Στις 27 Φεβρουαρίου 1937, ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ μπάρκαρε από τη Νέα Υόρκη για το Παρίσι και από ’κεί κατευθύνθηκε στη ζώνη του πολέμου. «Για πολύ καιρό η συνείδησή μου κι εγώ γνωρίζαμε ότι έπρεπε να πάω στην Ισπανία», έγραψε πριν φύγει. Ο Χέμινγουεϊ έβλεπε τις συνεχιζόμενες μάχες στην πιο αγαπημένη του «καταραμένη άγρια χώρα» ως τίποτα λιγότερο από μια «πρόβα για τον αναπόφευκτο ευρωπαϊκό πόλεμο».
Αυτό που δεν υποψιάστηκε, όμως, πριν φύγει από τις ΗΠΑ, ήταν ότι στην Ισπανία θα έμπαινε επικεφαλής σε μια αποστολή με στόχο τις εθνικιστικές δυνάμεις του στρατηγού Φράνκο. Ούτε μπορούσε να ξέρει ότι η εμπειρία εκείνη θα αποτελούσε έμπνευση για το επόμενο μεγάλο μυθιστόρημά του. Είναι ένα επεισόδιο που δεν υπάρχει σε καμία βιογραφία του και το οποίο αγνοούν ακόμη και οι πιο αφοσιωμένοι αναγνώστες του.
Για τον Χέμινγουεϊ, το ταξίδι ήταν εξαρχής μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Στα 37 του βρισκόταν σε κρίση: ο δεύτερος γάμος του (με την ανταποκρίτρια μόδας στα περιοδικά Vanity Fair και Vogue και πλούσια κληρονόμο Πολίν Φάιφερ) είχε αποτύχει και, το χειρότερο, η δημοτικότητά του μεταξύ των αναγνωστών έπεφτε συνεχώς και η έμπνευσή του στέγνωνε: Επτά χρόνια μετά τον «Αποχαιρετισμό στα Οπλα» (1929) (στα ελληνικά κυκλοφορούν τρεις εκδόσεις του) δεν είχε δημοσιεύσει κανένα μυθιστόρημα.
Επισήμως, ο Χέμινγουεϊ πήγαινε στην Ισπανία για να ασκήσει το βασικό του επάγγελμα ως δημοσιογράφος, με ένα γενναίο συμβόλαιο από τη «Συμμαχία Εφημερίδων της Βόρειας Αμερικής» (NANA). Στην πραγματικότητα, όμως, αναζητούσε έμπνευση. Και βρήκε πράγματι αυτό που έψαχνε, γράφει στην Telegraph ο ιστορικός Τζάιλς Τρέμλετ. Το μυθιστόρημά του «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» με κεντρικό ήρωα τον Ρόμπερτ Τζόρνταν, αμερικανό εθελοντή στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1940 και, μέσα σε λίγους μήνες, πούλησε μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Πρώην καθηγητής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο και ειδικός στα εκρηκτικά, ο Τζόρνταν έρχεται σε επαφή με μια μονάδα ανταρτών, που πολεμούν υπερασπιζόμενοι την Ισπανική Δημοκρατία, και όλοι μαζί οργανώνουν την ανατίναξη μιας γέφυρας, πίσω από το εχθρικό μέτωπο.
Ο χαρακτήρας του Τζόρνταν (στην ομώνυμη ταινία τον υποδύεται ο Γκάρι Κούπερ) βασίζεται σε εθελοντές των Διεθνών Ταξιαρχιών, έναν στρατό περίπου 40.000 ανθρώπων από 80 χώρες, οι οποίοι μεταξύ των ετών 1936-1939 δημιούργησαν μια «αντιφασιστική» δύναμη στην Ισπανία. Πρότυπό του ανάμεσά τους και ο Αντονι Χροστ, ένας τολμηρός πολωνός εθελοντής, διοικητής ομάδας ανταρτών.
Μήπως όμως και ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ κρύβεται πίσω από τον Τζόρνταν; «Πολεμούσε τώρα σε αυτόν τον πόλεμο επειδή είχε ξεκινήσει σε μια χώρα που αγαπούσε», έγραψε ο συγγραφέας για τον ήρωά του, εκφράζοντας τις δικές του σκέψεις. «Και πίστευε στη Δημοκρατία που αν καταστρεφόταν η ζωή θα ήταν αφόρητη».
Οπως και ο Τζόρνταν, ο Χέμινγουεϊ γνώριζε ότι ο ανταρτοπόλεμος προκαλούσε μια συνεχή εσωτερική μάχη ενάντια «στην αγωνία και τον φόβο» της σύλληψης και της εκτέλεσης. Σε ένα σύντομο σημείωμά του, εξάλλου, που φυλάσσεται στο αρχείο του ποιητή και πρώην μέλους των Διεθνών Ταξιαρχιών Εντουιν Ρολφ, στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, ο Χέμινγουεϊ αποκαλύπτει ότι πήρε μέρος σε μια τρομακτική αποστολή.
Το σημείωμα δημοσιεύθηκε το 2012 στο αμερικανικό λογοτεχνικό περιοδικό The Antioch Review από τον ιστορικό Πίτερ Κάρολ, αλλά δεν έχει γίνει ευρέως γνωστό στον κόσμο. Πρόκειται για ένα γράμμα που έγραψε στον Ρολφ το 1940, μόλις είχε τελειώσει το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» στο οποίο λέει: «Μια φορά έπρεπε να πάω σε μια πόλη [1], δεν θα την κατονομάσω, για να ελέγξω προσωπικά (γνώριζα πολλούς ανθρώπους εκεί) την επίδραση κάποιου πράγματος που συνέβη από τον αέρα και το πραγματικό του αποτέλεσμα. Επίσης, για την πιθανότητα να γίνει μια ανατίναξη εκεί… Και για να κουβαλήσω τη “μαγιά” … Ημουν έντρομος όλη την ώρα, φοβόμουν πραγματικά… υπάρχει μια αναξιοπρέπεια σε αυτό το είδος της δουλειάς, που τρομάζει από πριν».
Δεν υπάρχουν ενδείξεις για το πού πήγε ο Χέμινγουεϊ με τη «μαγιά» για την έκρηξη, αν και μπορεί να είχε φίλους ταυρομάχους στην τραχιά επαρχία κοντά στη Σεγκόβια. Θα μπορούσε επίσης να ήταν το Τερουέλ, στην ανατολική Ισπανία, όπου ο συγγραφέας παρακολούθησε μια μεγάλη μάχη μέσα στην παγωνιά στα τέλη του 1937. Ο Χροστ ισχυρίστηκε ότι τον πήρε μαζί του σε μια αποστολή ανατίναξης ενός τρένου εκεί, αλλά μόνο ως ρεπόρτερ. Σε κάθε περίπτωση, η αποστολή του Χέμινγουεϊ απέτυχε.
«Στην επιστροφή έπρεπε να αναφέρω ότι (1) Μας μισούσαν πάρα πολύ. (2) Οτι η “ζύμη” σπαταλήθηκε (3). Δεν εμπιστευόμουν τους μπάσταρδους που διεκπεραίωναν αυτό που υπήρχε», έγραψε στον Ρολφ. «Η αναφορά θεωρήθηκε ηττοπάθεια της χειρότερης μορφής. Μόνο που ήταν αληθινή και έσωσε πολλές ζωές και χρήματα».
Στον Χέμινγουεϊ άρεσε να βάζει τον εαυτό του στο επίκεντρο των πάντων και συχνά γινόταν υπερβολικός. Μήπως, λοιπόν, απλώς το φαντάστηκε όλο αυτό; Ο Τζάιλς Τρέμλετ γράφει στην Telegraph ότι έψαξε στο αρχείο των Διεθνών Ταξιαρχιών στη Μόσχα, αλλά δεν μπόρεσε να βρει καμία αναφορά σε εκείνη την αποστολή, επισημαίνοντας ότι γενικά δεν είναι καταγεγραμμένες οι ανταρτικές επιχειρήσεις. Αναφέρεται ακόμη στον Κάρολ, τον ιστορικό που βρήκε το γράμμα, ο οποίος του είπε: «Η επιστολή του Χέμινγουεϊ προς τον Εντουιν Ρολφ το 1940 μεταφέρει μια αυθεντική εμπειρία που έζησε ο μυθιστοριογράφος πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Το επίπεδο κινδύνου, φυσικά, είναι άγνωστο, αν και ο Χέμινγουεϊ σίγουρα ένιωσε ότι κινδυνεύει», τονίζοντας το «κατατρομαγμένος»: «Ετσι ένιωσε. Δεν νομίζω ότι ήταν μια κατασκευασμένη ιστορία. Δεν είχε κανένα λόγο να πει ψέματα ή να υπερβάλει σε μια ιδιωτική επιστολή προς τον Εντουιν Ρολφ».
Οποια και αν ήταν η αληθινή φύση της αποστολής του, η αφοσίωση του Χέμινγουεϊ στην υπόθεση της Δημοκρατίας είναι αναμφισβήτητη. «Νομίζω ότι ήταν η μοναδική φορά στη ζωή του που δεν ήταν ο εαυτός του το πιο σημαντικό πράγμα που υπήρχε. Πραγματικά νοιαζόταν για τη Δημοκρατία και νοιαζόταν για αυτόν τον πόλεμο», έγραψε η Μάρθα Γκέλχορν, μια από τις πρώτες μεγάλες πολεμικές ανταποκρίτριες στον κόσμο, που θα γινόταν η τρίτη σύζυγος του συγγραφέα. «Πιστεύω ότι αλλιώς δεν θα είχα κολλήσει», είπε.
Η αγάπη του για τους ξένους εθελοντές ήταν επίσης γνήσια, έστω κι αν ο Χέμινγουεϊ πέρασε περισσότερο χρόνο πίνοντας ουίσκι μαζί τους στο Hotel Florida στη Μαδρίτη παρά στο μέτωπο. Δεν ήταν όμως πάντα αμοιβαία: «Είχε την ηρεμιστική επίδραση ενός βούβαλου που έτρεχε ασταμάτητα στην τούνδρα, γνωρίζοντας τα νερά και τα λιβάδια της», έγραψε ο γερμανός εθελοντής Γκούσταβ Ρέγκλερ, «για εκείνον είχαμε το άρωμα του θανάτου, όπως οι ταυρομάχοι, γι’ αυτό τον αναζωογονούσε η παρέα μας».
Ο Μίλτον Γουλφ, διοικητής του αμερικανικού Τάγματος Αβραάμ Λίνκολν, χαρακτήρισε τον Χέμινγουεϊ «τουρίστα» και «υποκριτή», αλλά σημείωσε επίσης ότι «θέλει πάρα πολύ να γίνει μάρτυρας». Ο μετέπειτα σεναριογράφος του Χόλιγουντ Αλβα Μπέσι, τον βρήκε «άνθρωπο πιστό, γενναιόδωρο, ζεστό και μετριοπαθή», αλλά και «σκληρό, μικροπρεπή, καυχησιάρη, νταή, αντισημίτη και μόνιμο έφηβο».
Οι πιο ριζοσπαστικοί βετεράνοι της Διεθνούς Ταξιαρχίας εξοργίστηκαν γιατί στο «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» οι κομμουνιστές, που αντιπροσώπευαν τους μισούς εθελοντές, απεικονίζονται ως αδίστακτοι δολοφόνοι, αλλά ο Χέμινγουεϊ δεν σταμάτησε ποτέ να επαινεί τους άντρες και τις γυναίκες που πολεμούσαν τον φασισμό, ενώ οι κυβερνήσεις τους προτίμησαν τη «μη παρέμβαση» στην Ισπανία.
Το 1939, οι Δημοκρατικοί έχασαν τον πόλεμο από τους Εθνικιστές και ο στρατηγός Φράνκο εγκαθίδρυσε στην Ισπανία την 36χρονη δικτατορία. Εξι μήνες αργότερα ο Αδόλφος Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία. Για τον Χέμινγουεϊ και τις Διεθνείς Ταξιαρχίες ήταν μια απόδειξη ότι είχαν δίκιο: ο φασισμός έπρεπε να καταπολεμηθεί με τα όπλα.
Info
Το βιβλίο του Τζάιλς Τρέμλετ «The International Brigades» («Διεθνείς Ταξιαρχίες») κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bloomsbury
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News