Το ακούω και το διαβάζω όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό. «Να γίνουμε Ισραήλ. Μόνο έτσι θα αντιμετωπίσουμε τον Τούρκο». Και πώς θα γίνουμε Ισραήλ, παρακαλώ; Αύξηση της θητείας, στράτευση στα 18 χρόνια, μόλις τα παιδιά τελειώνουν τη μέση εκπαίδευση, στράτευση των γυναικών, ανάπτυξη εθνικής πολεμικής βιομηχανίας, ανάπτυξη στρατιωτικής υψηλής τεχνολογίας και καμιά δεκαριά εντυπωσιακά ακόμα, που δεν τα έχω πρόχειρα αυτή τη στιγμή.
Προφανώς η κοινωνία μας είναι επιρρεπής σε ζωτικούς μύθους. Ο πρόσφατος μύθος της αντιγραφής του Ισραήλ, ή της μετάλλαξής μας σε Ισραήλ, καταλαμβάνει κι αυτός σιγά σιγά μια περίοπτη θέση στον φαντασιακό εθνικό μας χώρο. Λες και αρκούν μια διαταγή ή ένας νόμος ή ένα προεδρικό διάταγμα για να γίνουμε αστραπιαία άλλο έθνος, άλλο κράτος, άλλοι άνθρωποι. Λες και μια κοινωνία που μέχρι τον Γενάρη του 2020 θεωρούσε τη θητεία εννιά μηνών μεγάλη και απάνθρωπη, τον Οκτώβριο μπορεί να μετατρέψει κάθε ενήλικο πολίτη της σε αδίστακτη μηχανή του θανάτου, κάθε διαμέρισμά της σε εθνικό οχυρό και κάθε χωράφι της σε πεδίο βολής.
Αστειότητες. Ο Ελληνας έχει να πολεμήσει από το 1950 (με εξαίρεση λίγων ταγμάτων ή λόχων στην Κορέα και την Κύπρο) και δεν έχει την παραμικρή διάθεση να το κάνει σήμερα, ξαναμπαίνοντας στα παπούτσια των σκληραγωγημένων προπαππούδων του. Το Ισραήλ είναι μια πλήρως στρατιωτικοποιημένη κοινωνία, με τον γενικό πληθυσμό εκπαιδευμένο, ψυχολογικά προετοιμασμένο και έτοιμο να πολεμήσει οποιαδήποτε στιγμή. Εξάλλου αντιμετωπίζει έναν ολόκληρο αραβικό κόσμο και τρομοκρατία (ή, αντίσταση, όπως θέλετε πείτε την) στο εσωτερικό του.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα καλοπερασμένων (εμού περιλαμβανομένου) που βλέπει χακί και το χλευάζει, που βλέπει όπλο κι αλλάζει πεζοδρόμιο. Η θητεία στα δεκαοκτώ θα δημιουργήσει μια νέα γενιά ανυπότακτων (που μεγαλύτεροι όντες, θα έχουν αίτημα την εξαγορά της θητείας τους), η αύξηση της θητείας θα ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών και προσφυγές στα δικαστήρια για ανισότητα αντιμετώπισης πολιτών με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Μια καθολική στράτευση των γυναικών θα κάνει τις διαμαρτυρίες των ψεκασμένων για τις μάσκες να μοιάζουν με παιδική χαρά μπροστά στις αντιδράσεις μανάδων και πατεράδων.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Είμαστε μια χώρα που από δεκαετίες έχει εκχωρήσει το εθνικό καθήκον για την υπεράσπιση της πατρίδας στην τσέπη της. Δίνουμε λεφτά και αγοράζουμε όπλα και υπηρεσίες άμυνας από μισθοφόρους συμπολίτες μας. Με πρόσχημα τα ακριβά πολεμικά συστήματα που χρειάζονται εκπαιδευμένους στρατοεπιστήμονες (λες και το Ισραήλ πολεμά με σπαρτιατική φάλαγγα), ακουμπάμε πάνω σε επαγγελματίες αξιωματικούς και πενταετείς υπαξιωματικούς που θα πολεμήσουν την κρίσιμη στιγμή. Ολοι οι υπόλοιποι καταναλώνουμε τη ζωτική μας ενέργεια σε επιδείξεις πατριωτισμού στο twitter και επιστρατεύουμε τις γνωριμίες μας για μια καλή μετάθεση του κληρωτού γιου μας στη γενέθλια πόλη του.
Δεν εξαιρώ τον εαυτό μου ή τον κύκλο μου από αυτόν τον a la cart σύγχρονο ελληνικό πατριωτισμό, τουλάχιστον όμως δεν διακινώ παράλληλα φαεινές ιδέες να γίνουμε Ισραήλ «και να ξεμπλέξουμε». Διότι η μετάλλαξη μιας ράθυμης και άκαπνης κοινωνίας σε στρατιωτικοποιημένη αδερφούλα της, δεν είναι «ξεμπλέξιμο», αλλά «μπλέξιμο». Εξάλλου, γι’ αυτό (μεταξύ άλλων) μπήκαμε στην Ευρώπη. Για να ξεφύγουμε από την προαιώνια βαλκανική μας μοίρα να έχουμε μια επιστράτευση κάθε τρία χρόνια, ένα πραξικόπημα κάθε πέντε κι έναν πόλεμο κάθε δέκα.
Αφήνω στην άκρη τα περί αμυντικής βιομηχανίας και εθνικής στρατιωτικής έρευνας, καθότι ένα κράτος που δεν μπορεί να λειτουργήσει κερδοφόρα τον Ισθμό της Κορίνθου, κατά πάσα πιθανότητα θα αποτύχει να πρωτοπορήσει παγκοσμίως στην κατασκευή πυραύλων πέμπτης γενιάς, που θα κάνουν τους Τούρκους να τρέχουν. Εκτός αν δώσουμε χρήμα σε αξιόπιστους ιδιώτες να κάνουν τη δουλειά στο έδαφός μας, αυτό να το συζητήσουμε. Ο τελευταίος σοβαρός έλληνας βιομήχανος πολεμικού υλικού δεν ήταν ούτε η ΕΑΒ, ούτε η ΕΒΟ, αλλά ο Μποδοσάκης. Δεν υποτιμώ τις δυο βιομηχανίες μας, όμως άλλα τα μεγέθη και άλλη η προσφορά, σε άλλες εποχές φυσικά.
Κοντολογίς, ας αφήσουμε τους βερμπαλισμούς και τους μαξιμαλισμούς που γέννησαν στο κεφάλι μας οι βόλτες του «Oruc Reis» και αντί να ονειρευόμαστε ότι γίναμε ξαφνικά πεζοναύτες, ας επικεντρωθούμε σ’ αυτό που ξέρουμε να κάνουμε καλύτερα. Να βγάζουμε αρκετά λεφτά ώστε να περισσεύουν για να χρηματοδοτούμε και μια αποτελεσματική αποτρεπτική στρατιωτική μηχανή. Μπορεί το μοντελάκι αυτό να είναι κομμάτι προσβλητικό για την προϊστορία μας και να μην ταιριάζει με την (αυτονόητη DNAκή) πολεμική αρετή ή ναυτοσύνη των Ελλήνων, είναι όμως το μοναδικό εφικτό για τον Ελληνα του 2020. Που μεγάλωσε ο ίδιος με Μερέντα και κλαίει διότι ο κανακάρης του δυσκολεύεται να αναπνεύσει με τη μάσκα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News