Από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ δεν επέτρεπαν τη διαρροή πληροφοριών για την προσωπική ζωή των διάσημων ηθοποιών τους. O κόσμος πήγαινε στο σινεμά βασικά για να τους δει και έτσι η MGM, η Fox, η Warner Bros και η Paramount έπρεπε να τους προστατεύουν, για να μη φανεί πόσο χυδαία, αδαή και ανόητα όντα ήταν συχνά. Πώς γινόταν αυτό; Τα αφεντικά των στούντιο φρόντιζαν να ελέγχουν τις συνεντεύξεις που έδιναν οι ηθοποιοί τους, τους εμπόδιζαν να κάνουν πολιτικές δηλώσεις, έκρυβαν περίεργες σεξουαλικές συνήθειές τους. Οι ηθοποιοί ήταν εκεί για να φέρνουν χρήματα στη βιομηχανία του κινηματογράφου.
Μάλιστα, όταν διαβάζει κανείς για τη ζωή τους εκτός οθόνης, διατρέχει τον κίνδυνο να μην μπορεί να απολαύσει ποτέ ξανά την αθωότητα που του είχαν προσφέρει οι ταινίες τους. Στο βιβλίο του Κάμερον Κρόου «Conversations With Billy Wilder» (1999), μαθαίνει κανείς (μετά λύπης) ότι ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ φορούσε περουκίνι, στα γυρίσματα χρειάζονταν ειδικές ρυθμίσεις φωτισμού, επειδή έφτυνε όταν μιλούσε και, το χειρότερο, ήταν αντισημίτης. «Τα πάω πάρα πολύ καλά με τους ηθοποιούς», λέει στον Κρόου ο Μπίλι Γουάιλντερ, «εκτός αν δουλεύω με ρεμάλια όπως ο κ. Μπόγκaρτ». Υστερα από αυτό, λοιπόν, η « Καζαμπλάνκα», το «Γεράκι της Μάλτας» και η «Βασίλισσα της Αφρικής» δεν μπορούν πλέον να σου δώσουν την απλοϊκή χαρά της ψυχαγωγίας όπως στο παρελθόν.
«Για τον λόγο αυτό, ξεκίνησα να διαβάζω τη βιογραφία του Κάρι Γκράντ, από τον Σκοτ Εϊμαν, με κάποια επιφύλαξη» γράφει ο Τζόζεφ Επσταϊν στη Wall Street Journal. Στις ταινίες του, ο σταρ του Χόλιγουντ ήταν η ενσάρκωση της ευγένειας και των καλών τρόπων, κομψός, έξυπνος, σε κέρδιζε με το κάθε τι. Ηταν εκθαμβωτικά ωραίος, αλλά κατά κάποιον τρόπο, η ομορφιά του ήταν αδιάφορη (στους άντρες), γιατί στις περισσότερες ταινίες του κέρδιζε τις γυναίκες, όχι με την καλή του εμφάνιση, αλλά με τη γοητεία του. Μήπως, λοιπόν, και ο Κάρι Γκραντ αποδειχθεί ότι στην πραγματική ζωή ήταν βλάκας, τέρας, φρικιό; Αλλη μια απογοήτευση, δηλαδή; Θα ήταν πραγματικά κρίμα.
Κάρι Γκραντ ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο έκανε καριέρα στον κινηματογράφο ο Αρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς, που γεννήθηκε το 1904 στο Μπρίστολ της Αγγλίας. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, σιδερωτής σε ένα ραφείο, και η μητέρα πέρασε περισσότερα από 20 χρόνια σε ψυχιατρείο. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Σκοτ Εϊμαν, ο Γκραντ ήταν ένα μοναχικό παιδί, παραμελημένο σε μεγάλο βαθμό από τους γονείς του, που «θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις πληγές των παιδικών του χρόνων», και όλες οι μέρες του θα ήταν γεμάτες από παράλογο φόβο και αβεβαιότητα.
Ο νεαρός Αρτσι Λιτς εγκατέλειψε το σχολείο στα 14 –στην πραγματικότητα, τον έδιωξαν– και βρήκε παρηγοριά στα λαϊκά μιούζικ χολ του Μπρίστολ (την αγγλική έκδοση του vaudeville με ένα touch χυδαιότητας…). Σύντομα βρήκε δουλειά σαν κομπάρσος και λίγο αργότερα μπήκε σε ένα μπουλούκι ακροβατών και ζογκλέρ που περπατούσαν με ξυλοπόδαρα και έκαναν παντομίμα. Ο θίασος ταξίδεψε στην Αμερική, όπου έπαιξε σε θέατρα δεύτερης και τρίτης σειράς, και όταν επέστρεψε στην Αγγλία, ο νεαρός Αρτσι Λιτς αποφάσισε να μην τους ακολουθήσει.
Στην αρχή έπαιξε σε B-minus movies στη Νέα Υόρκη και μετά ταξίδεψε στο Χόλιγουντ, όπου βρήκε ρόλους σε καλύτερες ταινίες. Το 1931 άλλαξε το όνομά του σε Κάρι Γκραντ και, όπως λέει ο βιογράφος του, ήταν πλέον «το απαράμιλλο δείγμα της αρρενωπής γοητείας, γνωστό ως Κάρι Γκραντ». Ενας φίλος του ηθοποιού τού είπε κάποτε «Πάντα ήθελα να είμαι ο Κάρι Γκραντ», κι εκείνος του απάντησε: «Κι εγώ το ίδιο». Με άλλα λόγια, ο υπότιτλος του «Κάρι Γκραντ» είναι «Μια λαμπρή μεταμφίεση».
Σύμφωνα με τον Σκοτ Εϊμαν, κάτω από τη νωχελική αριστοκρατική πρόσοψη του σταρ κρυβόταν «μια προσωπικότητα σχεδόν σε μόνιμο άγχος». Ο Κάρι Γκραντ έκανε πέντε γάμους (προς το τέλος της ζωής του είπε ότι ήταν καλύτερος κριτής σεναρίων παρά συζύγων), πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του κάνοντας ψυχοθεραπεία, κάποτε έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και υποστήριζε ότι το LSD (είχε πάρει με επίβλεψη πάνω από 100 φορές) είναι ένα θαυμάσιο φάρμακο, που μπορούσε να του απαλύνει τα τραύματα της ψυχής και τον ηρεμούσε, αποκαλύπτοντάς του τον αληθινό του εαυτό.
Ανεξάρτητα από τις επιπλοκές της προσωπικής του ζωής, ο Κάρι Γκραντ ήταν πάντα πρόθυμος να καλλιεργήσει την επαγγελματική του ζωή. Φρόντιζε επιμελώς την προσωπική του εμφάνιση και το τέλειο μαύρισμα της επιδερμίδας του. Ηταν η επιτομή της κομψότητας και τα ρούχα του, πέρα από άψογα: πάντα τέλεια, και ποτέ τσαλακωμένα, ακόμη και όταν έτρεχε μέσα στα χωράφια για να αποφύγει ένα αεροπλάνο που τον καταδίωκε ή ανέβαινε στο όρος Ράσμορ (στην ταινία «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων»). Εμφανιζόταν συνεχώς σε λίστες με τους δέκα πιο καλοντυμένους άνδρες και είναι σίγουρο ότι οι άλλοι εννέα, όποιοι κι αν ήταν, πρέπει να αισθάνονταν λίγο καλύτεροι από «κουρελήδες» σε σύγκριση μαζί του.
Κατά τη διάρκεια της 40χρονης καριέρας του (πέθανε το 1986 σε ηλικία 82 ετών), ο Γκραντ έκανε 73 ταινίες, ανάμεσά τους και μερικές κακές: η ερμηνεία του στο «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» (1944) δεν του άρεσε καθόλου, ο ρόλος του στον «Πόνο του χωρισμού («Mr. Lucky», 1943) δεν ήταν και πολύ τυχερός, ενώ στο «Νύχτα και μέρα» (1946) τού δόθηκε δυστυχώς ο ρόλος του Κόουλ Πόρτερ από το Μιντγουέστ –ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς και συνθέτες του 20ού αιώνα– που δεν του πήγαινε καθόλου. Αλλά έκανε και μια μεγάλη σειρά από τρομερές επιτυχίες, χάρη στις οποίες κατάφερε να έχει ένα εντυπωσιακό εισόδημα.
Ειδικότητα του Κάρι Γκραντ ήταν η ρομαντική κωμωδία. Γνώριζε ότι το κλειδί για την κωμωδία είναι ο συγχρονισμός, το timing, και το δικό του timing –που το έμαθε για πρώτη φορά στη σκηνή των αγγλικών μιούζικ χολ– ήταν τέλειο. Ηξερε τις δυνατότητές του και τις αδυναμίες του και κατάφερε να βάλει όρια στις φιλοδοξίες του. Οπως έγραψε ο Γουίλιαμ Γουίλκερσον III, γιος του ιδρυτή του Hollywood Reporter, ο Γκραντ «ήταν ένας από τους λίγους άγγλους ηθοποιούς που δεν είχαν καμία επιθυμία να παίξουν Σαίξπηρ».
Ηταν η «πρώτη επιλογή σχεδόν σε κάθε σενάριο που δεν είχε κοπάδια ή εξωγήινους», όμως είχε καταλάβει ότι το κλειδί για την επιτυχία ενός ηθοποιού στο Χόλιγουντ ήταν η συνεργασία με τους καλύτερους σκηνοθέτες. Και στις περισσότερες περιπτώσεις το πέτυχε καθώς, μεταξύ άλλων, τον σκηνοθέτησαν οι Χάουαρντ Χοκς, Τζορτζ Στίβενς, Τζορτζ Κούκορ και Αλφρεντ Χίτσκοκ.
Εξίσου προσεκτικός ήταν και με τις συμπρωταγωνίστριές του: ο Κάρι Γκραντ έπαιξε μεταξύ άλλων με τις Μέριλιν Μόνροε, Κάθριν Χέπμπορν, Σοφία Λόρεν, Οντρεϊ Χέπμπορν, Γκρέις Κέλι και Ινγκριντ Μπέργκμαν. Ειδικά την τελευταία (γύρισαν μαζί το «Notorious» του Χίτσκοκ) τη θαύμαζε ιδιαίτερα: «Ηταν όμορφη, αλλά πολλές ηθοποιοί είναι όμορφες. Αυτό που έκανε την Μπέργκμαν να ξεχωρίζει ήταν η αδιαφορία της για την εμφάνισή της, τα ρούχα της, για όλα, εκτός από την τέχνη της», γράφει ο Εϊμαν. (Δείτε το «Notorious» στο τέλος του κειμένου, στο Youtube)
Βιογράφος μεταξύ άλλων των Τζον Γουέιν, Λούις Μάγιερ, Σεσίλ ΝτεΜιλ, Τζέιμς Στιούαρτ και Χένρι Φόντα, ο Εϊμαν ξέρει καλά το Χόλιγουντ, γνωρίζει επίσης όλα τα κουτσομπολιά.
Ο Κάρι Γκράντ ήταν σπαγγοραμένος, όλοι το ήξεραν στο Χόλιγουντ, μιλούσαν επίσης για την ομοφυλοφιλία του, στην οποία ο Εϊμαν αναφέρεται μεν, αλλά όχι διεξοδικά, όπως στην τσιγγουνιά του. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ λιτότητας και τσιγγουνιάς, και φαίνεται ότι ο σταρ την περνούσε συχνά. Κάποτε, ο Γκραντ και ο φίλος του Ντάγκλας Φέρμπανκς Τζούνιορ έκαναν πάρτι για την αγγλίδα ηθοποιό Γκέρτρουντ Λόρενς στο παραθαλάσσιο σπίτι του Γκραντ. Στον λογαριασμό για τα μισά έξοδα που έδωσε μετά στον Φέρμπανκς είχε προσθέσει και το κόστος για τα τσιγάρα, τις χαρτοπετσέτες και δύο ρολά χαρτί υγείας (20 σεντς)…
Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Μος Χαρτ ανέφερε ότι εάν έμενε στο σπίτι του Γκραντ για περισσότερες ημέρες, εκείνος θα του έδινε τον λογαριασμό για τα τηλεφωνήματα, τα πλυντήρια και άλλα οικιακά έξοδα. Και ο Μελ Μπρουκς, που είχε γραφείο δίπλα στου Κάρι Γκραντ στο στούντιο της Universal, και ήταν μεγάλος θαυμαστής του αρχικά, μετά από λίγα γεύματα τον απέρριψε –είπε ότι είναι φτηνιάρης και ζητιάνος–, σταμάτησε μάλιστα να απαντάει στα τηλεφωνήματά του. Μόνο όταν έβγαινε με το μοναδικό του παιδί –την κόρη του Τζένιφερ, από την τέταρτη σύζυγό του, Ντάιαν Κάνον– και μερικούς φίλους, ο Κάρι Γκραντ έβαζε το χέρι του βαθιά στην τσέπη.
Ως προς την ομοφυλοφιλία, ο Εϊμαν αναφέρει ότι «οι ομοφυλόφιλοι ήταν πρόθυμοι να διεκδικήσουν τον Κάρι Γκραντ ως δικό τους, ενώ εξίσου επίμονα οι straights θεωρούσαν δεδομένη την ετεροφυλοφιλία του». Φαίνεται ότι έπαιζε και στα δύο γήπεδα. Ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Αρθουρ Λόρενς, ισχυρίστηκε, πάντως, ότι «ο Κάρι Γκράντ ήταν τουλάχιστον αμφιφυλόφιλος». Σύμφωνα δε με έναν φίλο του ονόματι Μπιλ Ρόις, ο Γκραντ «δεν πίστευε ότι οι ομοφυλοφιλικές πράξεις ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε να ντρέπεται κανείς ή να είναι υπερήφανος. Ηταν απλώς μέρος του ταξιδιού, όχι απαραίτητα ο τελικός προορισμός».
Αυτό που μένει είναι οι ερμηνείες του στις καλύτερες ταινίες του (και είναι πολλές), τις οποίες οι λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής δεν μπορούν να μειώσουν τελικά. Ο Σκοτ Εϊμαν μιλάει για τις εκθαμβωτικές ασάφειες στους ρόλους του Κάρι Γκραντ, που μπορούσε να είναι διασκεδαστικός και να το διασκεδάζει, αριστοκρατικός και ταυτόχρονα κωμικά αναξιοπρεπής, σέξι αλλά ποτέ επιθετικός.
Στις τελευταίες σελίδες της βιογραφίας του, μάλιστα ο συγγραφέας παραθέτει ένα σχόλιο της θρυλικής Πολίν Καέλ (κριτικός κινηματογράφου στο New Yorker από το 1968 μέχρι το 1991), το οποίο συλλαμβάνει την αστρική ποιότητα του Κάρι Γκραντ: «Ήταν ο Ντυφί [φωτεινός γάλλος ζωγράφος] της ερμηνείας: ρηχή, αλλά με καλό τρόπο, ρηχή χωρίς να προσπαθεί να είναι βαθιά. Δεν θέλαμε βάθος από αυτόν. Ζητήσαμε απλά να είναι όμορφος και μεταξένιος και να μας κάνει να γελάμε».
Πράγματι, αυτό ήταν ο Κάρι Γκραντ και το έκανε σε πολλές καλές ταινίες, που συνεχίζουν να μας διασκεδάζουν ακόμα και σήμερα, πάνω από 50 χρόνια αφότου γυρίστηκαν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News