιο τακτοποιημένα, ευχάριστα και δημιουργικά, σαν την αρχική αίσθηση της πρώτης σελίδας του χρόνου.
Αυτή η προσδοκία της επαναφοράς κάνει σημαντική την Πρωτοχρονιά.
Ειδικά αυτή την Πρωτοχρονιά που σα να θέλουμε όλοι να πατήσουμε επανειλημμένα και με μανία το κουμπί του reset για να βεβαιωθούμε ότι θα αρχίσουμε να μετράμε από την αρχή, ότι «μέρες καλύτερες θα ‘ρθουν». Το έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ νομίζω. Και φοβόμαστε τη διάψευση ακριβώς διότι το 2020 ήταν η χρονιά των μεγάλων διαψεύσεων και απογοητεύσεων.
Διανύουμε ακόμα μια εγκαυματική φάση, όπου το παραμικρό μπορεί να μας προκαλέσει πόνο. Πονάμε ακόμα και προκαταβολικά χωρίς καν να αγγίξει κάποιος την εγκαυμένη περιοχή, μόνο και μόνο στην ιδέα. Γιατί έτσι είναι η ζωή: μας αφήνει σημάδια που προς το παρόν δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, όσο κι αν παριστάνουμε τους υπεράνω. Οι απώλειες γύρω μας, πιο μακρινές ή και πιο κοντινές γράφουν μέσα μας και μας αφήνουν πιο ευάλωτους.
Οι μεταπολεμικές γενιές δεν ένιωσαν ποτέ να έχουν μια τέτοια δαμόκλειο σπάθη επάνω από το κεφάλι τους. Η διαρκής απειλή του θανάτου καμουφλαρισμένη σε μια τυχαία χειραψία, σε μια επίσκεψη του σούπερ μάρκετ, στη χαραμάδα μιας μάσκας πυροδότησε τον αρχέγονο φόβο του ανθρώπου. Την υπαρξιακή αμφιβολία. Μη γνωρίζοντας πως να το διαχειριστούμε, ο καθένας μας αντέδρασε διαφορετικά, όπως ήξερε και κυρίως όπως μπορούσε.
Προσπαθούμε να ξορκίζουμε τον θάνατο που πλανάται στον αέρα στις σκέψεις μας, άλλοι βγάζοντας τον καλύτερο εαυτό τους και άλλοι απλώς αφήνοντας το χειρότερο εγώ τους να έρθει στην επιφάνεια ανεπεξέργαστος, χωρίς καμία απόπειρα εξωραϊσμού.
Το δεύτερο το βλέπω πολύ στην ανθρωποφαγία των social media. Σε ανθρώπους που είναι έτοιμοι να σε κατασπαράξουν απλώς επειδή διαφωνούν ή επειδή έγραψες κάτι που δεν κατάλαβαν καλά και σε περιμένουν με το διαδικτυακό όπλο στο χέρι. Όμως στις ελάχιστες εξόδους μου από το σπίτι, στον πραγματικό κόσμο, έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι είναι ξαφνικά πιο ευγενικοί και φιλικοί, σαν να εκτιμούν περισσότερο το αυτονόητο, το χαμόγελο στο τέλος μιας πρότασης πίσω από τη μάσκα, τον ήλιο μέσα από τα σύννεφα, την ημέρα που τους βρήκε στη δουλειά τους και όχι σε μια εντατική. Αν δεν είναι ιδέα μου λόγω του εγκλεισμού, τότε πρόκειται για μια απόλυτα αισιόδοξη διαπίστωση.
Κι έτσι φτάνουμε σήμερα, να ανάβουμε το επόμενο κερί του συλλογικού μας χρόνου, γνωρίζοντας ότι θα καταλήξει όπως τα προηγούμενα «κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά». Όμως συνεχίζουμε, πέρα από την θλίψη και τον τρόμο γιατί η ελπίδα παραμένει κάπου βαθιά μέσα μας. Γιατί το αύριο είναι αυτό που υπερβαίνει τη ματαιότητα και μας δίνει δύναμη να προχωρήσουμε.
Ευτυχές το Νέον Ετος λοιπόν. Ας ξεκινήσουμε να γράφουμε στο καινούργιο μας ημερολόγιο με τα καλύτερά μας γράμματα, τις πιο ωραίες μας σημειώσεις και βλέπουμε. Τουλάχιστον θα το έχουμε προσπαθήσει.
(Στη μνήμη του Βαγγέλη, που αν και δεν τον ήξερα, τον σκέφτομαι πολύ. Έφυγε από τη ζωή την τελευταία μέρα του 2020 από Covid-19 και άφησε τη μητέρα του, τη σύζυγό και το μωρό τους μετά από πολλές μέρες αγώνα στην Εντατική).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News