Ισως ήρθε η ώρα παραξενευτούν οι φανατικότεροι των οικολόγων: οι πολυεθνικές και οι πολύ μεγάλες εταιρείες δεν είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του περιβάλλοντος, όπως ευρέως νομίζεται, αλλά το αντίθετο ακριβώς, δηλαδή προστάτες του. Το πιστοποιούν οι Financial Times και άλλα διεθνή Μέσα σημειώνοντας ότι οι μεγάλες εταιρείες -και όχι οι μικρές- βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στην πρώτη γραμμή του αγώνα για στροφή στην «πράσινη οικονομία».
Ενα πρόχειρο παράδειγμα έχουμε από τις ΗΠΑ, γράφουν, όπου δραστηριοποιείται ο γίγας του λιανικού εμπορίου Walmart. Τα σουπερμάρκετ αυτής της τεράστιας αλυσίδας ανακοίνωσαν προ ημερών ότι θα πιάσουν τον στόχο για «μηδενική εκπομπή» έως το 2040.
Τα πράγματα που με την πρώτη ματιά φαντάζουν περίεργα εξηγούνται αν αναλογιστούμε τα οικονομικά μεγέθη. Η «πράσινη οικονομία» απαιτεί παραγωγική ανασυγκρότηση σε οικολογική κατεύθυνση, και αυτό σημαίνει πολλές δαπάνες. Ποιες επιχειρήσεις μπορούν να σηκώσουν το βάρος των «πράσινων» αλλαγών; Μόνο όσες έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια. Και ποιες είναι αυτές; Φυσικά, μόνο οι πολύ μεγάλες.
Επίσης αυτές είναι που έχουν συμφέρον να βελτιώσουν την εικόνα τους, να δείξουν στους πελάτες τους ότι είναι «φιλικές» προς το περιβάλλον. Και όχι μόνο σε αυτούς. Επειδή και οι επενδυτές ενδιαφέρονται πλέον να τοποθετήσουν κεφάλαια σε εταιρείες οι οποίες όχι μόνο δεν είναι εκτεθειμένες σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, αλλά έχουν αποκτήσει και «πράσινη φήμη».
Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την αδιαφορία των μεγάλων εταιρειών απέναντι στο περιβαλλοντικό πρόσταγμα έχουν υψηλό επιχειρηματικό κόστος. Οι κίνδυνοι μπορεί να αρχίζουν σαν μια δυνατή βροχή προστίμων, όμως εξελίσσονται σε δικαστικές θύελλες από τις οποίες προκύπτει παθητικό λόγω των αποζημιώσεων ή και της ακαταμάχητης δυσφήμησης στην αγορά – μία σούπερ ζημία, που εγκυμονεί ακόμη και το λουκέτο.
Οι μεγάλες παραγωγικές εταιρείες που «πρασινίζουν» με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο και ελαχιστοποιούν έτσι την έκθεσή τους στους προαναφερθέντες κινδύνους δεν μπορούν να αποφύγουν ωστόσο έναν κίνδυνο μη ελέγξιμο από αυτές: αφορά τις εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται για τη μεταφορά των προϊόντων τους, τις αλυσίδες εφοδιασμού δηλαδή, οι οποίες αν δεν έχουν «πρασινίσει» και αυτές ίσως τινάξουν στον αέρα τα πάντα.
Η πραγματικότητα για τις μεγάλες εταιρείες πάντως είναι ότι μέχρι στιγμής «το χάσμα μεταξύ της ρητορικής και της υλοποίησης παραμένει μεγάλο», όπως είπε και ο Κάρολος της Αγγλίας προσφάτως, σε μήνυμά του για την ανάγκη να σταματήσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη. Συνεπώς τα πράγματα δεν πρέπει να παραμένουν σε επίπεδο διακήρυξης προθέσεων και σε επίπεδο διαφήμισης, αλλά να υπάρχουν απτές ενέργειες.
Το χρονοδιάγραμμα επίτευξης «πράσινων» στόχων είναι λοιπόν υποχρέωση της μεγάλης εταιρείας. Βεβαίως, ό,τι υπερβαίνει τον ορίζοντα της δεκαετίας δεν είναι πρόγραμμα αλλά εκπεφρασμένη φιλοδοξία.
Οι εταιρείες πρέπει να αναλάβουν δεσμεύσεις όχι μόνο για τις δικές τους άμεσες εκπομπές ρύπων ή για αυτές που συνδέονται με τις πηγές της ενέργειας που χρησιμοποιούν, αλλά επίσης, και όπως προαναφέρθηκε, οφείλουν να κινητοποιηθούν για μείωση των εκπομπών των προμηθευτών τους και των εταιρειών εφοδιασμού με τις οποίες συνεργάζονται.
Ενας άλλος στόχος των μεγάλων εταιρειών πρέπει να είναι η «καθαρή» μείωση των εκπομπών, όχι η μείωση της «έντασης» των εκπομπών. Διότι αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα: στην πρώτη περίπτωση υπάρχει πραγματική μείωση των εκπομπών, στη δεύτερη μιλούμε για περιβαλλοντικές αποζημιώσεις. Για παράδειγμα, η μείωση της «έντασης άνθρακα» ανά μονάδα προϊόντος θα μπορούσε ακόμη και να οδηγήσει σε αύξηση των εκπομπών σε περίπτωση μεγάλης αύξησης της παραγωγής.
Η διαφάνεια πρέπει επίσης να κανοναρχεί τα πλάνα των μεγάλων εταιρειών: οι στόχοι πρέπει να δημοσιοποιούνται με αξιόπιστες εκθέσεις και σε ετήσια βάση, διότι μόνο έτσι ισχύουν οι όποιες «πράσινες» δεσμεύσεις διακηρύσσουν ότι αναλαμβάνουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News