Εκείνη την Πέμπτη του περασμένου Οκτωβρίου ο Μάρκους Ράσφορντ, διάσημος ποδοσφαιριστής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και της εθνικής ομάδας της Αγγλίας, ήταν πολύ απογοητευμένος. Την προηγούμενη μέρα το Βρετανικό Κοινοβούλιο είχε καταψηφίσει το αίτημα των Εργατικών για την παροχή δωρεάν γευμάτων σε παιδιά απόρων οικογενειών στη διάρκεια των σχολικών διακοπών, που ήταν πρόταση της δικής του, πολύμηνης καμπάνιας.
Περισσότερο και από την απόρριψη, από την ήττα του, τον στενοχώρησε που μια ανυστερόβουλη αγωνία του -να μη μείνουν νηστικοί εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές- έγινε αντικείμενο στείρας κομματικής αντιπαράθεσης. Οι Εργατικοί κατήγγειλαν τους Τόρις για αναλγησία, εκείνοι απάντησαν ότι οι Εργατικοί δεν έκαναν, ποτέ, τίποτα για το πρόβλημα, κι ένας Συντηρητικός βουλευτής κατηγόρησε τον Ράσφορντ ως έναν, ακόμη, σελέμπριτι που προσπαθεί να κάνει επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας. Κάποιος άλλος του έγραψε στο Twitter ότι αυτά τα ζητήματα δεν είναι τόσο απλά, όσο νομίζει. Του είπε, δηλαδή, να περιοριστεί στην μπάλα και να αφήσει τα υπόλοιπα στους πολιτικούς.
Εκείνη την Πέμπτη ο 23χρονος αθλητής βρισκόταν σε μια αποθήκη του Μάντσεστερ, την οποία είχε νοικιάσει η «Fareshare»: μια μη κερδοσκοπική εταιρεία που μοιράζει πλεονάζον φαγητό από τα σούπερ-μάρκετ σε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη. Ο Ράσφορντ είχε συνεργαστεί μαζί της και στο παρελθόν. Ο Αντι Μπέρναμ, δήμαρχος της πόλης, τον πλησίασε και του είπε: «Ελπίζω να μη δίνεις σημασία σε όλα αυτά. Τα λένε επειδή νομίζουν πως είσαι σαν κι αυτούς, και προσπαθούν να σε ορίσουν με τους δικούς τους όρους. Αλλά το 99,9% των πολιτών γνωρίζουν ότι εσύ δεν έχεις καμία σχέση με τον κόσμο των πολιτικών».
Το βράδυ ο Ράσφορντ επέστρεψε στο σπίτι του, αποφασισμένος να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ανοιξε τον υπολογιστή του, συγκέντρωσε δεκάδες αναρτήσεις από καφετέριες, εστιατόρια και άλλες τοπικές επιχειρήσεις, που προσέφεραν δωρεάν φαγητό απευθείας σε άπορες οικογένειες -«απαντώντας» στη στάση του Κοινοβουλίου- κι άρχισε να τις κοινοποιεί στους 3,5 εκατομμύρια ακολούθους του στα social media. Κι όσο το έκανε αυτό, τόσο αυξάνονταν οι προσφορές. Ενα 24ωρο (και πολλά tweet) αργότερα, η ιστορία «έπαιζε» στις πρώτες ειδήσεις των καναλιών. Και δύο εβδομάδες μετά, η κυβέρνηση Τζόνσον ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα σίτισης των μαθητών, όταν τα σχολεία θα είναι κλειστά, έως τα Χριστούγεννα του 2021, συνολικού κόστους 400 εκατ. λιρών.
Ο Μπόρις Τζόνσον τηλεφώνησε, αυτοπροσώπως, στον Ράσφορντ στις 7 Νοεμβρίου, έπειτα από το ματς της Γιουνάιτεντ εναντίον της Εβερτον, για να του αναλύσει το σχέδιο δράσης. «Ετσι γίνονται οι αλλαγές», τόνισε ο δήμαρχος του Μάντσεστερ στο politico.eu. «Οταν η χώρα αποφασίζει κάτι διαφορετικό από εκείνο που η Βουλή, μόλις, ψήφισε».
Ηταν η δεύτερη φορά εφέτος, που ο Μάρκους προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ. Η κυβέρνηση Τζόνσον είχε υποχωρήσει ατάκτως και στο θέμα των δωρεάν γευμάτων κατά τις καλοκαιρινές διακοπές των μαθητών. Τώρα, μάλλον πήρε το μάθημά της: ο Ράσφορντ δεν είναι μόνον ο πασίγνωστος παίκτης της Γιουνάιτεντ, αλλά και μια σημαντική φιγούρα του δημόσιου βίου στη Βρετανία, την οποία δεν μπορεί να αγνοήσει ξανά. Για πολλούς, αυτή η νίκη του μοιάζει με φως στον σκοτεινό ουρανό του 2020, και θα μπορούσε να αποτελέσει την απαρχή για κάτι ακόμη πιο σπουδαίο.
Με τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας να είναι αναπόφευκτες, τα ζητήματα της κοινωνικής ανισότητας και της φτώχειας, που βρίσκονται στο επίκεντρο του ακτιβισμού του Ράσφορντ, είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Στην κρίση του 2010 οι προκάτοχοι του Τζόνσον εφάρμοσαν πολιτικές λιτότητας και περικοπών, που έπληξαν, κυρίως, τους ασθενέστερους. Ως αποτέλεσμα, επιπλέον 600.000 παιδιά βρέθηκαν να ζουν στα όρια της φτώχειας, σε μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Κι ο Μάρκους, που μεγάλωσε στην πιο υποβαθμισμένη περιοχή του Μάντσεστερ, ήταν ένα από αυτά. Υπέφερε, χωρίς ο ίδιος και η οικογένειά του να διαθέτει την παραμικρή πρόσβαση στους διαδρόμους της εξουσίας. Αλλά τώρα, έχει φωνή.
Στην προηγούμενη οικονομική κρίση είχε καλλιεργηθεί στους πολίτες της χώρας η εντύπωση ότι οι απόκληροι της βρετανικής κοινωνίας ήταν παράσιτα, που δεν άξιζαν κανενός είδους προνόμιο – αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη δυστυχία τους. Μα όταν ο Ράσφορντ αφηγήθηκε τα παιδικά του χρόνια, το πώς η μητέρα του έκανε τρεις δουλειές χωρίς, και πάλι, να μπορεί να εξασφαλίσει το φαγητό της οικογένειας κάθε μέρα, το ακροατήριό του αντιλήφθηκε τι πάει να πει να είσαι φτωχός στη Βρετανία του 21ου αιώνα. Πλέον, η Ντάουνινγκ Στριτ το ξέρει καλά: περικοπές που θίγουν τους πιο αδύναμους στη χώρα, όπως αυτές του 2010, γίνονται όλο και λιγότερο αποδεκτές από τους ψηφοφόρους. Αυτό είχε αρχίσει να συμβαίνει και πριν από την εμφάνιση του κορονοϊού. Η πανδημία έστρεψε τους προβολείς στους υποαμειβόμενους εργάτες, τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους των καταστημάτων, ή σε εκείνους που φροντίζουν ανθρώπους. Κι έπειτα ήρθε η καμπάνια του Ράσφορντ. Το γεγονός ότι και ο ίδιος βίωσε τη φτώχεια που πολεμά, της έδωσε ακόμη μεγαλύτερη απήχηση στη βρετανική κοινωνία.
Ο Μάρκους γεννήθηκε το 1997 και μεγάλωσε παρακολουθώντας τον σκληρό αγώνα της μητέρας του, Μέλανι Μέιναρντ, να θρέψει πέντε παιδιά. Ο κόσμος της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας ήταν η μάχη για την επιβίωση. Και η αλληλεγγύη. Οποτε δεν υπήρχε φαγητό στο δικό του τραπέζι, οι γείτονες ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν το δικό τους τσουκάλι με την οικογένεια Ράσφορντ. Ακόμη και σήμερα, που κερδίζει από το ποδόσφαιρο 280.000 ευρώ την εβδομάδα, το περιβάλλον του είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Επισκέπτεται τακτικά την παλιά του γειτονιά. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, που τον έπαιρναν από το σχολείο και τον πήγαιναν στην προπόνηση, είναι ατζέντηδες και σύμβουλοί του. Τα γειτονόπουλα της διπλανής πόρτας παραμένουν οι καλύτεροί του φίλοι. Οταν, τον περασμένο Μάρτιο, άκουσε ότι θα κλείσουν τα σχολεία λόγω του λοκ-ντάουν, θυμήθηκε τα δικά του. Η σκέψη του έτρεξε, αμέσως, στα παιδιά που θα έχαναν το μόνο εξασφαλισμένο τους γεύμα.
Ο ρόλος του ακτιβιστή δεν του ήταν εντελώς άγνωστος. Το 2019 συμμετείχε σε μια φιλανθρωπική δράση υπέρ των αστέγων του Μάντσεστερ, στην οποία η μητέρα του εργαζόταν εθελοντικά. Τώρα, όμως, είχε να κάνει με την κεντρική εξουσία. Προτού απευθύνει σε όλους τους βουλευτές τη συγκινητική του επιστολή, στην οποία ανέφερε ότι τα παιδιά που κινδύνευαν να μείνουν νηστικά θα γέμιζαν το «Ουέμπλεϊ» περισσότερες από δύο φορές, ρώτησε και έμαθε για τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αλλά, όπως τονίζουν όλοι όσοι τον συμβούλευσαν, τον τελευταίο λόγο σε ό,τι αφορά τη στρατηγική και την επικοινωνιακή πολιτική της καμπάνιας του, τον είχε ο ίδιος.
Ο Ράσφορντ δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα, ούτε «το είχε», ποτέ, με την πολιτική. Κι όμως, στο πρόσωπό του ο Μπόρις Τζόνσον βρήκε έναν κακό μπελά – ούτε η αντιπολίτευση δεν είχε καταφέρει να τον στριμώξει τόσο πολύ. Γιατί δεν είναι, απλώς, ο διάσημος ποδοσφαιριστής ενός συλλόγου με εκατομμύρια οπαδούς σε όλον τον κόσμο, αλλά μια προσωπικότητα με ειδικό βάρος στην κοινωνία και τα media. Τον περασμένο Νοέμβριο οι Times τον επέλεξαν ως πρωταγωνιστή της φιλανθρωπικής τους καμπάνιας γι’ αυτά τα Χριστούγεννα. Και τούτες τις ημέρες το BBC μεταδίδει ένα ντοκιμαντέρ για την κοινωνική του δράση, το οποίο εξηγεί και την απόφασή του να τον τιμήσει στην εκδήλωση για τις μορφές των σπορ που ξεχώρισαν μέσα στο 2020.
Η φιλοδοξία του να προσφέρει στους αδύναμους δεν εξαντλείται στα δωρεάν γεύματα των φτωχών μαθητών. Το επόμενο βήμα του είναι να απαιτήσει συστημικές αλλαγές: ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και την εργασία, και ίσες αμοιβές για όλους. «Εχει τη δύναμη να κάνει όσα δεν κατάφεραν οι επαγγελματίες της πολιτικής», υπογραμμίζει στο politico.eu ο δήμαρχος του Μάντσεστερ. «Του το έχω πει, ήδη: όταν είναι έτοιμος, θα του παραχωρήσω την καρέκλα μου και θα γίνω ο μάνατζερ της καμπάνιας του».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News