«Ήταν πάντα ελεεινά φωτισμένη η Ακρόπολη. Έμενα κοντά και την έβλεπα. Δεν το άντεχα και ειδοποίησα τον Γάλλο που είχε φωτίσει τον Πύργο του Αϊφελ, ρωτώντας αν τον ενδιαφέρει. Φυσικά τον ενδιέφερε, αλλά ήταν ακριβός και είπα θα τα μαζέψουμε τα λεφτά. Έφτιαξα μια επιτροπή, «Φίλοι της Αθήνας» λεγόταν και έβαλαν όλοι λεφτά για να καλυφθούν τα έξοδα».
Έτσι ξεκίνησαν όλα με τον «πλούσιο» φωτισμό της Ακρόπολης και των μνημείων της, πριν από 16 χρόνια. Και κυρίως του περίλαμπρου Παρθενώνα. Ο οποίος μέχρι το 2004 και την παρέμβαση του τότε Προέδρου της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, του σκηνοθέτη του «Ζορμπά» και της «Στέλλας» Μιχάλη Κακογιάννη, με τον οποίο ξεκινήσαμε, υποφωτιζόταν. Με λίγους, μάλλον πρόχειρους, προβολείς. Και δίχως κάποιον φωτιστικό σχεδιασμό.
Όσο για τον Πιερ Μπιντό, τον οποίο κάλεσε (για την ακρίβεια τον προσέγγισε στο Παρίσι η αδελφή του, Γιαννούλα Κακογιάννη, μέχρι την πρόσφατη αποδημία της πρόεδρος στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης), είναι ο περίφημος γάλλος φωτιστής του Πύργου του Αϊφελ.
Ο Μπιντό, κατά τον Κακογιάννη, είχε μεταβάλει τον διάσημο παρισινό πύργο σε «ένα ανάλαφρο, χρυσό κόσμημα». Κάτι τέτοιο ονειρεύτηκε και τον Παρθενώνα και την Ακρόπολη της Αθήνας ο Μιχάλης Κακογιάννης.
Και ο Πιερ Μπιντό απάντησε: «Εκτός Γαλλίας, μόνον για την Ακρόπολη και τις Πυραμίδες θα αντιμετώπιζα την πρόκληση».
Μια 30σέλιδη φωτιστική μελέτη ήταν η πρακτική απάντησή του. Με πρόβλεψη και για το φωτισμό στην Αρχαία Αγορά, το Θησείο, την Πύλη του Αδριανού, το Ζάππειο, τον Λυκαβηττό κ.ά.
Σε συνεννόηση με τον τότε Αντιδήμαρχο Πολιτισμού στον Δήμο Αθηναίων (επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου), Φώτη Παπαθανασίου, οργανώθηκε και επίσημη πρόσκληση του Πιέρ Μπιντό από τον Δήμο της Αθήνας. «Τα μνημεία δεν φωτίζονται, πρέπει να φωτίζουν», είναι η ατάκα του διάσημου γάλλου που κράτησαν όσοι τον συνάντησαν.
Το Σωματείο «Οι Φίλοι της Αθήνας», που ίδρυσε ο Μιχάλης Κακογιάννης για αυτό το σκοπό, είχε 26 ιδρυτικά μέλη, συν το σκηνοθέτη, ήταν 27. Οι «Φίλοι» έκαναν έκκληση και σε άλλους και 98 συνολικά άλλοι συνεισέφεραν από 1 εκατ. σε δραχμές για την αποζημίωση της μελέτης του διάσημου γάλλου φωτιστή.
Ανάμεσά τους και οι τρεις του Ιδρύματος Ωνάση, Στέλιος Παπαδημητρίου (πατέρας του σημερινού προέδρου Αντώνη Παπαδημητρίου), Απόστολος Ζαμπέλης και Παύλος Ιωαννίδης.
Τότε, ανέλαβε τη μελέτη εφαρμογής και την επίβλεψη του έργου, για λογαριασμό του Γραφείου Δοξιάδη, ο Κώστας Κάπος, μηχανολόγος μηχανικός, διευθυντής ηλεκτρομηχανικών μελετών στο γραφείο. Σε συνεννόηση με τον Πιέρ Μπιντό. Και ο φωτισμός εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 2004, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Την αρχική μελέτη αναβάθμισης του φωτισμού, ο οποίος έφθινε με τα χρόνια, ανέλαβε ο ίδιος άνθρωπος, ο Κώστας Κάπος, τον Οκτώβριο του 2019, για το υπουργείο Πολιτισμού.
Καθώς, μετά το 2004 με τη σκόνη, τη λάσπη (που κάθισαν αναπόφευκτα, λόγω ελλιπούς συντήρησης, πάνω στους προβολείς), ο φωτισμός συνεχώς έφθινε. Και όλο και σκούραινε ή κιτρίνιζε.
Στο μεταξύ, πριν από τον εγκλεισμό λόγω κορονοϊού, έγινε συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, με τον πρόεδρο του Ιδρύματος Ωνάση, Αντώνη Παπαδημητρίου και τη διευθύντρια Πολιτισμού, Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
Η συνάντηση αυτή επισφράγισε τη χορηγία του Ιδρύματος συνολικού, ύψους 1.500.000 ευρώ, για το φωτισμό και τον ανελκυστήρα στον Ιερό Βράχο.
Από δε την πλευρά του χορηγού το έργο ανατέθηκε, πάραυτα, στην Ελευθερία Ντεκώ. Έμπειρη στις θεατρικές φωτιστικές «ατμόσφαιρες» και υπεύθυνη για το φως στην Τελετή Έναρξης στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Εκείνη, σύμφωνα με πληροφορίες, απευθύνθηκε στη μεγάλη γερμανική εταιρεία φωτισμού (και φωτιστικού σχεδιασμού) Bega, καταρτίζοντας νέα μελέτη. Στην οποία μετατράπηκαν αρκετά στοιχεία από την προμελέτη του υπουργείου, που αρχικά είχε εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Όπως παρουσιάστηκε, διαδικτυακά, στο ΚΑΣ και εγκρίθηκε και η τελική μελέτη της Ελευθερίας Ντεκώ.
Στην προμελέτη, για παράδειγμα, προβλεπόταν ο Παρθενώνας να φωτισθεί ισχυρά από 600 προβολείς. Στην τελική μελέτη αυτός ο αριθμός μειώθηκε κατά 40%.
Στην προμελέτη, επίσης, διατυπωνόταν, ως βασικός στόχος: να σπάσει η «κιτρινίλα» στα μνημεία, και κυρίως στον Παρθενώνα, με την αύξηση, από 3.000 σε 3.400, της θερμοκρασίας του λευκού φωτός.
Στην τελική μελέτη, που ανέλαβε η Ελευθερία Ντεκώ, έγιναν συνεχείς δοκιμές (μέσω υπολογιστή πλέον) για τη «θερμότητα» του λευκού φωτός.
Εξ ου και αναδύθηκε πάλλευκος και ανάγλυφος ο ναός σε μια πρώτη δοκιμή στις 26 Αυγούστου. Ή έσβηνε και ξανάναβε από τις 17 Σεπτεμβρίου.
Όπως τονιζόταν από το υπουργείο Πολιτισμού, «σύμφωνα με την νέα μελέτη της Ελευθερίας Ντεκώ, αντικαθίστανται όλοι οι υπάρχοντες λαμπτήρες φωτισμού με νέους τύπου LED με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, μικρότερο κόστος συντήρησης και τη δυνατότητα εναλλαγής μορφών φωτισμού».
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη είχε εξηγήσει για τη μελέτη, ότι: «Επιτυγχάνει την ανάδειξη των μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου. Τονίζει την τρίτη διάσταση μέσω της διαφοροποίησης των εντάσεων και της απόχρωσης. Μειώνει, περίπου κατά 40%, τον αριθμό των φωτιστικών σωμάτων, κάνοντας οικονομία στην ενέργεια».
Κάπως έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στον δεύτερο στην ιστορία της Ακρόπολης οργανωμένο και σχεδιασμένο φωτισμό, που εγκαινιάζεται, σήμερα, Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020. Έναν φωτισμό, που φιλοδοξεί να την αναδεικνύει ανάγλυφη. Κυρίως τον Παρθενώνα, που επιχειρεί, φωτιστικά, να τον «εξυψώνει» κάτω από το νυχτερινό αττικό ουρανό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News