Στη νουβέλα του Στίβεν Κινγκ «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» και στην ομώνυμη κινηματογραφική της μεταφορά (1994), ο Αντι Ντιφρένς, άδικα καταδικασμένος δις σε ισόβια για τον φόνο της γυναίκας του και του εραστή της, περνάει 25 χρόνια από τη ζωή του κοιτάζοντας μια αφίσα της εκρηκτικής σταρ του Χόλιγουντ στον τοίχο του κελιού του. Η φωτογραφία κρύβει μια τρύπα, την οποία ανοίγει υπομονετικά στον τοίχο, οργανώνοντας την απόδρασή του. Την κοιτάζει και φαντάζεται ότι μπαίνει μέσα στην εικόνα και εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του την κόλαση. Τόσο στο βιβλίο όσο και στην ταινία, η Ρίτα Χέιγουορθ συμβολίζει την ελευθερία και μια αίσθηση ελπίδας.
Στην πραγματική ζωή, ωστόσο, η σταρ σύμβολο του μεταπολεμικού glamour, δεν κατάφερε να γευτεί τίποτα από τα δύο. Ηταν συνεχώς κάτω από τον έλεγχο ανδρών οι οποίοι την κακοποιούσαν συστηματικά, με πρώτο και χειρότερο όλων τον πατέρα της. Ο πλούτος και η φήμη της δεν την βοήθησαν. Μπορεί το Χόλιγουντ να είναι γεμάτο από πικρές ιστορίες κακοποίησης, ίσως όμως η ιστορία της Ρίτα Χέιγουορθ να είναι η πιο θλιβερή από όλες. Μετά από πέντε καταστροφικούς γάμους, αλκοολική και εντελώς ανίσχυρη, η νόσος του Αλτσχάιμερ έβαλε ένα θλιβερό τέλος στη ζωή αυτή της μοναδικής γυναίκας.
Η Χέιγουορθ γεννήθηκε το 1918, στη Νέα Υόρκη και το πραγματικό της όνομα ήταν Μαργαρίτα Κάρμεν Ντολόρες Κανσίνο. Πατέρας της ήταν ο ισπανός χορευτής του φλαμένκο Εδουάρδο Κανσίνο και μητέρα της η αμερικανίδα ηθοποιός Βόλγκα Χέιγουορθ. Η παιδική της ηλικία ήταν μαρτυρική, αφού ήταν αναγκασμένη να υποκύπτει στις θελήσεις του βάναυσου πατέρα, που την ανάγκασε να ξεκινήσει μαθήματα χορού από τριών ετών: «Δεν μου άρεσε πολύ να χορεύω, αλλά δεν είχα το θάρρος να το πω στον πατέρα μου. Πρόβα, πρόβα, πρόβα. Αυτή ήταν η παιδική μου ηλικία», είπε κάποτε.
Στα 12, αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να γίνει η παρτενέρ του πατέρα της. Οταν δεν υπάκουε, ο Κανσίνο την ξυλοκοπούσε. Εν τω μεταξύ, επειδή η παιδική εργασία απαγορευόταν, χόρευαν σε πλοία για τζογαδόρους και σε άθλια καζίνο και nightclubs στην Τιχουάνα του Μεξικού, όπου την παρουσίαζε ως σύζυγό του. «Ο Εδουάρδο τη βίαζε το απόγευμα και το βράδυ χόρευε μαζί της», αποκάλυψε πολλά χρόνια αργότερα ο δεύτερος σύζυγός της Ορσον Γoυέλς στην Μπάρμπαρα Λίμινγκ, συγγραφέα του βιβλίου «If This Was Happiness: A Βiography of Rita Hayworth».
Η Χέιγουορθ έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1935 ως Ρίτα Κανσίνο με την ταινία «Υπό τον Ήλιο του Μεξικού» («Under the Pampas Moon»), ενώ την ίδια χρονιά εμφανίστηκε επίσης στο «Charlie Chan in Egypt» και χόρεψε με τον Σπένσερ Τρέισι στην «Κόλαση» («Dante’s Inferno»). Θα ακολουθούσε μια λαμπρή καριέρα στη διάρκεια της οποίας θα έκανε 61 ταινίες.
Εκείνη την περίοδο γνώρισε τον Εντουαρντ Τσαρλς Τζάντσον που της παρουσιάστηκε ως πλούσιος τεξανός «πετρελαιάς», ενώ ήταν πωλητής αυτοκινήτων. Την έπεισε να τον προσλάβει ως μάνατζερ και παντρεύτηκαν το 1937: «Βασικά, είμαι καλός και ευγενικός άνθρωπος, αλλά ελκύομαι από κακές προσωπικότητες», παραδέχτηκε η σταρ το 1974 στο περιοδικό People.
Ο Τζάντσον, ήταν ο πρώτος από τους πέντε συζύγους της και ο χειρότερος από όλους. Στα 41 του είχε ήδη τρία διαζύγια και η 16χρονη ηθοποιός ήταν η «επένδυσή» του, όπως είπε κάποτε. Την ανάγκασε να βάψει τα μαλλιά της κόκκινα από καστανά, να αλλάξει το σχήμα των φρυδιών και την γραμμή των μαλλιών της με μια επώδυνη διαδικασία ηλεκτρόλυσης. Ηταν βίαιος, και όταν η Ρίτα αντιστεκόταν στις απαιτήσεις του την κακοποιούσε σωματικά.
Στο Χόλιγουντ «πίστευαν ότι ήταν προαγωγός», όπως είπε ο διάσημος ατζέντης Μπάρτον Μος σε εκπομπή του Λάρι Κινγκ. Προκειμένου να προωθήσει την έφηβη σύζυγό του, μάλιστα, δεν δίστασε να προτείνει στον επικεφαλής της Columbia Pictures να κοιμηθεί μαζί της. Τελικά υπέγραψε πράγματι συμβόλαιο με την Columbia με το όνομα Χέιγουορθ, που ήταν επίσης ιδέα του Τζάντσον. Ακολούθησαν ταινίες με τον Κάρι Γκραντ και τον Φρεντ Αστέρ που την έκαναν διάσημη, και έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Time.
Ο Τζάντσον απείλησε να της καταστρέψει το πρόσωπο με βιτριόλι και ορκίστηκε να της προκαλέσει «μεγάλη σωματική βλάβη» αν τον εγκατέλειπε, γράφει ο Μάρτιν Τσίλτον στην Telegraph, τελικά όμως κατάφερε να τον πείσει να χωρίσουν έναντι 12.000 δολαρίων: «Με βοήθησε στην καριέρα μου, τον βοήθησα με τα λεφτά μου», δήλωσε η Χέιγουορθ όταν υπέγραψαν το πολυπόθητο διαζύγιο το 1942.
Ηταν πλέον η πιο διάσημη, μόνη γυναίκα στις ΗΠΑ. Το περιοδικό Life την αποκάλεσε «Μεγάλη Αμερικανίδα Θεά του Ερωτα» -και η περιγραφή τής κόλλησε- ενώ το εξώφυλλο με την ηθοποιό που χαμογελάει γονατιστή στο κρεβάτι φορώντας ένα σέξι δαντελένιο νυχτικό έγινε διάσημο. Αυτό ακριβώς είναι το πόστερ που κρεμάει στο κελί του ο Αντι Ντιφρένς, στην ταινία του Φρανκ Ντάραμποντ.
Το glamour του pin-up girl κρύβει όμως την πραγματική εικόνα μιας γυναίκας γεμάτης ανασφάλειες: «Από φυσικού μου είμαι ντροπαλή και υποφέρω από κόμπλεξ κατωτερότητας» είπε σε συνέντευξή της στο Life.
Η φωτογραφία της γοήτευσε και τον Ορσον Γουέλς που θα γινόταν ο δεύτερος σύζυγός της. Παντρεύτηκαν το 1943 μετά από μια σύντομη, θυελλώδη σχέση που είχε με τον δισεκατομμυριούχο Χάουαρντ Χιουζ, και έναν χρόνο αργότερα θα γεννιόταν η κόρη τους Ρεμπέκα. Το 1944 ήταν επίσης η χρονιά της «Τζίλντα», της ταινίας που «έκανε όλο τον κόσμο να την ερωτευτεί», καθώς το αργό αισθησιακό στριπτίζ της -έστω και αν περιορίστηκε στο βγάλσιμο των γαντιών- σημάδεψε τους νεαρούς άνδρες και αναστάτωσε την συντηρητική Αμερική.
Την 1η Ιουλίου 1946, ένα μήνα μετά την πρεμιέρα της «Τζίλντα», έγινε η πρώτη δοκιμή βόμβας υδρογόνου ανοικτά της ατόλης Μπικίνι με μια φωτογραφία της Ρίτα Χέιγουορθ κολλημένη στη μύτη της βόμβας. Εγινε έξαλλη: «Η Ρίτα είχε συνεχώς πολύ άσχημα ξεσπάσματα θυμού, αλλά το χειρότερο ήταν όταν την έβαλαν στην πυρηνική βόμβα», είπε ο Γουέλς. «Ηταν τόσο θυμωμένη που σχεδόν τρελάθηκε. Ηθελε να πάει στην Ουάσινγκτον και να δώσει μια συνέντευξη Τύπου αλλά ο Κον [ο διευθυντής της Columbia] δεν την άφησε γιατί δεν ήταν πατριωτικό»…
Ο γάμος της με τον Γουέλς απέτυχε επίσης. Η ελεγκτική συμπεριφορά του την ενοχλούσε, μεταξύ άλλων της έδινε λίστες με βιβλία που θεωρούσε απαραίτητα για την πνευματική της βελτίωση. Χώρισαν το 1947, αφού και οι δύο είχαν σπάσει πολλές φορές τους όρκους πίστης.
Εκείνη την εποχή η Χέιγουορθ ήταν μια από τις πιο καλοπληρωμένες σταρ του Χόλιγουντ – η αμοιβή της ξεπερνούσε τα σημερινά 5,5 εκατ. ευρώ τον χρόνο- ενώ είχε υπογράψει και ένα πανάκριβο συμβόλαιο για τη διαφήμιση των κραγιόν της Max Factor.
Η «Τζίλντα» την σφράγισε, κάτι που όμως δεν της άρεσε καθόλου. Ενιωθε παγιδευμένη στο star system του Χόλιγουντ, πίστευε ότι μπορούσε να κάνει και άλλα πράγματα και ξεκίνησε να απομακρύνεται από την Columbia. Την ίδια εποχή η σχέση της με τον μουσουλμάνο και παντρεμένο πλέι μπόι, πρίγκηπα Αλί Χαν, προκαλούσε τα ήθη της Αμερικής.
Το 1949, 29 ετών και δύο μηνών έγκυος, παντρεύτηκε τον 38χρονο πρίγκιπα σε μια επιβλητική τελετή στις Κάννες, (αποτέλεσε μεγάλο κοσμικό γεγονός της εποχής) και με τη σφραγίδα ενός μονόπετρου 32 καρατιών έγινε πριγκίπισσα. Η κόρη τους πριγκίπισσα Γιασμίν γεννήθηκε λίγους μήνες αργότερα στην Ελβετία και για τη Ρίτα Χέιγουορθ άρχιζε μια σκληρή εποχή. Για τέσσερα χρόνια βρέθηκε μακριά από τα κινηματογραφικά πλατό ενώ οι φήμες για τις απιστίες του γυναικά συζύγου της οργίαζαν.
Η ηθοποιός κατηγόρησε τον πακιστανό πρίγκιπα για «ακραία σκληρότητα οφειλόμενη απόλυτα σε ψυχική διαταραχή» και χώρισαν αφού έδωσαν κυριολεκτικά μια μάχη για την επιμέλεια της κόρης τους. Τελικά ο Χαν συμφώνησε να την αναλάβει εκείνη και να την αναθρέψει χριστιανικά.
Αν και δεν της έλειπε η αυτογνωσία έκανε συνεχώς τα ίδια λάθη: «Ολοι οι άνδρες που γνώριζα ερωτευόντουσαν την Τζίλντα και ξύπναγαν μαζί μου», έχει πει. Το 1953 παντρεύτηκε τον τραγουδιστή Ντίκ Χέιμς, έναν αλκοολικό γνωστό ως «Μίστερ Διάβολο» στο Χόλιγουντ, ενώ η ίδια γινόταν όλο και πιο αυτοκαταστροφική.
Η Ρίτα Χέιγουορθ με τις κόρες της Γιασμίν και Ρεμπέκα στο Παρίσι το 1955
Ο Χέιμς την κακοποιούσε συνεχώς σωματικά και ο γάμος τους έληξε όταν της έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο σε ένα nightclub στο Λος Αντζελες. Η Χέιγουορθ επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και έβαλε μπροστά τη διαδικασία διαζυγίου ζώντας επιτέλους μερικές ευτυχισμένες στιγμές με τις κόρες της, κάτι σπάνιο στη ζωή των παιδιών της.
«Μερικές φορές νιώθω πραγματική πίκρα από όσα μου έχει κάνει το να είμαι παιδί διασήμων», είχε πει το 1972 στο περιοδικό Roto η Ρεμπέκα Γουέλς που πέθανε το 2004 σε ηλικία 59 ετών.
Η Ρίτα Χέιγουορθ έπινε πολύ από τη δεκαετία του 1950: «Είχε πολλά προβλήματα στη ζωή της, ειδικά με τον πατέρα της, που βάρυναν πολύ στις καταθλίψεις της», έχει δηλώσει ο μακιγιέρ της Ρόμπερτ Σίφερ, σχολιάζοντας ότι η σταρ κατέφευγε στο αλκοόλ για να κατευνάσει τα νεύρα της και να ξεχνάει τα βάσανά της.
Το 1958 παντρεύτηκε τον παραγωγό Τζέιμς Χιλ. Επαγγελματικά ο γάμος τους είχε και τα θετικά του (την έβαλε στις ταινίες «Χωριστά τραπέζια», 1958 και οι «Οι γενναίοι της Κορντούρα», 1959), αλλά για τη Ρίτα ήταν άλλη μια ιστορία βίας.
Ο Τσάρλτον Ιστον γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι ένα βράδυ βγήκαν για φαγητό με τη γυναίκα του και τους νεόνυμφους στην Ισπανία. Ηταν «η μοναδική τόσο ντροπιαστική βραδιά σε όλη μου τη ζωή», γράφει ο ηθοποιός. «Ο Χιλ κακοποίησε τόσο άσχημα την Χέιγουορθ που την ανάγκασε να ξεσπάσει αβοήθητη σε κλάματα κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέρια της». Οι Ιστον έφυγαν στη μέση του γεύματος, δεν την συνάντησαν ποτέ ξανά, και ο ηθοποιός ένιωσε απερίγραπτη ντροπή που την εγκατέλειψε ταπεινωμένη.
Το ζευγάρι χώρισε το 1961, μετά από τρομερούς καυγάδες, αλλά όσο παράξενο και αν ακούγεται έμειναν φίλοι. Στο βιβλίο του «Rita Hayworth: A Memoir» που κυκλοφόρησε το 1983, ο Χιλ αναφέρει ότι είχαν γνωριστεί στο Μεξικό όταν ήταν έφηβοι και τότε είχε σκεφτεί «ότι ήταν πουτάνα».
Εκείνη την εποχή, παρηγοριά της Ρίτα Χέιγουορθ ήταν η σχέση της με την κόρη της Γιασμίν. «Είχα υπέροχη παιδική ηλικία» είπε σε συνέντευξή της στο Fox News, η Γιασμίν Χαν, που θυμάται τη μητέρα της να ζωγραφίζει, να παίζει γκολφ και καστανιέτες στο σπίτι τους στο Μπέβερλι Χιλς. «Είχα μια πολύ στοργική μητέρα», συμπλήρωσε.
Η Γιασμίν στάθηκε δίπλα της και τη φρόντισε μέχρι το τέλος, στο διαμέρισμά τους στο Μανχάταν. Το 1971, η Χέιγουορθ προσπάθησε να κάνει ακόμα μια ταινία, αλλά τα γυρίσματα διακόπηκαν αφού δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί τις ατάκες της. Οι γιατροί μίλησαν για τελευταίο στάδιο αλκοολισμού, ωστόσο στην πραγματικότητα υπέφερε από τα πρώτα στάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ, που διαγνώστηκε επίσημα το 1980.
Με την κόρη της Γιασμίν Χαν το 1979
«Θύμωνε και γινόταν εριστική χωρίς λόγο. Έπρεπε να ρυθμίζω τα φάρμακά της καθώς γινόταν όλο και πιο επιθετική. Ήταν πολύ οδυνηρό», παραδέχτηκε η κόρη της.
Η Χέιγουορθ ήταν 68 ετών όταν πέθανε στις 14 Μαΐου 1987, μόλις τρεις ημέρες μετά το δεύτερο ετήσιο Rita Hayworth Gala, που διοργάνωσε η Γιασμίν συγκεντρώνοντας 1,3 εκατ. δολάρια για την Εταιρεία Alzheimer.
«Είχα μεγάλη δυστυχία στη ζωή μου, ποιος δεν έχει;», επαναλάμβανε η Χέιγουορθ. Παρ ‘όλη την επιτυχία της, η ζωή της ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος τραγική. Οπως είπε ο διάσημος ατζέντης Μπάρτον Μος, «Μακριά από την οθόνη η Ρίτα ήταν ένα πολύ μοναχικό, θλιμμένο κορίτσι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News