Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, την 26η Ιανουαρίου του 2020, ο Μάθιου Πότινγκερ, αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας της κυβέρνησης Τραμπ, επικοινώνησε με μία αξιόπιστη πηγή του στην Κίνα.
Ο Πότινγκερ, ο οποίος μιλάει άπταιστα μανδαρίνικα, πριν καταταγεί στο Σώμα Πεζοναυτών των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και αφοσιωθεί, στη συνέχεια, στην πολιτική, είχε εργαστεί ως δημοσιογράφος (για το Reuters και την Wall Street Journal). Μάλιστα, το 2003 είχε μεταβεί στο Πεκίνο για να καλύψει την επιδημία SARS. Οταν η είδηση του εντοπισμού ενός νέου κορονοïού στην Γουχάν της Κίνας έφτασε στη Δύση, ο Πότινγκερ τηλεφώνησε αμέσως σε έναν κινέζο λοιμωξιολόγο που είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια των δημοσιογραφικών του ερευνών στη χώρα.
«Θα είναι τόσο άσχημη η κατάσταση όσο ήταν με τον SARS;», ρώτησε ο αμερικανός αξιωματούχος. «Μην σκέφτεσαι το 2003, μοιάζει περισσότερο με το 1918», απάντησε ο κινέζος γιατρός, αναφερόμενος, φυσικά, στην αποκαλούμενη Ισπανική Γρίπη η οποία διήρκεσε μία διετία και σκότωσε από σαράντα έως εκατό εκατομμύρια ανθρώπους ανά την υφήλιο.
Εννοείται πως ο Πότινγκερ έσπευσε να σημάνει συναγερμό, μιλώντας απευθείας με τον αμερικανό πρόεδρο και κάνοντας λόγο για τεράστια απειλή, όχι μόνο κατά της δημόσιας υγείας αλλά και της εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ. Οι ανησυχίες του, ωστόσο, δεν ελήφθησαν υπόψη, υποτιμήθηκαν σχεδόν από όλους, ειδικά από εκείνους που δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να πληγεί η οικονομία, με πρώτο τον Τραμπ.
Το συγκεκριμένο περιστατικό, το ότι, δηλαδή, κανένας δεν εισάκουσε τις εκκλήσεις του Πότινγκερ για την άμεση λήψη μέτρων, με αποτέλεσμα σήμερα οι ΗΠΑ να μετρούν σχεδόν είκοσι εκατομμύρια κρούσματα και να θρηνούν περισσότερους από 340 χιλιάδες νεκρούς, είναι μόνον ένα από τα πολλά λάθη στα οποία υπέπεσε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, λάθη τα οποία αποκαλύπτονται λεπτομερώς στο πιο αποκαλυπτικό κείμενο (έκτασης σχεδόν 40 σελίδων) που δημοσιεύτηκε κατά τη διάρκεια του ζοφερού 2020, όσον αφορά την τραγωδία του κορονοïού στις ΗΠΑ.
Το έγραψε o Λόρενς Ράιτ, βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας και δημοσιογράφος του New Yorker, ο οποίος τον περασμένο Απρίλιο εξέδωσε το δεύτερο μυθιστόρημά του, «The End of October», μια «εντυπωσιακά προφητική» ιστορία για μία παγκόσμια πανδημία που προκάλεσε ένας μυστηριώδης άγνωστος ιός. Οπότε, όταν ζητήθηκε από τον Ράιτ να αρχίσει να ερευνά το ξέσπασμα και, κυρίως, την εξέλιξη της πανδημίας βρισκόταν ήδη σε πλεονεκτική θέση ούτως ώστε να αντιληφθεί και να αποκαλύψει την πραγματικότητα για τα τραγικά λάθη και τις παραλείψεις που την εξέθρεψαν.
Αφού συνομίλησε με πλήθος επιστημόνων, ερευνητών, ειδικών στη δημόσια υγεία, γιατρών στην πρώτη γραμμή, πολιτικών και αξιωματούχων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των πολιτειακών αρχών, ο Ράιτ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν «τουλάχιστον τρεις στιγμές» κατά τις οποίες τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν πάρει διαφορετική, προς το καλύτερο, τροπή.
Αγνοια (και υποτίμηση) του κινδύνου
Στις αρχές του περασμένου Ιανουαρίου, μόλις δύο ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά, ο Ρόμπερτ Ρέντφιλντ, επικεφαλής των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Τζορτζ Φου Γκάο, τον κινέζο ομόλογό του.
«Ο Ρέντφιλντ είχε μόλις λάβει μια αναφορά για έναν περίεργο αναπνευστικό ιό που εμφανίστηκε στην πόλη της Γουχάν. Οι ειδικοί στη δημόσια υγεία φοβόντουσαν εδώ και καιρό το ενδεχόμενο να ξεσπάσει μια εκτεταμένη επιδημία μιας νόσου του αναπνευστικού, όπως το 1918, οπότε ο Ρέντφιλντ ανησύχησε. Ο Γκάο, όταν πιέστηκε, τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε απόδειξη ότι ο ιός μεταδιδόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Εκείνη την περίοδο η θεωρία ήταν ότι όλα τα κρούσματα είχαν προκληθεί από ζώα σε μια “υγρή” αγορά όπου πωλούταν κρέας εξωτικών ζώων. Οταν ο Ρέντφιλντ έμαθε πως μεταξύ των 27 καταγεγραμμένων κρουσμάτων συμπεριλαμβάνονταν αρκετές οικογενειακές ομάδες, παρατήρησε πως ήταν απίθανο να μολύνθηκαν όλοι ταυτόχρονα από μία μοσχογαλή σε κλουβί ή έναν σκύλο ρακούν. Προσφέρθηκε να στείλει μια ερευνητική ομάδα των CDC αλλά ο Γκάο του δήλωσε ότι δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να δεχτεί τέτοιου είδους βοήθεια. Ο Ρέντφιλντ κατέθεσε επίσημο αίτημα στην κινεζική κυβέρνηση και συγκρότησε μια ομάδα ειδικών αλλά καμία πρόσκληση δεν ήρθε. Επειτα από λίγες ημέρες, κατά τη διάρκεια μιας άλλης συνομιλίας με τον Ρέντφιλντ, ο Γκάο άρχισε να κλαίει και του είπε: “Νομίζω πως καθυστερήσαμε πολύ”. Ισως ο Γκάο να είχε μόλις αντιληφθεί ότι ο ιός κυκλοφορούσε στην Κίνα τουλάχιστον από τον Νοέμβριο. Σίγουρα ο Ρέντφιλντ δεν γνώριζε πως ο ιός είχε ήδη φτάσει στην Καλιφόρνια, στο Ορεγκον και στην Ουάσιγκτον και πως κατά τις επόμενες δύο εβδομάδες θα μεταδιδόταν στην Μασαχουσέτη, στο Ουισκόνσιν, στην Αϊόβα, στο Κονέκτικατ, και στο Ρόουντ Αïλαντ, πολύ πριν καταγραφεί το πρώτο κρούσμα στην Αμερική», εξηγεί ο δημοσιογράφος του New Yorker.
Σήμερα ο επικεφαλής των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ δηλώνει πως, εάν οι αμερικανοί ειδικοί είχαν επισκεφθεί την Κίνα στις αρχές του περασμένου Ιανουαρίου, θα είχαν διαπιστώσει το μέγεθος της απειλής. Δεν κατέστη, ωστόσο, δυνατό να μεταβούν στη Γουχάν, λόγω της άρνησης των κινεζικών αρχών, και γνωρίζοντας πως το νέο παθογόνο ήταν ένας κορονοïός, θεώρησαν πως δεν θα ήταν ιδιαίτερα μεταδοτικός, «όπως ο ξάδελφος του ο SARS».
Αυτή η υπόθεση, ωστόσο, ήταν λανθασμένη. Ο ιός στη Γουχάν ήταν πολύ πιο επικίνδυνος και μεταδιδόταν σε μεγάλο βαθμό από ασυμπτωματικούς. «Αυτό σημαίνει ότι δεν εντοπίζεται το 50% των κρουσμάτων. Δεν το εκτιμήσαμε αυτό το δεδομένο έως τα τέλη του Φεβρουαρίου», παραδέχθηκε ο Ρέντφιλντ.
Ελαττωματικά διαγνωστικά τεστ
Η δεύτερη ευκαιρία να τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία στις ΗΠΑ, χάθηκε επίσης κατά τις πρώτες εβδομάδες του 2020. Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων αποφάσισαν, σε συμφωνία με άλλες ομοσπονδιακές υπηρεσίες, να διατηρήσουν την αποκλειστικότητα στην παραγωγή μοριακών τεστ για τη διάγνωση του κορονοïού. Τα τεστ, ωστόσο, που αναπτύχθηκαν στα εργαστήριά τους, όχι μόνον δεν επαρκούσαν για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης αλλά ήταν και εν μέρει ελαττωματικά.
«Την ώρα ακριβώς που τα τεστ συσκευάζονταν για να αποσταλούν, ένας ποιοτικός έλεγχος της τελευταίας στιγμής αποκάλυψε ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να καταστήσει ελαττωματικά τα τεστ σε ποσοστό 33%. Αποφασίστηκε, ωστόσο, να αποσταλούν», αναφέρει ο Ράιτ.
Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό καθώς, έως το τέλος του Μαρτίου, τα περισσότερα αμερικανικά νοσοκομεία δεν διέθεταν αξιόπιστα τεστ για τη διάγνωση του ιού και τα κρούσματα αυξάνονταν επικίνδυνα δίχως, ωστόσο, να το γνωρίζουν οι αρμόδιες αρχές.
Μη χρήση μάσκας
Τα επιμέρους λάθη των Αμερικανών που μετέτρεψαν την πανδημία του κορονοïού σε εθνική τραγωδία είναι πολλά. Σύμφωνα, όμως με τον Ράιτ, το τρίτο πιο σοβαρό ήταν πως δεν κατέστη υποχρεωτική η χρήση μάσκας. Μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας ο Τραμπ συνέχιζε να υπονομεύει τη χρήση της, δηλώνοντας πως ήταν προαιρετική, ακόμα και όταν οι υγειονομικές αρχές απηύθυναν εκκλήσεις για καθολική χρήση.
Μεταξύ όλων των άλλων, στην πολυσέλιδη έρευνά του ο Λόρενς Ράιτ αφηγείται επίσης μια αποκαλυπτική ιστορία με πρωταγωνίστρια της Ντέμπορα Μπιρξ, επικεφαλής της αμερικανικής εκστρατείας κατά του AIDS, την οποία η κυβέρνηση Τραμπ αρχικά προσκάλεσε στην task force για την αντιμετώπιση του κορονοïού ενώ στη συνέχεια τη χρησιμοποίησε ως εξιλαστήριο θύμα για να κουκουλώσει τα δικά της λάθη.
Ομως όταν η Μπιρξ διαπίστωσε πως ο Λευκός Οίκος δεν επρόκειτο να συστήσει την καθολική χρήση μάσκας και την τήρηση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, άρχισε να περιοδεύει ανά τις ΗΠΑ, μαζί με μία συνεργάτιδά της, με στόχο να πείσουν τις κυβερνήσεις όλων των αμερικανικών πολιτειών να καταστήσουν υποχρεωτική της χρήση της. Οι δύο γυναίκες δεν εισακούστηκαν παντού, αλλά όπου ακολούθησαν την απλή συμβουλή τους, σώθηκαν χιλιάδες ζωές.
Εμπειρίες και ηγεσίες
Οσον αφορά την άποψη του Λόρενς Ράιτ για τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην πανδημία, ο αμερικανός δημοσιογράφος επισημαίνει πως στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών αποδείχθηκε ότι δύο είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επιτυχία ή την αποτυχία των όποιων προσπαθειών για την αντιμετώπιση του κορονοïού.
Καταρχάς η εμπειρία. «Κάποιες χώρες που επλήγησαν από ασθένειες στο παρελθόν, εφάρμοσαν απέναντι στην τρέχουσα πανδημία τα μαθήματα που είχαν πάρει», όπως η Ταϊβάν, το Βιετνάμ και το Χονγκ Κονγκ, χώρες που επλήγησαν από τον SARS, αλλά και η Σαουδική Αραβία, λόγω της περιπέτειάς της με τον MERS.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η ηγεσία. «Τα κράτη τα οποία τα πήγαν σχετικά καλά κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης έχουν ηγέτες ισχυρούς, συμπονετικούς και αποφασιστικούς οι οποίοι μιλάνε με ειλικρίνεια στους ψηφοφόρους τους». Ο Ντόναλντ Τραμπ σίγουρα δεν είχε την εμπειρία και σίγουρα δεν θα μείνει στην ιστορία ως υπόδειγμα ηγέτη.
«Ο Τραμπ, με τα λεγόμενα και τις πράξεις του, κατέστη όχι ηγέτης αλλά σαμποτέρ», υποστηρίζει ο Ράιτ. «Υπονόμευσε τις υπηρεσίες υγείας διορίζοντας πολιτικούς που παρενέβαιναν στο έργο της επιστήμης και απέκρυπταν την αλήθεια. Οι πολυπληθείς συγκεντρώσεις του δίχως μάσκες ήταν απερίσκεπτες πράξεις αναίδειας. Κατά την ομιλία του στην Τάλσα, δήλωσε ότι είχε ζητήσει από τους αξιωματούχους υγείας να “επιβραδύνουν τους διαγνωστικούς ελέγχους”, μόνο και μόνο για να φαίνεται καλύτερη η κυβέρνησή του. Οταν συνέβη το αναπόφευκτο και προσβλήθηκε από την ασθένεια, σχεδόν σίγουρα την μετέδωσε. Η αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων κατέρριπτε τους ισχυρισμούς του περί βελτίωσης της κατάστασης. Η ασθένεια τον καταδίωκε, τον περικύκλωνε. Την 25η Οκτωβρίου, ο Μαρκ Μέντοουζ, προσωπάρχης του Τραμπ, δήλωσε πως “δεν θα καταφέρουμε να ελέγξουμε την πανδημία”. Η κυβέρνηση είχε παραιτηθεί. Ο κορονοïός δεν σκότωσε τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά θα μπορούσε να τον νικήσει» και τελικά τον νίκησε. Το τίμημα, όμως, το πλήρωσαν κι εξακολουθούν να το πληρώνουν οι πολίτες της Αμερικής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News