Θέση στο -μείζον, όπως εξελίσσεται η υπόθεση της πανδημίας- ζήτημα του υποχρεωτικού ή προαιρετικού εμβολιασμού των πολιτών με τα εμβόλια του κορονοϊού, τα οποία θα είναι σύντομα έτοιμα στη Δύση, παίρνει με εκτενές άρθρο του στους Financial Times o σχολιαστής επιχειρηματικών θεμάτων της λονδρέζικης εφημερίδας Τζον Γκάπερ.
Ο αρθρογράφος καλώς αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πρόθυμοι να εμβολιαστούν με σκευάσματα κατεπειγόντως παραχθέντα και υπό συνθήκες αφόρητης πίεσης τόσο από υγειονομικής πλευράς όσο και από πλευράς επιχειρηματικού ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων φαρμακευτικών εταιρειών.
Μάλιστα, αν συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι η Ρωσία και η Κίνα ήδη χρησιμοποιούν τα δικά τους εμβόλια, ενώ η Δύση θα χρησιμοποιήσει αποκλειστικώς τα δικά της, η δεδομένη γεωπολιτική και ιδεολογική αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων όχι μόνο δεν αφαιρεί, αλλά προσθέτει περισσότερη αμφιβολία στο όλο θέμα του μαζικού εμβολιασμού.
Με αδιαμφισβήτητες τις παραπάνω σταθερές, ο Γκάπερ δεν διστάζει να ταχθεί ανοικτά υπέρ ενός εμβολιασμού (στη Δύση, εννοείται) από τον οποίο θα προκύπτουν ανταποδοτικά πλεονεκτήματα για τον εμβολιασθέντα. Ετσι τιτλοφορεί το κείμενό του «Οσοι εμβολιάζονται αξίζουν περισσότερη ελευθερία».
Ας δούμε τι εννοεί:
Αρχίζει από την υπενθύμιση ότι στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα οι ευρωπαίοι μετανάστες εμβολιάζονταν μαζικά στη Νέα Υόρκη, ώστε να μη διασπείρουν τη φυματίωση στις ΗΠΑ. «Μόνο με υγειονομική πιστοποίηση μπορούσαν να περάσουν στον Νέο Κόσμο και να γίνουν Αμερικανοί» γράφει.
Ο κορονοϊός, συνεχίζει, ανάγκασε «την Qantas και άλλες πέντε αεροπορικές εταιρείες να ζητούν πιστοποίηση με ψηφιακές κάρτες υγείας» για τις διεθνείς πτήσεις. Τα «διαβατήρια ασυλίας», όπως τα χαρακτηρίζει, θα παίξουν ρόλο στο μέλλον στην καθημερινή ζωή μας, αν θέλουμε να κινούμαστε ελεύθερα. «Στα γραφεία και στους δημόσιους χώρους ενδέχεται να επιτρέπεται η είσοδος μόνο κατόπιν αποδείξεως ότι έγινε ο εμβολιασμός ή το τεστ που βγήκε αρνητικό». Πώς θα βεβαιώνονται αυτά; «Με εφαρμογές σε κινητά τηλέφωνα» – για «έξυπνα κινητά» μιλάει ασφαλώς.
Η πανδημία «έχει επιταχύνει πολλά πράγματα που ήδη συνέβαιναν, αλλά με πιο αργό ρυθμό», γράφει ο Γκάπερ αναφερόμενος «στις online αγορές και στην εξ αποστάσεως εργασία». Επίσης, «η ψηφιακή ταυτότητα είναι ένα άλλο παράδειγμα και, παρά τον κίνδυνο που παρουσιάζει για την ελευθερία και την ιδιωτική ζωή, συμβάλλει στη δημόσια υγεία».
Τα πλεονεκτήματα του εμβολιασμού (γενικώς) απαριθμούνται από τον αρθρογράφο, ο οποίος λέει ότι και όσοι δεν εμβολιάζονται ωφελούνται, αφού οι ασθένειες εξαλείφονται επειδή κάποιοι άλλοι έχουν εμβολιαστεί. «Αν ο καθένας ήταν πολέμιος των εμβολίων, η ασυλία της αγέλης θα αποτύγχανε, και θα επέστρεφαν νόσοι όπως η διφθερίτιδα, η πολιομυελίτιδα και η φυματίωση». Ετσι ο Γκάπερ τάσσεται κατά του δικαιώματος της άρνησης του εμβολιασμού, επειδή του φαίνεται «άδικο». Και παραθέτει παραδείγματα από τα ισχύοντα σήμερα στις ΗΠΑ.
Στη Νέα Υόρκη, λέει, δεν επιτρέπεται σε ανεμβολίαστα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο, ούτε σε εκείνα που έχουν ψείρες. Ε, αναλόγως πρέπει να απαγορευτεί η επιβίβαση σε αεροσκάφη διεθνών πτήσεων στα ανεμβολίαστα με τα κορονοϊκά εμβόλια άτομα.
Η εργασία και η κοινωνικότητα
Ο αρθρογράφος αναγνωρίζει ότι είναι «πιο δύσκολο ζήτημα» να αποφανθεί κανείς (δηλαδή οι κατά τόπους κυβερνήσεις) αν πρέπει να ισχύσουν ανάλογες απαγορεύσεις εισόδου σε εργασιακούς χώρους ή σε θέατρα, καφενεία, κ.λπ. Τουλάχιστον, η καταστρατήγηση του δικαιώματος στην εργασία δεν είναι κάτι που θα περάσει εύκολα. Ωστόσο, η επιστροφή στην κανονικότητα, η οποία «είναι κοινωνική και οικονομική ανάγκη», γίνεται μόνο «όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν κινδυνεύουν».
Στο σημείο αυτό γράφει και το εξής: «Οι κυβερνήσεις που δεν θα καταστήσουν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό θα μετακυλήσουν σιωπηρά στις εταιρείες την ευθύνη να επιβάλουν απαγορεύσεις». Δηλαδή οι εταιρείες θα αναγκάσουν το προσωπικό τους να εμβολιαστεί. Σε τέτοια περίπτωση, όμως, ελλείψει νομοθετικής κάλυψης, οι εταιρείες θα παρανομήσουν. Και, προς το παρόν, υπάρχουν τα κατάλληλα δικαστήρια για να επιληφθούν.
Ο ιδιωτικός βίος δεν είναι πρόβλημα
Η ψηφιακή ταυτότητα ενέχει κινδύνους κακής χρήσης των αποθηκευμένων σε βάσεις δεδομένων στοιχείων, γράφει ο αρθρογράφος, αλλά συγχρόνως υπογραμμίζει ότι «η ιδιωτικότητα δεν χρειάζεται να αποτελεί εμπόδιο». Ετσι αναφέρει ότι οι προαναφερθείσες αεροπορικές εταιρείες «χρησιμοποιούν μία πλατφόρμα που ονομάζεται CommonPass, η οποία αποθηκεύει μόνο περιορισμένα δεδομένα στο τηλέφωνο του επιβάτη, έναν κωδικό QR που δείχνει ότι πληροί τους κανονισμούς εισόδου», δηλαδή που δείχνει ότι ο επιβάτης έχει κάνει το εμβόλιο του κορονοϊού. Εξάλλου τι να τα κάνουν τα προσωπικά μας δεδομένα; «Καμία αεροπορική εταιρεία δεν επιθυμεί να είναι υπεύθυνη για την τήρηση αρχείων υγείας».
Αλλά και οι εργοδότες δεν πρέπει να ξέρουν όλα τα προσωπικά δεδομένα μας γράφει: «Είναι αρκετή η σάρωση ενός κωδικού που να απαντά μόνο σε μία ερώτηση», δηλαδή να μάθουν, «αν κάποιος έχει καταβάλει προσπάθειες για να εγγυηθεί την ασφάλειά του και την ασφάλεια των άλλων». Τι άλλο μένει; «Ενας επαληθευμένος κωδικός QR στο τηλέφωνο ή και σε χαρτί θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ευρέως».
Και η κατακλείδα του Γκάπερ δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις θέσεις του: «Οσοι δεν συμμορφώνονται με τις επίσημες συμβουλές για την υγεία, αυτοί παραβιάζουν την ελευθερία. Εκατομμύρια υφίστανται τα lockdown. Αν υπάρχει άλλη έξοδος, να μου τη δείξετε».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News