Στο σημείωμα της αυτοκτονίας του, ο Δημήτρης Καμπανάρος περιγράφει τον εαυτό του περίπου όπως έναν καπετάνιο που έριξε το πλοίο στα βράχια. Εδώ και μήνες έδινε τη μάχη απέναντι στον αόρατο εχθρό. Και προσεβλήθη ο ίδιος. Η φροντίδα των ηλικιωμένων δεν ήταν απλώς η ζωή του. Ηταν και ο θάνατός του. Το καθήκον προσδιόριζε την ουσία της ύπαρξής του.
Βέβαια, μία αυτοκτονία δεν προσεγγίζεται με τόσο απλοϊκό τρόπο. Βλέπουμε το κέλυφος και όχι τι υπάρχει κάτω από αυτό. Από το σημείωμα αντιλαμβανόμαστε ότι ο Καμπανάρος ήταν ένας άνθρωπος εμποτισμένος μέχρι το τελευταίο του κύτταρο από το αίσθημα της ευθύνης. Δικαιολογεί ως και την κατοχή της καραμπίνας, που ήταν του πατέρα του. Και αδυνατεί να διαχειριστεί αυτό που ο ίδιος θεωρεί αποτυχία. Για 65 μέρες παρέμεινε έγκλειστος, μαζί με τους τροφίμους, στον οίκο ευγηρίας. Οχυρωμένος σε έναν πόλεμο τον ιο. Η επαγγελματική συμπεριφορά του ήταν υποδειγματική και αποτελούσε αντικείμενο δημοσιογραφικής προβολής. Οι συγγενείς των τροφίμων του εμφανίστηκαν συντετριμμένοι.
Ο Καμπανάρος δεν πέθανε από κορονοϊό. Είναι όμως το πιο τραγικό θύμα του. Και επειδή ένας τόσο άδικος θάνατος δεν πρέπει να πάει χαμένος, είναι μία σπουδαία ευκαιρία για να βάλουμε τον Καμπανάρο δίπλα σε πολλούς άλλους συναδέλφους του που διατηρούν οίκους ευγηρίας. Και να τους συγκρίνουμε. Αλλά, όχι, δεν θα το κάνουμε. Οι συνθήκες που επικρατούν σε πολλούς, σε πάρα πολλούς, οίκους ευγηρίας, ανήκουν σε αυτά που συνηθίζουμε να σπρώχνουμε κάτω από το χαλάκι μας. Συχνά εμφανίζονται καταγγελίες για την κατάσταση που επικρατεί σε οίκους ευγηρίας ή σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων με χρόνια νοσήματα. Κακομεταχείριση τροφίμων, άθλιες και βρώμικες υποδομές, καχεκτική περίθαλψη, κακή σίτιση. Ανθρωποι στα ύστερα του βίου τους που βλέπουν στην κορυφή της ζωής να βρίσκεται το χαμηλότερο σημείο της.
Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους οι ηλικιωμένοι περνάνε τις τελευταίες μέρες τους σε γηροκομεία. Είναι πολλοί. Και για ορισμένους, είναι και η καλύτερη λύση. Αλλωστε, ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς έχει επιλέξει συνειδητά να αποσυρθεί κάπου όπου δεν θα επιβαρύνει, με τη φροντίδα του, την οικογένειά του, θα έχει συντροφιά και θα μοιράζεται αναμνήσεις με κοινό σημείο αναφοράς. Μερικές φορές, πάλι, δεν μπορεί να γίνει και αλλιώς. Η ουσία του θέματος βρίσκεται στον έλεγχο που υφίστανται οι οίκοι ευγηρίας από τις αρμόδιες Αρχές.
Βέβαια, στη ζωή παίρνεις αυτό για το οποίο πληρώνεις. Υπάρχουν οίκοι με ξενοδοχειακή υποδομή, επαγγελματική στελέχωση και σεβασμό στον άνθρωπο και στα χρήματα που πληρώνει. Υπάρχουν όμως και μονάδες χωρίς άδεια λειτουργίας, με προβλήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, βρώμικες κουζίνες, ακατάλληλα τρόφιμα. Οταν γίνονται έλεγχοι, το πολύ να επιβληθεί κάποιο πρόστιμο. Ο ποινικός έλεγχος εξαντλείται σε χάδια προς τους ιδιοκτήτες. Στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από 500 Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι 100 από αυτές έχουν κάποιο θέμα με την άδεια τους ή λειτουργούν υπό καθεστώς εκκλησιαστικού ιδρύματος κ.λπ.
Ηρθε η πανδημία και ανέδειξε το πρόβλημα. Θα φύγει η πανδημία, αλλά το πρόβλημα θα μείνει. Φωνάζουμε, ως κοινωνία, για τα σχολεία, για τα νοσοκομεία. Βλέπουμε ρεπορτάζ για παιδικές χαρές. Σπάνια ακούμε κάτι για τα γηροκομεία, ένα περιθώριο που δεν μας αφορά. Και όμως, σχεδόν 15.000 συμπολίτες μας ζουν σε αυτές τις μονάδες. Καντήλια που ξέρουμε ότι θα σβήσουν και έτσι τσιγκουνευόμαστε το λάδι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News