Η Σαμαρίνα είναι στα Γρεβενά, στην ανατολική πλευρά του Σμόλικα, στη βόρεια Πίνδο. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.450 μέτρων και θεωρείται το χωριό με το μεγαλύτερο υψόμετρο στα Βαλκάνια. Εκτός από τουριστικός προορισμός, καθώς βρίσκεται κοντά στο χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας, είναι γνωστή στο πανελλήνιο για τα «παιδιά της», από το γνωστό δημοτικό τραγούδι. Παιδιά «καημένα και λερωμένα».
Στις μέρες μας τα παιδιά της Σαμαρίνας προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη Συρία και το Ιρακ. Εδώ και τρία χρόνια πρόσφυγες φιλοξενούνται στα ξενοδοχεία του χωριού. Κατά περιόδους, την τελευταία τριετία, η Σαμαρίνα έχει φιλοξενήσει ως και 320 πρόσφυγες εν αναμονή απόφασης για την αίτηση ασύλου που έχουν καταθέσει. Ένα ξενοδοχείο έχει μετατραπεί σε δομή φιλοξενίας. Εκεί στεγάζονται 120 άνθρωποι. Όταν οι ανάγκες το απαιτούν, μισθώνονται και οι υπόλοιπες μικρές μονάδες της περιοχής.
Οι ξενοδόχοι κάνουν χρυσές ή, τέλος πάντων, καλές δουλειές. Ο τουρισμός δεν κάνει. Οι ταβέρνες και τα καταστήματα της περιοχής έχουν υποστεί ζημιά καθώς οι τουρίστες δεν διανυκτερεύουν, στο βαθμό που το έκαναν παλαιότερα, στη Σαμαρίνα.
Τους χειμερινούς μήνες, οι πρόσφυγες είναι περισσότεροι από τους μόνιμους κατοίκους που δεν ξεπερνούν τους 40. Το καλοκαίρι είναι μισοί-μισοί. Οι κάτοικοι της Σαμαρίνας είναι Βλάχοι, δηλαδή ξέρουν τι σημαίνει η νομαδική ζωή. Για αυτό και οι πρόσφυγες έγιναν δεκτοί στο χωριό με συμπεριφορά που έδειχνε διάθεση ανοχής. Μπορεί κάποιοι κάτοικοι να έσμιξαν τα φρύδια προβληματισμένοι ή και θυμωμένοι, ωστόσο πολλοί από αυτούς πήραν και μια κουβέρτα από το σπίτι τους για να τη δώσουν στους πρόσφυγες.
Λίγο αργότερα εκδηλώθηκαν οι πρώτες γκρίνιες από τις επιχειρήσεις που είδαν τους τουρίστες να μειώνονται και τον τζίρο να υποχωρεί. Σε τόσο μικρές κοινωνίες δεν χρειάζονται και πολλά. Λίγο ο παπάς, κάτι παραπάνω οι αναπόφευκτοι χρυσαυγίτες, συν το σιγοντάρισμα του τοπικού βουλευτή, η ένταση ανεβαίνει.
Συζητώ με τον σκιτσογράφο Γιώργο Κωνσταντίνου που ζει στο Βερολίνο και πηγαίνει στο οικογενειακό σπίτι στη Σαμαρίνα για δημιουργική απομόνωση. Ο Κωνσταντίνου ανήκει σε εκείνους που πιστεύουν ότι η παρουσία των προσφύγων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί με πολλαπλασιαστικά οφέλη για τον τόπο -μου λέει για τη διάθεσή τους να συμμετάσχουν στην κατασκευή έργων υποδομής ή για την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση τους ως μέσο για να αποκτήσει το χωριό σχολείο. Και μου περιγράφει τις επιθέσεις που δέχθηκε όταν τόλμησε να μοιράσει ένα φυλλάδιο με περιεχόμενο υπέρ της φιλοξενίας των προσφύγων. Αργότερα, τον περιέλαβε και ο ιερέας του χωριού.
Η ξενοφοβία δεν είναι μόνο θέμα παιδείας και κοινωνικής καλλιέργειας. Είναι και αποτέλεσμα κοινωνικής μηχανικής. Έχει συμβεί σχεδόν σε κάθε σημείο της χώρας που φιλοξενεί πρόσφυγες. Η Σαμαρίνα μας δείχνει μία μικρογραφία του φαινομένου.
Παρακολουθώ το βίντεο από τη συνέλευση των κατοίκων που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο.
Ο περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας λέει ότι αφού οι κάτοικοι των Γρεβενών μοιράζονται με τους νησιώτες το πρόβλημα των προσφύγων, τότε και οι νησιώτες θα πρέπει να μοιραστούν τις συνέπειες από την οικονομική καχεξία της περιοχής. Ο αντιπεριφειάρχης καλεί τους κατοίκους να κάνουν κινητοποιήσεις και ο τοπικός βουλευτής της ΝΔ ζητεί κλειστές δομές, φυσικά μακριά από την περιοχή.
Άπαντες απευθύνονται, έστω και δια ακραίου τρόπου, στο κεντρικό, στο «επιτελικό» κράτος, προκειμένου να αναληφθεί ουσιαστική πρόνοια. Και εδώ αναδεικνύεται όχι μόνο η έλλειψη επιχειρησιακού σχεδιασμού, αλλά η απουσία ρεαλιστικής προσέγγισης σε ένα πρόβλημα που, τους τελευταίους μήνες, λόγω πανδημίας, έχει μπει κάτω από το χαλάκι.
Αυτά που γίνονται ή, πιο σωστά, δεν γίνονται στη Σαμαρίνα, ουσιαστικά χαρτογραφούν το πρόβλημα για ολόκληρη τη χώρα. Οι πρόσφυγες τοποθετούνται σε μία δομή, ουσιαστικά αποκομμένοι από το σώμα της υπόλοιπης κοινωνίας. Και ξεχνιούνται εκεί. Δεν υπάρχει τίποτα για αυτούς, πέρα από ένα διάστημα αναμονής που κανένας δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει. Ούτε μαθήματα γλώσσας, ούτε πρωτοβουλίες κοινωνικής δράσης. Οι υπεύθυνοι για τη διαμονή τους κατά βάση ασχολούνται μόνο με τα γραφειοκρατικά και τα προγράμματα σίτισης, χωρίς καμία μέριμνα για επαφή με την τοπική κοινωνία. Τα παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο -άλλωστε δεν υπάρχει σχολείο. Και οι ενήλικες απλώς περιφέρονται καθώς δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα ένταξης, εκμάθησης γλώσσας και απασχόλησης στην περιοχή. Κάποιοι από αυτούς, ελάχιστοι, βρήκαν δουλειά στις τοπικές κτηνοτροφικές μονάδες ή σε τεχνικές εργασίες. Και πολλοί εργάστηκαν εθελοντικά σε έργο οδοποιίας για την αποκατάσταση της περιφερειακής οδού του χωριού.
Μία στοχευμένη πολιτική θα κοίταζε και λίγο πιο πέρα από τη στοιχειώδη φιλοξενία και τη σίτηση. Θα είχε προγράμματα εκπαίδευσης και κοινωνικής αξιοποίησης των προσφύγων προκειμένου και οι ίδιοι να προσφέρουν κάτι σε ανταπόδοση της φιλοξενίας που δέχονται. Και κυρίως για να αποτελεί η παρουσία τους έρεισμα δημιουργικής, οικονομικής και κοινωνικής δράσης, πέρα από τον τζίρο των ξενοδοχείων και του catering. Ενδεχομένως, μία πιο τολμηρή ματιά θα έβλεπε προς τα ερημωμένα χωριά της Πίνδου και θα εξέταζε αν μπορεί να διασπείρει εκεί οικογένειες προσφύγων. Δύο ή τρεις σε κάθε χωριό. Και θα μαθαίναμε αν και πώς μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να ενσωματωθούν στον παραγωγικό ιστό και συνέχεια στον κοινωνικό.
Ακόμα και αν δεν κρίνουμε ηθικά το «να φύγουν από εδώ» που διατυπώνεται από την τοπική κοινωνία, ως αίτημα είναι ημιτελές. Θα φύγουν και θα μεταφερθούν αλλού. Όπως και το πρόβλημα. Και αν συμφωνήσουμε ότι το «να γυρίσουν στην πατρίδα τους» δεν προβάλλει ως εφικτή προοπτική, τα μόνα βήματα προς μία ρεαλιστική κατεύθυνση είναι εκείνα που οδηγούν σε μερική ενσωμάτωση, κυρίως οικογενειών με παιδιά. Αλλά για να συμβεί αυτό, θα πρέπει κάπως, με κάποιο καλύτερο μηχανισμό, να συνομιλήσουμε και με αυτούς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News