Τα εγγόνια κατηγορούνται ότι μεταδίδουν τον κορονοïό στους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι νέοι θεωρούν ότι, εξαιτίας των ηλικιωμένων κυρίως, ζουν ζωή μισή, καθώς λόγω των ολοένα αυστηρότερων περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης για την προστασία των πιο ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων, σχεδόν δεν μπορούν να δουν τους φίλους τους, ούτε να αθληθούν και να διασκεδάσουν, πόσο μάλλον να φλερτάρουν και να φιληθούν.
Γράφοντας για αυτήν άτυπη γενεαλογική αντιπαράθεση που παρατηρείται σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ο ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος Μικέλε Σέρα επισημαίνει σε άρθρο του στην La Repubblica καταρχάς πως, έχοντας διαφορετικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι και οι νέοι έχουν και διαφορετικά έθιμα. Ο εγκλεισμός δεν βαραίνει τόσο τους απόμαχους της ζωής όσο εκείνους που την έχουν μπροστά τους και βιάζονται να τη ζήσουν. «Οπότε ναι, η φρενίτιδα των νέων δεν ευθυγραμμίζεται με την ασφάλεια των ηλικιωμένων», αναγνωρίζει ο Σέρα.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει επειδή η νεολαία αδιαφορεί για τους ηλικιωμένους ή αφαιρείται αλλά γιατί «η ζωή διαθέτει μια ανίκητη αδράνεια, συχνά τυφλή και κουφή. Και αυτή η αδράνεια σε καιρό μετάδοσης αποβαίνει σε βάρος των ηλικιωμένων και της ευθραυστότητάς τους. Αλλά, πώς να το πω, αυτό αποτελεί το αναπόφευκτο κομμάτι (ένα από τα πολλά αναπόφευκτα κομμάτια) της καταστροφής ονόματι Covid», εξηγεί.
Και υποστηρίζει πως ευτυχώς που εξακολουθεί να υπάρχει «αυτή η στέρεη και σχεδόν άνετη σχεδία που είναι η σύγχρονη κοινωνία με τα ασθενοφόρα, τα νοσοκομεία, την ιατρική έρευνα, τα εμβόλια και όλα τα υπόλοιπα», ούτως ώστε να μην καταστούν οι νέοι εχθροί των ηλικιωμένων και αντιστρόφως.
Πριν από μερικές εβδομάδες, τις τελευταίες ημέρες του Σεπτέμβρη, ο Μικέλε Σέρα βρέθηκε ένα Σάββατο βράδυ σε μια πλατεία της Βερόνα, η οποία ήταν κατάμεστη από νεαρούς ανθρώπους. Πάρα πολλοί δεν φορούσαν μάσκα αλλά όλοι κρατούσαν στο χέρι ένα ποτήρι με αλκοόλ.
Εκείνη την περίοδο τα κρούσματα στην Ιταλία (όπου πλέον τα εστιατόρια, τα καφέ και τα μπαρ κατεβάζουν ρολά στις έξι το απόγευμα) είχαν ήδη αρχίσει να αυξάνονται ανησυχητικά, όποτε οι νέοι και οι νέες που βρίσκονταν στην πλατεία γνώριζαν στην πλειονότητά τους –«πέρα από τους αρνητές, τους ανόητους και του αχρείους»– πώς εξελισσόταν η κατάσταση.
Ο Σέρα δεν διστάζει να παραδεχτεί στο κείμενο του πως τότε «ένα κομμάτι του εαυτού μου ευχήθηκε να στραβοκαταπιούν το ποτό που έπιναν και να πνιγούν οι νέοι, επειδή ήταν προφανής η ασυνειδησία τους». Προφανές, όμως, ήταν και το γεγονός πως «αυτό το πλήθος όχι μόνον δεν ήταν σώο αλλά βρισκόταν στη διάθεση του ιού. Επρόκειτο για το συμπόσιο του δαιμόνιου», είχε σκεφτεί τότε ο Σέρα.
Ένα άλλο κομμάτι του εαυτού του, ωστόσο, σκέφτηκε πως η συγκεκριμένη μάζωξη των νέων της Βερόνα και όλες οι παρόμοιες μαζώξεις των νέων στην υπόλοιπη Ιταλία και στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο παρά την απειλή του κορονοïού, μπορούν να περιοριστούν έως έναν συγκεκριμένο βαθμό, και όχι ιδιαίτερα, γιατί εκείνη η μάζωξη «ανήκε στη φύση όσο και ο κορονοïός. Είχε στηθεί από αρσενικές και θηλυκές ορμόνες, οι οποίες σε αυτήν την ηλικία είναι ασυγκράτητες. Σίγουρα είχε στηθεί επίσης από εγωισμό, ο οποίος σε αυτήν την ηλικία είναι επίσης αχαλίνωτος», σκέφτηκε επίσης εκείνο το Σάββατο του Σεπτεμβρίου ο Σέρα, φέρνοντας τον αγανακτισμένο εαυτό του σε συμβιβασμό με το πιο διαλλακτικό του εγώ.
Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει πως δικαιολογούνται όλοι όσοι δεν τηρούν τα όποια μέτρα προστασίας ισχύουν σε κάθε χώρα και περιοχή. Θεωρεί, ωστόσο, πως όλοι όσοι κυβερνούν και εκείνοι που τους συμβουλεύουν για την καλύτερη αντιμετώπιση της πανδημίας θα πρέπει να μην ξεχνούν πως «δεν μπορούμε να περιορίσουμε τη φύση, οπότε και την αντίδραση στη σύνεση, στη λογική, στον νόμο και στην τάξη, παρότι καλά κάνουμε και προσπαθούμε […] Ατακτη είναι η πανδημία που σάρωσε τις ζωές μας, άτακτοι είναι ο φόβος και θάνατος που περιορίζουν τον αριθμό των ημερών, αδιαφορώντας για τα προγράμματά μας».
Οσον αφορά την αντιπαράθεση ανάμεσα στους ηλικιωμένους και τους νέους, οι δεύτεροι συμμορφώθηκαν απόλυτα με τα όποια μέτρα κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, προσέχοντας, μάλιστα, ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους συγγενείς τους, ενώ οι πρώτοι ανέκαθεν στέκονταν στο πλευρό των παιδιών και των εγγονιών τους, ιδιαίτερα στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα.
Το να στραφούν λόγω της περιρρέουσας ατμόσφαιρας οι μεν εναντίον των δε και αντιστρόφως, σύμφωνα με τον Σέρα δεν είναι μόνον λάθος αλλά και αντιπαραγωγικό γιατί «εάν υπάρχει κάτι που μας διδάσκουν οι καταστροφές, πέρα από το θεμελιώδες γεγονός πως δεν είμαστε άτρωτοι, είναι το ότι πρέπει να επιδιώκουμε μεταξύ μας να υπάρχει ανοχή, αλληλοκατανόηση και αγάπη».
Οι νέοι άνθρωποι είναι περισσότερο ανήσυχοι και καταθλίβονται πιο εύκολα, όχι επειδή κάθονται στα σπίτια τους για το καλό των παππούδων και των γιαγιάδων τους, αλλά επειδή είναι νέοι. Οπως οι παππούδες και οι γιαγιάδες πεθαίνουν συνήθως όχι επειδή κολλούν κάποιον ιό από τα εγγόνια τους, αλλά επειδή είναι ηλικιωμένοι και άρα πιο ευάλωτοι, καταλήγει ο Σέρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News