Στις 16 Ιανουαρίου, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας θα εκλέξει τον νέο του ηγέτη, ανάμεσα σε τρεις υποψήφιους: τον Φρίντριχ Μερτς, τον λεγόμενο και «Τραμπ της Γερμανίας», τον πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Αρμιν Λάσετ και τον Νόρμπερτ Ρέτγκεν, επικεφαλής της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της γερμανικής Βουλής.
Οποιος βγει, θα έχει μεγάλες πιθανότητες να διαδεχθεί την Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία. Οι βουλευτικές εκλογές θα γίνουν το φθινόπωρο του 2021.
Ομως, όπως γράφουν οι Financial Times, το παράδοξο είναι ότι ο δημοφιλέστερος πολιτικός δεν είναι υποψήφιος. Αυτός είναι ο Γιενς Σπαν, ο υπουργός Υγείας, που κερδίζει άνετα τους τρεις τους σε όλες τις δημοσκοπήσεις και μάλιστα με διαφορά, καθώς οι Γερμανοί επικροτούν τον τρόπο που διαχειρίζεται την πανδημία.
Τον Φεβρουάριο, ο Σπαν είχε ανακοινώσει ότι θα είναι το νούμερο 2 στην ομάδα του Λάσετ. Από τότε, ο SARS-CoV-2 έχει φέρει τα πάνω-κάτω και ο γερμανικός Τύπος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο Σπαν να βάλει δική του υποψηφιότητα για την ηγεσία του CDU, κάτι που ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά.
Ο Λάσετ τονίζει ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν θέσεις μεταξύ τους. «Υπάρχουν πολλοί που στηρίζουν αυτή τη δυάδα, όπως είναι, και αυτό μας δίνει δύναμη», λέει.
Ακόμα και οι στενοί συνεργάτες του Σπαν δεν πιστεύουν ότι θα «μαχαιρώσει πισώπλατα» τον Λάσετ. «Στην πολιτική αγαπάς την προδοσία αλλά μισείς τον προδότη», είπε χαρακτηριστικά ένας αξιωματούχος του κόμματος.
Πολλοί στο κόμμα, όμως, ελπίζουν ότι ο Σπαν θα το ξανασκεφτεί.
Το σίγουρο πάντως, είναι ότι κανένας από τους τρεις ήδη υποψήφιους δεν προκαλεί ενθουσιασμό στις τάξεις των ψηφοφόρων.
Αν ο Σπαν αρνηθεί να βάλει υποψηφιότητα, τότε έρχεται στο προσκήνιο ο Μάρκους Ζέντερ, πρωθυπουργός της Βαυαρίας και αρχηγός του CSU, του αδελφού κόμματος του CDU στο κρατίδιο αυτό. Καθώς τα δύο κόμματα πρέπει να συννενοηθούν για τον υποψήφιο καγκελάριο, δεν αποκλείεται αυτός να είναι ο Ζέντερ.
Τα δικά του ποσοστά ανεβαίνουν στις δημοσκοπήσεις και είναι και αυτός πολύ μπροστά από τους τρεις υποψηφίους. Μάλιστα, το 58% των συμμετεχόντων σε μία δημοσκόπηση θα τον ήθελε καγκελάριο.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έδωσε το δικό του πράσινο φως για να είναι υποψήφιος από το CSU, λέγοντας ότι έχει ξανασυμβεί δύο φορές στα παρελθόν, το 1980 με τον Φραντς Γιόσεφ Στράους και το 2002 με τον Εντμουντ Στόιμπερ -αν και παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι και οι δύο έχασαν.
Σύμφωνα με τους FT, οι τρεις υποψήφιοι για την ηγεσία του CDU μοιάζουν σε πολλά: είναι άντρες της ίδιας ηλικίας περίπου, γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, είναι από το δυτικό κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας -Βεστφαλίας και συμφωνούν στα περισσότερα θέματα. Τόσο που το πρώτο debate των τριών δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Αυτή είναι η πιο συναρπαστική μάχη για την εξουσία που έχει να μας προσφέρει η Γερμανία τώρα;», διερωτήθηκε η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει την δραστική αλλαγή στη γερμανική πολιτική σκηνή που θα επέλθει του χρόνου με την αποχώρηση της Μέρκελ έπειτα από 16 χρόνια στην εξουσία.
«Δεν ασχολείται με το πρόβλημα-κλειδί: τι είδους κόμμα θέλει να είναι στην μετα-Μέρκελ εποχή. Τι πολιτικές θα ακολουθήσει;», εξηγεί ο Ρόμπερτ Βέρκαμπ, πολιτικός επιστήμονας στη δεξαμενή σκέψης του Ιδρύματος Μπέρτελσμαν.
Κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις από τους υπόλοιπους, φάνηκαν στα λεγόμενα του Ρέντγκεν στο debate, ο οποίος είπε ότι θέλει να κάνει το κόμμα «πιο νέο, πιο θηλυκό και πιο ψηφιακό».
Ο Λάσετ είπε ότι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη Γερμανία είναι να παραμείνει μεγάλη βιομηχανική δύναμη καταπολεμώντας παράλληλα την κλιματική αλλαγή.
Ο Μερτς, που έχει συγκρουστεί με τη Μέρκελ στο παρελθόν, είπε ότι επιθυμεί «περισσότερες διαφωνίες στο πολιτικό κέντρο», αιχμή κατά της τακτικής της καγκελαρίου να επιδιώκει τις ομόφωνες αποφάσεις. Ομως, τέτοιες διαφωνίες δεν εξέφρασαν οι τρεις υποψήφιοι στο debate, σύμφωνα με τους FT.
To CDU παραμένει το δημοφιλέστερο κόμμα στη Γερμανία, πολύ μπροστά από τους Πράσινους, όμως οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του οφείλεται στην παρουσία της Μέρκελ.
«Τα προβλήματα του CDU έχουν καλυφθεί από τα πολύ υψηλά ποσοστά της Μέρκελ στις δημοσκοπήσεις, τα οποία έχουν προκαλέσει έναν λανθασμένο εφησυχασμό στις τάξεις του κόμματος. Εχουν υποτιμήσει τρομακτικά τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν στην μετα-Μέρκελ εποχή», επισήμανε ο Βέρκαμπ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News