Δύο αναφορές περί «προοδευτικής διακυβέρνησης», η μία της Φώφης Γεννηματά στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό και η δεύτερη του Γιώργου Παπανδρέου σε περιοδικό της Πάτρας, έδωσαν την αφορμή να ασκηθεί δριμεία κριτική στο Κίνημα Αλλαγής και την ηγεσία του. Oύτε λίγο ούτε πολύ, κατηγορήθηκε ότι προσανατολίζεται να συνεργαστεί τελικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα ώστε να σχηματίσουν μέτωπο απέναντι στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η κριτική βρήκε γόνιμο έδαφος να θεριέψει καθώς οι αναφορές της κυρίας Γεννηματά και του κ. Παπανδρέου συνέπεσαν με τα σενάρια για πρόωρες εκλογές εντός του 2021 –εκλογές που λογικά θα γίνουν λόγω των τρομακτικών συνεπειών της πανδημίας, της ανάγκης ανανέωσης της λαϊκής εντολής σε μια χώρα εντελώς διαφορετική από το 2019, βεβαίως και της ανάγκης του κ. Μητσοτάκη να βρει ευκαιρία να προσπεράσει την απλή αναλογική και επειδή με λίγα λόγια η γοητεία του «2+4» είναι πάντα μεγάλη.
Είναι προφανής ο φόβος και η αγωνία μήπως και επανακάμψει με κάποιον τρόπο ο κ. Τσίπρας, ασχέτως αν οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν κάτι τέτοιο. Συνεπώς γιατί το Κίνημα Αλλαγής να του δώσει αυτή τη δυνατότητα ή έστω την ευκαιρία μιας πολιτικής νεκρανάστασης;
Στο γιατί δεν υπάρχει απάντηση. Καμία. Η κριτική, λοιπόν, για «κλείσιμο του ματιού» στην Κουμουνδούρου από την κυρία Γεννηματά είναι όχι μόνο αβάσιμη, αλλά και άδικη.
Παρερμηνεύει σκοπίμως το τι θέλει και επιδιώκει η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, με τις δημόσιες δηλώσεις.
Παρακάμπτει, επίσης σκοπίμως, το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, που αυτοπροσδιορίζεται ως κόμμα της Αριστεράς και το Κίνημα Αλλαγής, που εκφράζει από το 1974 ακόμη τη σοσιαλδημοκρατία στη χώρα, είναι δυνάμεις ανταγωνιστικές και όχι συμπληρωματικές, για προφανείς ιστορικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς λόγους. Η διαχρονική ιστορική σχέση των δύο χώρων δεν αλλάζει. Τα περιθώρια σύμπραξης είναι ελάχιστα.
Στο Κίνημα Αλλαγής είναι υποχρεωμένοι να υπερασπίζονται την ιστορική πορεία του ΠΑΣΟΚ και γενικότερα της παράταξης, μέχρι και το 2015. Αν το κάνουν σωστά είναι άλλο θέμα, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι υποχρεωμένοι. Όπως υποχρεωμένοι είναι να αμφισβητούν την αντιστροφή των ρόλων ηγεμονίας στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, η οποία προκλήθηκε από την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ , λόγω της οικονομικής κρίσης, με συνέπεια να ωφεληθούν ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ που εξέφρασαν μια αντισυστημική ψήφο.
Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη είναι ο κοινός αντίπαλος τους, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη για σύμπραξη «προοδευτικού μετώπου» απέναντί του, όπως επιδιώκει πεισματικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Εξίσου πεισματικά βέβαια, εισπράττει την κατηγορηματική άρνηση από το ΚΙΝΑΛ –το επιχείρησε η Κουμουνδούρου και για το Πολυτεχνείο και για τη πανδημία και έφαγε, κατά το κοινώς λεγόμενο, πόρτα.
Η κριτική προς την κυρία Γεννηματά είναι άδικη και επιφανειακή διότι ουδέποτε μίλησε για συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ιδού το επίμαχο απόσπασμα της ομιλίας της : «….όλο και περισσότεροι Ελληνες αντιλαμβάνονται την ανάγκη να αποκτήσει η χώρα σήμερα μια αξιόπιστη και ισχυρή προοδευτική αντιπολίτευση και αύριο, όταν το πολιτικό σκηνικό αναδιαταχθεί, μια αποτελεσματική προοδευτική κυβέρνηση».
Είναι σαφές ότι η κυρία Γεννηματά επιδιώκει πρώτα να γίνει το Κίνημα Αλλαγής αξιόπιστη και ισχυρή προοδευτική αξιωματική αντιπολίτευση και άρα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εμπόδιο για αυτόν τον στόχο –προτεραιότητα της είναι η αλλαγή των συσχετισμών με την Κουμουνδούρου.
Το πολιτικό σχέδιο που υπονοεί η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής είναι στις επόμενες διπλές εκλογές να αμφισβητηθεί η ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης και να είναι το ΚΙΝΑΛ ο άλλος πόλος αναφοράς στο πολιτικό σύστημα με τελικό στόχο να αναμετρηθεί με τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, η πολιτική ηγεμονία της οποίας δύσκολα αμφισβητείται τώρα.
Τον διμέτωπο του ΚΙΝΑΛ τον εξήγησε πλήρως στο κείμενό του στο Protagon ο Δημήτρης Ευθυμάκης. Αν θα περίμενε κανείς κριτική για την κυρία Γεννηματά θα ήταν λογικά αυτή ακριβώς η «ανοχή» της στις προοπτικές του κ. Μητσοτάκη και όχι τα περί δήθεν προοδευτικής διακυβέρνησης.
Εξάλλου οι επόμενες εκλογές, που όλο και περισσότεροι τις βλέπουν για το προσεχές φθινόπωρο, θα είναι διπλές. Πρώτα με απλή αναλογική και πιθανό αδιέξοδο στον σχηματισμό κυβέρνησης και κατόπιν με το μπόνους των 50 εδρών που ψήφισε ο κ. Μητσοτάκης. Οπως εξελίσσονται τα πράγματα δεν βγαίνουν τα κουκιά για συνεργασία του ΚΙΝΑΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη φάση της απλής αναλογικής. Εκτός κι αν υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι πρώτο κόμμα δεν θα είναι η ΝΔ αλλά θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ –ούτε ο κ. Τσίπρας δεν το πιστεύει.
Αρα όλη η κουβέντα είναι «να΄χαμε να λέγαμε». Εξ ου και το αβάσιμο της κριτικής για την αναφορά της Φώφης Γεννηματά.
Ενδεχομένως στο μυαλό μιας κάποιας μειοψηφίας στο Κίνημα Αλλαγής να υπερισχύει το αντιδεξιό στερεότυπο από το ιστορικό βάθος της παράταξης. Αλλά οι περισσότεροι κατανοούν ότι σε ένα ενδεχόμενο συνεργασίας θα παραδοθούν οριστικά τα κλειδιά της στον κ. Τσίπρα. Και αυτό το ιστορικό βάρος – και λάθος – δεν αντέχει να το σηκώσει κανείς. Η δε Φώφη Γεννηματά καθόλου…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News