Το τελευταίο μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη αρχίζει με μια κηδεία. Μόνον που το φέρετρο είναι άδειο, γιατί δεν κηδεύεται κάποιος άνθρωπος, αλλά η Aριστερά που αυτοκτόνησε.
Εν μέσω μιας γενικευμένης και διαρκούς κρίσης, οι φτωχοί της Αθήνας δεν ξέρουν σε ποιον να απευθυνθούν για σωτηρία. Κάποια στιγμή έρχεται στην πόλη ένας ζάπλουτος σαουδάραβας επιχειρηματίας, με σκοπό να κατασκευάσει μια τεράστια τουριστική μονάδα στην περιφέρεια της πρωτεύουσας. Πριν καν, όμως, πέσουν οι υπογραφές, δολοφονείται. «Απίστευτο, έρχεται κάποιος να επενδύσει σε αυτήν τη χώρα και τον σκοτώνουμε», σχολιάζει ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος στο «Ο φόνος είναι χρήμα» (εκδ. Κείμενα).
Μιλώντας στη La Repubblica με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του και στην Ιταλία, ο Πέτρος Μάρκαρης αποκάλυψε ότι αυτό που τον ώθησε να το γράψει είναι «η παρακμή της μεσαίας τάξης, ειδικά στη Νότια Ευρώπη, στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία. Ορδές νεόπτωχων που προστέθηκαν στους ήδη υπάρχοντες. Πολλά από τα προβλήματα των σημερινών κοινωνιών μας, είτε πρόκειται για την κρίση της Aριστεράς είτε για την άνοδο του λαϊκισμού, πηγάζουν από αυτό το γεγονός», υποστήριξε ο συγγραφέας.
Κατά τη συνομιλία του με τον Ενρίκο Φραντσεσκίνι, ο Μάρκαρης σχολίασε όλα σχεδόν τα επίκαιρα και επείγοντα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα.
Μίλησε για την τραγωδία των προσφύγων, σημειώνοντας ότι η επίλυση του ζητήματος θα μπορούσε να είναι μια απλή υπόθεση «αλλά οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν θέλουν να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Η ΕΕ αντιμετωπίζει το ζήτημα των προσφύγων, συνεχίζοντας να το φορτώνει στις χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, στην Ιταλία και την Ελλάδα κυρίως».
Περιέγραψε τη ζωή στην Αθήνα, αναφέροντας ότι αφότου «ξεπεράσαμε την οικονομική κρίση με μία δεκαετία θυσιών, τώρα μας ήρθε κατακέφαλα μία άλλη κρίση, την οποία προκάλεσε o κορονοϊός. Η καθημερινή ζωή στην Αθήνα μοιάζει φυσιολογική, επειδή τα καταστήματα και τα καφέ είναι ανοιχτά, αλλά μέσα είναι άδεια».
Επισήμανε ότι αντιδράσαμε «αναπάντεχα καλά κατά την πρώτη φάση της πανδημίας. Οι Ελληνες, όπως και οι Ιταλοί, δεν φημίζονται για την πειθαρχία τους. Υπάκουσαν, ωστόσο, και τήρησαν τους κανόνες επί μήνες, λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα. Στη συνέχεια ήρθε το καλοκαίρι και τα κρούσματα αυξήθηκαν. Αλλά στην Ελλάδα όλα εξαρτώνται από τον τουρισμό. Εάν παραμέναμε κλειστοί, δεν θα πεθαίναμε από τον ιό αλλά από την πείνα. Επρόκειτο για ένα απαίσιο δίλημμα».
Ακόμα και στο δράμα της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ αναφέρθηκε ο Μάρκαρης, σε σχέση μάλιστα με το Grexit. «Είμαι πάντα έτοιμος να κριτικάρω τη χώρα μου, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι σε σχέση με το πώς συμπεριφέρθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο για το Brexit, η Ελλάδα μου φαίνεται παράδεισος», είπε.
Θέλησε, όμως, να επισημάνει επίσης: «Οταν μετανάστευσα από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα το 1964, άκουγα διαρκώς τους Ελληνες να λένε “κάποια μέρα θα γίνουμε και εμείς μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα”. Γίναμε, λοιπόν, αλλά όχι γιατί ανεβήκαμε εμείς στο επίπεδο της Ευρώπης. Η Ευρώπη κατέβηκε στο δικό μας επίπεδο».
Οσον αφορά τις τουρκικές προκλήσεις, γνωρίζοντας ότι ο Μάρκαρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, ο ιταλός δημοσιογράφος ζήτησε να μάθει την άποψή του για τη νέα ένταση στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας.
«Εχω ζήσει πολλά χρόνια με αυτές τις εντάσεις. Πριν από μερικές ημέρες στην Ελλάδα είχαμε την επέτειο του πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που σημειώθηκε το 1955. Το νέο στοιχείο που υπάρχει είναι η επιθετικότητα της Αγκυρας. Η τουρκική κυβέρνηση επιδιώκει να αναβιώσει την οθωμανική αυτοκρατορία. Οσο υφίσταται αυτή η ψευδαίσθηση, θα δημιουργούνται μπελάδες», εξήγησε.
Ερωτηθείς για το παράθεμα –το ποίημα του Μπέρτολντ Μπρεχτ «Διαβάζοντας Οράτιο»– που επέλεξε για το βιβλίο του, ο Μάρκαρης εξήγησε ότι το διάλεξε για να δώσει ελπίδα. «Σε έναν στίχο αναφέρεται πως “ακόμη και ο κατακλυσμός δεν κράτησε αιώνια ”. Θα περάσει και η πανδημία και αργά ή γρήγορα θα επιλυθούν και τα οικονομικά προβλήματα. Το ερώτημα είναι πόσοι θα επιβιώσουν έως τότε», σημείωσε.
Και ολοκλήρωσε τη συνέντευξή του αποκαλύπτοντας ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, ο αστυνόμος Χαρίτος δεν μοιάζει τόσο με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, όπως υποστηρίζουν πολλοί, ούτε εκείνος με τον Ζορζ Σιμενόν. «Ο Χαρίτος μοιάζει με τον Μονταλμπάνο κι εγώ με τον Καμιλέρι, όπως η Ελλάδα μοιάζει περισσότερο με την Ιταλία παρά με τη Γαλλία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News