Σε λίγες ημέρες η Γερμανία σβήνει 30 κεράκια σε φρέσκια τούρτα γενεθλίων. Ισως αυτή η επέτειος ακούγεται σαν καλαμπούρι όταν μιλάμε για τη χώρα του Οτο φον Μπίσμαρκ (ιστορική φυσιογνωμία που ενοποίησε σε γερμανικό κράτος τη χώρα το 1871), ωστόσο είναι γεγονός, αν δούμε την Ιστορία από τη μεριά των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Διότι, όντως, μετά την ήττα της σε αυτόν η Γερμανία και καταστράφηκε και κομματιάστηκε και τα εδάφη της μοιράστηκαν σε τρίτους. Και έγινε και πάλι ενιαία στις 3 Οκτωβρίου 1990, όταν το μπλοκ με τους σοβιετικούς δορυφόρους κατέρρευσε και η πάλαι ποτέ «λαοκρατική» Ανατολική Γερμανία απορροφήθηκε από την «ομοσπονδιακή» Δυτική Γερμανία – και οι δύο μεταπολεμικές Γερμανίες ήταν δημιουργήματα των ασπόνδων συμμάχων, με έτος ίδρυσης και των δύο το 1949.
Ο βρετανικός Guardian στέλνει τα «Χρόνια Πολλά!» του στο Βερολίνο (για τα τριάντα τελευταία χρόνια) μέσω ενός άρθρου του Τίμοθι Γκάρτον Ας, το οποίο δεν ξεχνά να αναφέρει και τη μεσαιωνική ή και αρχαία Γερμανία, από τον Καρλομάγνο και πίσω δηλαδή. Και δεν θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά τα πράγματα στο άρθρο, αφού ο Ας είναι ιστορικός στο επάγγελμα και δευτερευόντως αρθρογράφος. Ο Ας δηλώνει την αμηχανία του καθώς ο εαυτός του τού θέτει το εξής «απλό» ερώτημα: «Πόσων χρόνων είναι η Γερμανία;» Τι να πει ο άνθρωπος; Τα αυτονόητα: «Οι τελευταίες τρεις δεκαετίες ήταν οι καλύτερες σε όλη τη μακρά και περίπλοκη ιστορία της Γερμανίας».
Και εξηγεί για ποιον λόγο γράφει αυτά τα πράγματα: «Αν μπορείτε να σκεφτείτε μια καλύτερη περίοδο για την πλειονότητα των Γερμανών και για τις σχέσεις τους με τους περισσότερους γείτονές τους, θα χαρώ να το μάθω και εγώ». Απαριθμεί επιχειρήματα: «Στον σημερινό κόσμο, γεμάτο λαϊκισμό, φανατισμό και αυταρχισμό, η Γερμανία είναι ένας φάρος σταθερότητας, ευγένειας και μετριοπάθειας, αρετές που χαρακτηρίζουν την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ».
Οι γεωπολιτικές αστάθειες που μόλις και μετά βίας κρύβει σήμερα ο ορίζοντας θα γίνουν τα επόμενα τριάντα χρόνια ορατές με τη μορφή «εθνικών και περιφερειακών προκλήσεων», και αυτό το σκηνικό θα βλάψει τον γερμανικό παράδεισο του παρόντος, αφού θα του γνωρίσει τον όφι της οικονομικής κρίσης που «μέχρι τώρα αντιμετώπισαν νότιες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία». Τα πλεονεκτήματα του εξαγωγικού προσανατολισμού της γερμανικής οικονομίας σε συνδυασμό με το ευρώ, της προσφοράς φθηνών εργατικών χειρών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αλλά και άλλα, που όλα τους σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, δεν είναι εγγυημένα λέει ο Ας. Τα πράγματα θα δυσκολέψουν για την όποια κυβέρνηση στο Βερολίνο.
Ο Ας κάνει την παρατήρηση ότι η λέξη «Ευρώπη» εμφανίζεται στις ομιλίες των γερμανών πολιτικών τόσο συχνά όσο και το «αμήν» στις εκκλησιαστικές προσευχές. Εξ αυτής μάλιστα αντιλαμβάνεται ότι στο γερμανικό DNA είναι καταγεγραμμένο το «υπαρξιακού χαρακτήρα» ενδιαφέρον για την Ευρώπη: «Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς τη Γερμανία χωρίς το ισχυρό ευρωπαϊκό πλαίσιο – και πόσο μάλλον την Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς τη Γερμανία». Και αυτό διότι «η Γερμανία δεν είναι Βρετανία», να φύγει με το Brexit και να μη συμβεί τίποτε. «Οι περισσότεροι Γερμανοί καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι το μέλλον τους είναι αδιαχώριστο από αυτό της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Ο Ας παρατηρεί ότι «οι περισσότεροι Ευρωπαίοι φοβούνται τον Ντόναλντ Τραμπ», και αυτό οφείλεται στη στάση του για την έννοια Δύση (Ευρώπη συν ΗΠΑ). Δεν νοιάζεται για τη Δύση ως ολότητα, και έτσι μπορεί επί του παρόντος να ενθουσιάζει η «ευρωπαϊκή κυριαρχία» την οποία λανσάρει ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. «Αν αυτά που λέει ο Μακρόν», γράφει ο Ας, «σημαίνουν ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν να κάνουν χωρίς τους Γιάνκηδες, αυτό είναι ένα επικίνδυνο λάθος». Επειδή οι προκλήσεις είναι παγκόσμιες, και θα είναι και μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια, «ο κορονοϊός, το κλίμα, η Τεχνητή Νοημοσύνη, οι άλλες πανδημίες, η επιθετικότητα της Κίνας» κ.λπ. Ολα αυτά «απαιτούν παγκόσμια συνεργασία των δυτικών δημοκρατιών, όχι μόνο μία περιφερειακή συνεργασία».
Και ο Ας, κλείνοντας στο άρθρο του, περνάει στο ζουμί του: «Αν ο Τραμπ κερδίσει μια δεύτερη θητεία, όπως λέει και ο πρώην σύμβουλός του για την εθνική ασφάλεια Τζον Μπόλτον, μπορεί ακόμη και να βγάλει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Τότε η Ευρώπη θα ήταν υποχρεωμένη να υπερασπίζεται την ασφάλεια, ένα καθήκον για το οποίο δεν είναι ακόμη καλά εξοπλισμένη. Αλλά εάν ο Τζο Μπάιντεν γίνει πρόεδρος, οι ΗΠΑ μπορούν να επιστρέψουν στο να είναι απαραίτητος υποστηρικτής της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης από την οποία η Γερμανία εξαρτάται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Υπό αυτήν την έννοια, η επόμενη σημαντική ημερομηνία στην Ιστορία της Γερμανίας δεν είναι η 3η Οκτωβρίου, που είναι απλώς μία ωραία επέτειος, αλλά η 3η Νοεμβρίου, η ημέρα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών».
Δηλαδή, στις 3 Νοεμβρίου οι Αμερικανοί θα ψηφίσουν όχι μόνο για το ποιος θα πάει στον Λευκό Οίκο, αλλά και για το αν θα υπάρξει και στο μέλλον Δύση ενιαία, όπως τη γνωρίσαμε μεταπολεμικώς και μέχρι σήμερα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News