Η COVID-19 εμπαίζει τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε να «κάνει την Αμερική μεγάλη και πάλι», όμως η εκ μέρους της κυβέρνησής του διαχείριση της πανδημίας κάθε άλλο παρά μεγάλη ήταν. Ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίγκ έχει κατ’ επανάληψη μιλήσει για ένα «κινεζικό όνειρο», ωστόσο η δική του απάντηση στην κρίση βασίστηκε στον αλγοριθμικό αυταρχισμό. Και οι Ευρωπαίοι, που συνηθίζουν να δίνουν βάση στη διαφορετικότητα, αντιμετώπισαν την πανδημία με κλειστά σύνορα και με εθνικές λύσεις, αντί να πρωτοστατήσουν για μια παγκόσμια απάντηση.
Στην πραγματικότητα και όσον αφορά την Ευρώπη, η COVID-19 ωθεί προς βαθύτερη ανάλυση της κατάστασης. Το μεταψυχροπολεμικό όνειρο για διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες και με την Ευρώπη στο επίκεντρο έχει πια κουρελιαστεί, έτσι η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει υποστεί ένα διπλό σοκ: και σε επίπεδο κοσμοθεωρίας και σε επίπεδο γεωπολιτικής. Σε ό,τι αφορά την κοσμοθεωρία, οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι σήμερα η ωμή δύναμη είναι ο αποφασιστικός παράγων διαμόρφωσης της παγκόσμιας δυναμικής, και όχι οι κανόνες. Τα τελευταία τρία χρόνια οι Ευρωπαίοι είδαν τους δύο μεγαλύτερους συνεταίρους τους στο διεθνές εμπόριο να μεταμορφώνονται, από πρωταθλητές της παγκοσμιοποίησης, σε υπερμάχους της «διάζευξης».
Επειδή ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Κίνα επιθυμούν έναν συμβατικό πόλεμο μεταξύ τους, και οι δυο τους έχουν έχουν μετατρέψει σε «όπλα» τοπικούς και διεθνείς θεσμούς. Οι ΗΠΑ πολιτικοποίησαν όσα κάποτε θεωρούνταν δημόσια αγαθά, το χρηματοπιστωτικό (τους) σύστημα, τις διατραπεζικές συναλλαγές, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το Διαδίκτυο. Ενώ, από πλευράς τους, οι Κινέζοι χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το κρατικό χρήμα και επιδίδονται σε στρατηγικές επενδύσεις με στόχο τη χειραγώγηση των αγορών και την ανταγωνιστικότητα εις βάρος της Δύσης σε κομβικούς τομείς.
Το γεωγραφικό σοκ συνίσταται στο ότι τώρα η παγκόσμια πολιτική επικεντρώνεται στην Ασία, παρά στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και αμέσως μετά, η περιφερειακή τάξη στην Ευρώπη και η υπό τη Δυτική ηγεμονία διεθνής έμοιαζαν να ενισχύουν η μία την άλλη. Τότε υπήρχε γνήσια σχέση διατλαντικής ενότητας και ίδιες αξίες, με την Ευρώπη να λειτουργεί σαν εμπροσθοφυλακή στον αμερικανοσοβιετικό ανταγωνισμό. Η Ευρώπη «μετρούσε» στην Ουάσινγκτον – και όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ έδιναν μεγάλη προσοχή στις ευρωπαϊκές ανησυχίες.
Ωστόσο ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός εξέτρεψε την προσοχή από τα ευρωπαϊκά ζητήματα, ενώ και η αμερικανική αποστασιοποίηση από τα διαδραματιζόμενα στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια δημιούργησαν ένα κενό το οποίο η Τουρκία και η Ρωσία επείγονται να καταλάβουν. Στη δεκαετία του 1990 οι Ευρωπαίοι υπέθεσαν ότι αυτές οι άλλες δυνάμεις θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τάξης ασφαλείας, με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ να λειτουργούν ως οι βασικοί πυλώνες. Ομως, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, το όνειρο της ευρωπαϊκής ομογενοποίησης υποχώρησε από την πραγματικότητα των πολιτισμικών, πολιτικών και πολιτειακών διαφορών.
Αυτό τα διπλό σοκ -η απότομη μετατόπιση από τον κόσμο των κανόνων στον κόσμο της ισχύος, και από την Ευρώπη στην Ασία- έχουν κλονίσει την ευρωπαϊκή ιδέα περί τάξης. Πλέον δεν αλληλοτροφοδοτούνται ούτε αλληλοενισχύονται τα σχέδια των Ευρωπαίων για περιφερειακές και παγκόσμιες διευθετήσεις. Αντί η ευρωπαϊκή έννομη τάξη να φωλιάζει μέσα σε ένα ευρύτερο δυτικό πλαίσιο ασφαλείας, αυτοί οι δύο τομείς βρίσκονται όλο και περισσότερο σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Ετσι οι Ευρωπαίοι βρίσκονται σε διπλό αδιέξοδο. Αφ’ ενός εξακολουθούν να εξαρτώνται από τις ΗΠΑ για να υποστηρίξουν την παγκόσμια τάξη ασφαλείας, κάτι που απαιτεί από τους Ευρωπαίους ανάληψη μεγαλύτερης ευθύνης για την περιφερειακή άμυνα. Επίσης απαιτείται η συμπόρευσή τους με τις ΗΠΑ στο θέμα της σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης. Βραχυπρόθεσμα, η Κίνα μπορεί να είναι η κόλλα που θα συγκρατήσει τη διατλαντική σχέση, δεδομένου ότι οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι μοιράζονται πολλές από τις ίδιες ανησυχίες σχετικά με το οικονομικό μοντέλο αυτής της χώρας και τις εκεί παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αφ’ ετέρου όμως ο παγκόσμιος ανταγωνισμός μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ ασκεί πίεση στην περιφερειακή τάξη της Ευρώπης. Οι ΗΠΑ απουσιάζουν όλο και περισσότερο από τα γεωπολιτικά θέατρα που αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για την Ευρώπη. Και, υπό τον Τραμπ, οι ΗΠΑ δεν μπαίνουν καν στον κόπο να συμβουλεύονται τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την εξωτερική πολιτική τους, ακόμη και για χώρες στις οποίες η Ευρώπη έχει αναπτύξει στρατεύματα, χώρες σαν το Ιράκ. Ακόμη χειρότερα, οι ΗΠΑ βλέπουν σαν εμπόδια στην αναμέτρησή τους με την Κίνα πολλά από τα θεσμικά όργανα και από τους κανόνες του ευρωκεντρικού κόσμου.
Για παράδειγμα, η διοίκηση Τραμπ πανηγύρισε το κάψιμο κάποιων διεθνών συνθηκών που έχουν χρονικό βάθος, όπως είναι η συμφωνία για τον έλεγχο των εξοπλισμών, με το επιχείρημα ότι αυτές περιορίζουν τις ΗΠΑ ενώ επιτρέπουν στην Κίνα να κάνει ό,τι θέλει. Μέσα στους επόμενους μήνες οι ευρωπαίοι ηγέτες ενδέχεται να αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ της τήρησης τέτοιων διεθνών ρυθμίσεων και της διατήρησης της σχέσης τους με τις ΗΠΑ σε τομείς όπως η ασφάλεια, η οικονομία, η τεχνολογία (δίκτυο 5G, ημιαγωγοί κ.λπ.) και οι διαπραγματεύσεις για το κλίμα.
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου ίσως σηματοδοτήσουν κάποια αλλαγή στη διατλαντική σχέση. Η νίκη του Τραμπ θα αφήσει ακόμη περισσότερο την Ευρώπη μόνη της. Ομως, ακόμη και αν χάσει ο Τραμπ από τον Τζο Μπάιντεν και κατ’ αυτόν τον τρόπο δρομολογηθεί επαναδιαπραγμάτευση και αποκατάσταση της διατλαντικής σχέσης, η νέα κυβέρνηση δεν θα μετέβαλλε άρδην τις μακροπρόθεσμες προτεραιότητες των ΗΠΑ, ούτε θα καθιστούσε την πρόσδεση του αμερικανικού λαού στην εθνική κυριαρχία πιο χαλαρή.
Πέρυσι, όταν ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ξεστόμισε την επίμαχη προειδοποίησή του περί «εγκεφαλικού θανάτου» του ΝΑΤΟ, κοινοποίησε έναν φόβο, τον οποίο πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες βιώνουν κατ’ ιδίαν: η ευρωκεντρική, βασισμένη σε κανόνες αντίληψη για την τάξη έχει αντικατασταθεί από ένα τετράπλευρο χάους το οποίο συνθέτουν η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία και η Αμερική του Τραμπ. Προετοιμαζόμενοι για αυτήν την κατάσταση, οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να εγκαταλείψουν την ιδέα ότι η γεωπολιτική είναι σφαίρα σταθερών συμμαχιών και θεσμών. Αν θέλουν να υπερασπιστούν τις αξίες και τα συμφέροντα της ΕΕ, πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες στη διπλωματία όσον αφορά την περιφερειακή ασφάλεια, επιδιώκοντας έναν συνδυασμό της αποτροπής και του «πρόσωπο με πρόσωπο» διαλόγου με τη Ρωσία και με την Τουρκία, δηλαδή την τακτική «καρότο και μαστίγιο».
Στον σχεδιασμό της νέας στρατηγικής της η ΕΕ πρέπει να εντάξει τη δημιουργία ενός σφριγηλού στρατιωτικού βραχίονα, παρά το δεδομένο ότι η ισχύς της εξωτερικής πολιτικής της θα συνεχίσει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο, από την τεχνολογία και από την κανονιστική ευταξία. Λόγου χάρη, αντί να απαιτεί από τη Γερμανία αύξηση αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, η ΕΕ θα έπρεπε να ζητάει από τους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν το υπόλοιπο 98% της οικονομίας τους ως μέσον διασφάλισης των ευρωπαϊκών συμφερόντων στο εμπόριο και σε άλλα θέματα που προκαλούν ανησυχία.
* Ο Mark Leonard είναι διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (European Council on Foreign Relations). Το κείμενό του δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News