Μετά την ανάδειξή του σε κορυφαίο αμυντικό της σεζόν, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο παρασημοφορήθηκε και με την επιλογή του στην καλύτερη πεντάδα της χρονιάς (για δεύτερη φορά). Δίπλα στους Λεμπρόν Τζέιμς (Λος Αντζελες Λέικερς), Τζέιμς Χάρντεν (Χιούστον Ρόκετς), Αντονι Ντέιβις (Λος Αντζελες Λέικερς) και Λούκα Ντόντσιτς (Ντάλας Μάβερικς). Η απόφαση για τον «Greek Freak» και τον «King James» ήταν ομόφωνη, με 100/100 ψήφους.
Σε ό,τι αφορά τον έλληνα σούπερ-σταρ των «Ελαφιών», που περιμένει να ανακηρυχθεί MVP της κανονικής περιόδου του ΝΒΑ για δεύτερη διαδοχική σεζόν, καμία διάκρισή του δεν μας εκπλήσσει πια. Αυτό που εντυπωσιάζει, είναι οτι ανάμεσα στους πέντε καλύτερους του αμερικανικού πρωταθλήματος βρέθηκε κι άλλος ένας Ευρωπαίος: ο σλοβένος «μάγος» των Μάβερικς, Λούκα Ντόντσιτς, ο οποίος στα 21 του έγινε ο νεαρότερος παίκτης στα χρονικά της λίγκας που κατορθώνει κάτι τέτοιο.
Και τι δεν του είχαν γράψει τα media το 2018, όταν δήλωσε συμμετοχή στο ΝΒΑ Draft: οτι δεν είναι γρήγορος, δεν είναι σταθερός σουτέρ, δεν είναι αξιόπιστος στην άμυνα… Εστω κι αν έφτασε στις ΗΠΑ ως «ο πρίγκηπας της Euroleague», ο Ντόντσιτς αμφισβητήθηκε έντονα και άδικα. Ωσπου άρχισε να… κλείνει στόματα. Πέρυσι ήταν ο καλύτερος «Ρούκι» (πρωτοεμφανιζόμενος παίκτης) της χρονιάς. Εφέτος, με επιδόσεις σχεδόν εξωπραγματικές, οδήγησε τους Μάβερικς στα πλέι-οφ για πρώτη φορά μετά το 2016. Κι εκεί, στις αναμετρήσεις με τους Κλίπερς, κατέρριψε ένα ρεκόρ του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ: σκόραρε τους περισσότερους πόντους στους δυο πρώτους πρώτους αγώνες μιας postseason σειράς. Είναι υποψήφιος για τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου στην ιστορία του μπάσκετ, έτοιμος να ξεπεράσει τον θρυλικό Ντράζεν Πέτροβιτς.
Εμείς οι Ευρωπαίοι τον γνωρίζουμε από τα 13 του. Τον είδαμε να παίζει στη Ρεάλ Μαδρίτης στα 16 του (30 Απριλίου 2015), έστω για ενάμισι λεπτό, κι έπειτα, ως teenager, να οδηγεί τη «Βασίλισσα» στην κορυφή του ισπανικού πρωταθλήματος και της Ευρωλίγκας, και να κατακτά χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ με την εθνική του ομάδα. Αυτοί που εκπλήσσονται με τον Ντόντσιτς, είναι οι Αμερικανοί. Που ακόμη και σήμερα, κοιτάζουν τον κόσμο του μπάσκετ αφ’ υψηλού.
Την επί δεκαετίες πεποίθησή τους ότι κανένας ξένος δεν είναι ικανός να διακριθεί στο ΝΒΑ, υποχρεώθηκαν να την παραμερίσουν όταν η εξέλιξη του αθλήματος τους έριξε στην ανάγκη για περισσότερα ψηλά κορμιά. Καθώς τα σύνορα άνοιγαν σιγά – σιγά, άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως σπουδαία ταλέντα υπήρχαν κι αλλού. Ιδίως στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και στα κομμάτια της άλλοτε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Το 1996-1997 οι αλλοδαποί NBAers ήταν καμιά εικοσαριά. Το 2016-2017, πάνω από 110. Ενας στους τέσσερις ήταν μη Αμερικανός.
Ο Χακίμ Αμπντούλ Ολάζουον, από τη Νιγηρία, και ο Γάλλος Τόνι Πάρκερ, κατέκτησαν «δαχτυλίδια» και τίτλους MVP. Ο Γερμανός Ντιρκ Νοβίτσκι (κατά πολλούς ο κορυφαίος ευρωπαίος καλαθοσφαιριστής όλων των εποχών) υπήρξε ο πρώτος ξένος «franchise player» στο ΝΒΑ – ό,τι είναι σήμερα ο Γιάννης για τους Μπακς. Τον Δεκέμβριο του 2019, ακόμη και ο πιο φανατικός υποστηρικτής της αμερικανικής ανωτερότητας στο μπάσκετ, θα κατάλαβε ότι το ΝΒΑ γίνεται ολοένα και πιο ευρωπαϊκό. Ο Αντετοκούνμπο αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης Οκτωβρίου – Νοεμβρίου στην Ανατολική Περιφέρεια, και ο Ντόντσιτς στη Δυτική. Ηταν οι πρώτοι ξένοι στα χρονικά της Λίγκας που κέρδισαν το βραβείο ταυτοχρόνως.
Είναι οι ευρωπαίοι μπασκετμπολίστες που έχουν υποχρεώσει τους Αμερικανούς να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους, αλλά και τις μεθόδους τους στην αναζήτηση ταλέντων. Ο Γιάννης εμφανίστηκε «από το πουθενά». Μέχρι πριν από επτά χρόνια ήταν εντελώς άγνωστος – μπορούσες να τον δεις να παίζει μόνο στα λιγότερο σημαντικά ματς της Α2. Ο «κρότος» που έκανε από τις πρώτες του μέρες στις ΗΠΑ, υποχρέωσε τους σκάουτερς να παρακολουθούν και τις αναπτυξιακές ομάδες, ή τις χαμηλότερες κατηγορίες. Υστερα ήρθε ο Ντόντσιτς, για να επιβεβαιώσει με τις απίθανες παραστάσεις του οτι στην Ευρώπη υπάρχει μπόλικο μπασκετικό χρυσάφι.
Τα παράλληλα κατορθώματά τους έχουν βάλει πολλούς έλληνες μπασκετόφιλους στον πειρασμό της σύγκρισης: Αντετοκούνμπο, ή Ντόντσιτς; Ποιος είναι ο καλύτερος; Σωστή απάντηση σε λάθος ερώτηση, δεν μπορεί να δοθεί. Πρώτα απ’ όλα, ο Γιάννης πήγε στις ΗΠΑ χωρίς να έχει ιδέα από επαγγελματικό μπάσκετ, ενώ ο Λούκα ήταν, ήδη, τέσσερα χρόνια επαγγελματίας προτού παίξει στις ΗΠΑ. Είχε προλάβει, μάλιστα, να κατακτήσει την Euroleague και να αναδειχθεί πολυτιμότερος παίκτης της. Εκκίνησαν στο ΝΒΑ από εντελώς διαφορετική αφετηρία.
Δεύτερον, όσο κι αν ο Σλοβένος εντυπωσιάζει στα 21 του, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα έχει καταφέρει μέχρι τα 26 του. Οσα ο Γιάννης, λιγότερα, ή περισσότερα. Τρίτον -και κυριότερο- είναι ολότελα διαφορετικοί παίκτες. Ο Ντόντσιτς στηρίζεται στο ταλέντο και στο μπασκετικό του IQ, είναι εξαιρετικός σουτέρ και απέκτησε από μικρός ηγετικές ικανότητες, χάρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο που του είχε εμπιστευτεί η Ρεάλ Μαδρίτης. Αλλά και επειδή ως χαρακτήρας διαθέτει τρομερή αυτοπεποίθηση, στα όρια της αλαζονείας. Ο Αντετοκούνμπο υπερτερεί σε αθλητικότητα -είναι ένα «τέρας της φύσης»-, δεν παίζεται στην άμυνα και
προοδεύει, κυρίως, χάρη στην εργατικότητά του.
Ενα είναι βέβαιο: οτι και οι δυο είναι εξαιρετικά επιδραστικοί στις ομάδες τους. Ολα περνούν από τα χέρια τους. Οι Μάβερικς είναι ο Ντόντσιτς και οι Μπακς, ο Γιάννης.
Οι αναλυτές δεν κάνουν το λάθος να τους συγκρίνουν. Προβλέπουν, όμως, οτι σε μερικά χρόνια οι αναμετρήσεις τους θα είναι οι πιο συναρπαστικές «μονομαχίες» στο ΝΒΑ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News