Κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, πολλοί θιασώτες του οικονομικού και πολιτικού ορθολογισμού έκαναν ένα σημαντικό λάθος: αντιμετώπισαν όλους όσοι αρνούνταν την πραγματικότητα ως συμπαγή πολιτική κίνηση, ίσως με σκοπό να αναδείξουν έτσι τα λάθη στην επιχειρηματολογία τους. Πιθανόν να πίστεψαν ότι, αν οδηγήσουν τη συλλογιστική των αντιπάλων τους στα άκρα όριά της, θα αναδείκνυαν την ένδεια αλλά και τις εσωτερικές της αντιφάσεις: τότε ήταν ένα μείγμα ενός πατριδοκάπηλου εθνικισμού και μιας ηθικιστικής «αριστερίστικης» προσέγγισης που αν το εξέταζε κανείς από κοντά θα αποδεικνυόταν ασύμβατο. Κι όμως, με την παρουσίαση της άρνησης της πραγματικότητας ως ενιαίας πολιτικής κίνησης, οι κάθε λογής αρνητές της οικονομικής επιστήμης πήραν τη θέση του συζητητή στα τηλεοπτικά debate. Και με την πρόφαση του «να ακούσουμε την αντίθετη άποψη» κέρδιζαν όλο και μεγαλύτερη μερίδα του ακροατηρίου φτάνοντας μέχρι το σημείο να καταστούν -πρόσκαιρα- κοινωνικά πλειοψηφικοί.
Προφανώς η ιατρική επιστήμη δεν ταυτίζεται -και ίσως ευτυχώς- με την οικονομική ή τη νομική επιστήμη. Οι δύο τελευταίες ανήκουν στις πολύ πιο ανοιχτές επιστημολογικά «κοινωνικές» επιστήμες ενώ η πρώτη ασχολείται με το βιολογικό υπόβαθρο του ανθρώπου, που λίγο μπορεί να επηρεαστεί από αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης ονόμαζε «φαντασιακό». Εν τούτοις πρέπει να προσέξουμε αυτή τη φορά να μην κάνουμε το ίδιο λάθος: δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους λεγόμενους «αντιεμβολιαστές», ως συμπαγές πολιτικό ή κοινωνικό κίνημα. Πρώτα πρώτα γιατί δεν παρουσιάζουν κανένα συνεκτικό στοιχείο πέραν της σταθερής αναφοράς στον ανορθολογισμό. Αν όμως το ψάξει κανείς παραπάνω και αυτή ακόμα η αναφορά γίνεται για ετερόκλητους λόγους: άλλοι αρνούνται την ιατρική επιστήμη, άλλοι μιλούν για παγκόσμιες συνωμοσίες και άλλοι απλώς αδυνατούν να κατανοήσουν μια περίπλοκη επιστημονική πραγματικότητα.
Για να το πω αλλιώς: δεν πρέπει να νομίσουμε ότι αν αναγνωρίσουμε τους αντιεμβολιαστές ως πολιτικό κίνημα θα τους εκθέσουμε στα μάτια του κόσμου δια των αντιφάσεών τους και των προφανών αδυναμιών των θεωριών τους. Αν τους αντιμετωπίσουμε ως κάτι που δεν είναι, ως ένα συμπαγές δηλαδή μέτωπο, θα τους αναγνωρίσουμε το status αυτού που συνομιλεί με την επιστήμη εκθέτοντας επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Κάτι τέτοιο όμως, υποτιμά τόσο τον αγώνα που έχουν καταβάλει οι γιατροί όλους αυτούς τους μήνες όσο και την ίδια την ιατρική επιστήμη.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα του εμβολίου δε θα το κουβεντιάσουμε με τους ποικιλώνυμους αρνητές του. Δε θα βάλουμε την επιστήμη στην άβολη θέση της σύγκρουσης με τον ανορθολογισμό. Πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στην πειθώ και όχι στο debate, μέσω και της κατανομής των ρόλων: οι εγνωσμένου κύρους γιατροί εγγυώνται στους πολίτες επιστημονικά την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των ιατρικών μεθόδων. Οι πολιτικοί αλλά και οι προβεβλημένες προσωπικότητες από κάθε χώρο αναλαμβάνουν να πείσουν με τα πολύ ισχυρά μέσα που διαθέτουν: τον λόγο αλλά και το προσωπικό παράδειγμα. Σε αυτή τη μάχη για να πείσουμε όλο και περισσότερους πολίτες να διαφυλάξουν την υγεία τους δεν πρέπει να λείπει κανείς. Γιατί κινδυνεύουμε κάθε ένας που λείπει από τη σωστή μεριά της ιστορίας να αντικαθίσταται ευκαιριακά από κάποιον ανερμάτιστο ανορθολογιστή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News