Το πρόσφατο ειδεχθές περιστατικό στο ΟΠΑ πυροδότησε την ομόθυμη καταδίκη από την ελληνική κοινωνία και μία πρωτοφανή έξαρση της χρήσης των όρων «Αριστεροί φασίστες», «Φασιστερά» και λοιπά αντίστοιχα. Είθισται στις μέρες μας η λέξη φασίστας να λειτουργεί περισσότερο ως αξιολογικός χαρακτηρισμός παρά ως στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας. Φασίστας λοιπόν, στη σύγχρονη αντίληψη, μπορεί να νοείται ένας άνδρας που ασκεί βία στη σύζυγό του. Η κατάχρηση του εν λόγω όρου μολαταύτα, πολύ φοβούμαι ότι συσκοτίζει το πραγματικό πρόβλημα, την υπαρξιακή σχέση που διατηρεί η «επαναστατική» Αριστερά με τη βία.
Ο φασισμός ως φαινόμενο αποκλειστικά του 20ου αιώνα έχει καταδικαστεί αμετάκλητα από τη διεθνή ιστοριογραφία ως η πλέον κατάπτυστη και επιβλαβής ιδεολογία της νεότερης παγκόσμιας ιστορίας. Η απουσία εξεχόντων θεωρητικών του Φασισμού είναι αυτή που προκαλεί σύγχυση σχετικά με την ουσία του. Ορισμένα ωστόσο στοιχεία διαγράφονται ανάγλυφα στο πρόγραμμα (1919) της οργάνωσης του Μουσολίνι Fasci di Combattimento: σοβινισμός, δημεύσεις ιδιωτικών περιουσιών, υπερφορολόγηση κεφαλαίου και ευρεία συμμετοχή συνδικαλιστικών οργανώσεων στη νομή της εξουσίας. Ο πυρήνας, βέβαια της φασιστικής πρακτικής υπήρξε η υπεροχή του συλλογικού (εν προκειμένω εθνικού) έναντι του ατομικού συμφέροντος και η ανύψωση της πολιτικής δράσης σε ανώτατο ιδεώδες, με την αμέλεια του πολιτικού στοχασμού. Είναι αυτές ακριβώς οι πτυχές, συνοδευόμενες από τη διαρκή χρήση βίας, που αποτυπώθηκαν στη συλλογική συνείδηση και που συνετέλεσαν στη χρήση του όρου φασίστας για τον χαρακτηρισμό ατόμων που επιβάλλονται με τη βία αδιαφορώντας για ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Έχοντας τα παραπάνω υπ’ όψιν, μεταφερόμαστε στα σημερινά ελληνικά Πανεπιστήμια. Η παλιμπαιδιστική γοητεία της Αριστεράς βρίσκει διαρκώς ευήκοα ώτα στους ρομαντικούς, ριζοσπάστες και ολίγον αφελείς νεολαίους. Οι διαδοχικές ιστορικές αποτυχίες, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, οι ιδεολογικές αντιφάσεις δε φαίνεται καθόλου να πτοούν τους πλήρεις επαναστατικού ζήλου Ελληνόπαιδες που ξανά προς τη δόξα τραβούν διεκδικώντας το δίκαιό τους (;). Από τη στιγμή όμως που η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την άκρα Αριστερά, οφείλουμε να είμαστε συνεπείς με τις ιδεολογικές βάσεις του χώρου.
Η βία, βαπτιζόμενη ως επαναστατική, δεν υπήρξε ποτέ ξένη για την επαναστατική Αριστερά. Αντιθέτως, υπήρξε απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την εκπλήρωση πολιτικών στοχεύσεων. Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, οι αυτόκλητοι αναρχικοί που ευθύνονται για το επονείδιστο περιστατικό δεν αποφάσισαν ξάφνου να αντιγράψουν τους Χρυσαυγίτες στις «ακτιβιστικές» τους δράσεις. Πολλώ δε μάλλον. Η βία και η πολιτική δράση αυτού του τύπου εμφιλοχωρεί σε αυτόν το χώρο και τα Πανεπιστήμια δεν αποτελούν εξαίρεση. Δεν πρόκειται για βία περιστασιακή, αλλά για βία ιδεολογική, βία που παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα. Το πρόσχημα του δίκαιου αγώνα αιτιολογεί στη συνείδησή τους τον ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η ηθική τους ανωτερότητα δεν πλήττεται ακόμη και όταν προβαίνουν σε ναζιστικού τύπου διαπομπεύσεις. Το «μπαίνουμε με το τσεκούρι μέσα στο δάσος» του σπουδαίου αναρχικού Κροπότκιν μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί από το «βγαίνουμε με τις μολότοφ από την ΑΣΟΕΕ» των επίδοξων συνεχιστών.
Δεν είναι λοιπόν οι Αριστεροί φασίστες. Είναι ακροαριστεροί, αντιδημοκρατικοί. Δεν έρχεται ως έκπληξη το γεγονός. Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά, ευελπιστούμε να είναι η τελευταία. Είναι πάγιο γνώρισμα όσων υστερούν στο πεδίο των ιδεών να επιστρατεύουν βίαια μέσα για την επιβολή τους. Χρέος του δημοκρατικού πολίτη να προασπίζει τη διαφορετική άποψη, χρέος της συντεταγμένης Πολιτείας να δώσει ηχηρή απάντηση. Φτάνει πια.
* Ο Φίλιππος Τάρτας είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας στο ΕΚΠΑ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News