«Παντρευτήκαμε πριν μία εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη». Τσεκάρω ασυναίσθητα ότι η απόστασή μας υπερβαίνει τουλάχιστον τα τρία μέτρα, μπορεί τα πόδια μου μέσα στη θάλασσα να κάνουν ασυναίσθητα κι έναν δρασκελισμό προς τα πίσω, πατάω μια γλιτσερή πέτρα με κάτι μυτερό στην άκρη, πνίγω ένα βογγητό. Με τον Γιάννη και τη Θάλεια έχουμε ανταλλάξει μόλις ένα «γεια» προχθές. Παραθερίζουμε εδώ και λίγες ημέρες στο ίδιο μέρος, εκείνοι επισκέπτες, εγώ εδώ και χρόνια «μόνιμη». Και μέσα σε μια γκριζόμαυρη θάλασσα, με τον ήλιο να έχει δύσει εδώ και πάνω από μισή ώρα, αρχίζουν με συγκινητική γενναιοδωρία να μου ξεδιπλώνουν λεπτομέρειες του γάμου τους αυτό το πώς-να το-χαρακτηρίσεις- πλέον καλοκαίρι του 2020 που λήγει επίσημα αύριο.
Μου περιγράφουν ένα γάμο με 100 συμμετέχοντες —έγινε μια μέρα πριν επιβληθεί το ανώτατο όριο των 50— που εντελώς συνειδητά δεν ήταν γάμος-υγειονομική βόμβα. Με το προσκλητήριο να αναγράφει ότι θα παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, με τους καλεσμένους να έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά σε τραπέζια ανά οικογένεια, με το πλεξιγκλάς που οι ίδιοι ζήτησαν για τον μπουφέ «ώστε να μην σερβίρεται μόνος του ο καθένας», με τους τεθλιμμένους καλεσμένους από το εξωτερικό να επικοινωνούν πριν το μυστήριο μέσω Zoom, με την έλλειψη χορού για τους συμμετέχοντες, με τη λήξη της δεξίωσης στις 12 ακριβώς και με τον γαμπρό να μένει αίφνης μετέωρος πάνω σε μια ζεμπεκιά.
Ρουφώ με λαιμαργία κάθε λεπτομέρεια της γαμήλιας περιπέτειάς τους. Δεν υπάρχει γκρίνια ή σκοτεινιά στην αφήγησή τους. Δείχνουν χαρούμενοι, παρά τις εκπτώσεις που χρειάστηκε να κάνουν στο ξεκίνημα της κοινής τους ζωής. Τους εξομολογούμαι ότι εγώ φέτος βρίσκομαι στην άλλη όχθη: θλίβομαι γιατί απουσιάζω από έναν σημαντικό για μένα γαμήλιο μυστήριο στο εξωτερικό.
Καθώς βγαίνουμε από τη θάλασσα με σχεδόν μελανιασμένα χείλη, αναρωτιέμαι αν όλη αυτή η παρηγορητική ενάλια επαφή με δύο σχεδόν άγνωστους ανθρώπους θα είχε λάβει χώρα αν δεν διανύαμε το καλοκαίρι του κορονοϊού. Αν εκείνοι θα έμπαιναν στον κόπο να μιλήσουν και αν εγώ θα έμπαινα στον κόπο να τους ακούσω, αν δεν αισθανόμασταν ενωμένοι μπροστά σε αυτήν την κοινή συνειδητοποίηση: ότι καθετί που ζούμε, ότι και η πλέον αμελητέα λεπτομέρεια της ζωής μας είναι εν έτει 2020 ιστορικής σημασίας.
«¿Cómo te trata la vida? («Πώς σου φέρεται η ζωή;») λένε οι Ισπανοί (όπως και οι Αγγλοσάξονες) και η ερώτηση ταιριάζει φέτος γάντι σε κάθε επαφή με τον έξω κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι η COVID-19 άλλαξε άρδην τα ήθη στην επικοινωνία. Και δεν αναφέρομαι στo μέσο- πλατφόρμες Ζoom, Skype κοκ, νεκρανάσταση του σταθερού τηλεφώνου- αλλά στο βάθος και στην ένταση.
Στην «κοινότητα των φοβισμένων» —όπως την βάφτισε πρόσφατα η Φωτεινή Τσαλίκογλου— πιάνεις για πλάκα μετα-αποκαλυπτική ψιλοκουβέντα με αγνώστους (πχ στο σουπερμάρκετ ή στο beach bar) και έχεις πλήρη επίγνωση ότι μεσούντος του δεύτερου κύματος ένα απλό «Τι κάνεις;» δεν θα απαντηθεί με τα συνήθη λευκά ψέματα του παλιού καιρού («Μια χαρά»). Αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σε ένα ανεμοστρόβιλο δυστοπικών αφηγήσεων πχ «Τι θα γίνει με τα παιδιά αυτό το σχολικό έτος;», «Πέθανε ο πατέρας μου και δεν μπόρεσα ούτε να τον αποχαιρετήσω…», «Ξέρεις ότι ο Χ έχασε τον κουμπάρο του από κορονοϊό;», «Εχω να επιστρέψω στο Λονδίνο και δεν ξέρω με ποια αεροπορική να ταξιδέψω, πρέπει να βρω ποια χώρα δεν έχει ακόμα υποχρεωτική καραντίνα».
Χωρίς βεβαίως όλα αυτά να σημαίνουν ότι κάποια παλιά ήθη δεν μεταφέρονται αυτούσια στη νέα εποχή. Λίαν ενδεικτικό το viral πλέον ξεμάτιασμα του αντιδημάρχου Θεσσαλονίκης, ο οποίος τυγχάνει και γιατρός, στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης του δημοτικού συμβουλίου. Αλλά και η ανελέητη νύστα που κατέλαβε online τον πρόεδρο ετέρου δημοτικού συμβουλίου στην Καλαμάτα. Η ψευδαίσθηση ιδιωτικότητας που ενέχουν οι ψηφιακές πλατφόρμες, απελευθερώνουν και ενίοτε- αν κρίνει κανείς και από αντίστοιχα προσωπικά παθήματα- αποκτηνώνουν. Χωρίς να απουσιάζουν και τα άλλα παλιά τελετουργικά που φέτος προσφέρουν απρόσμενη παρηγορία πχ η γειτόνισσα που σου φέρνει στο πιάτο ένα κομμάτι φανουρόπιτα.
Αυτή την εποχή ευδοκιμούν σαφώς τα κλασικά mask-shaming πηγαδάκια, ήτοι αυτοί που έρχονται κοντά, χάρη στο μένος τους για τους υγειονομικά μη ορθούς («Πήγα στο μίνι μάρκετ και το γαϊδούρι μπήκε μέσα χωρίς μάσκα και κόλλησε πίσω μου στην ουρά», «Μόλις ήρθε ο γιος της από το Παρίσι και κατευθείαν στο νησί, ούτε μία μέρα καραντίνα»). Ή εκείνοι που το ρίχνουν στην αποδόμηση και το χιούμορ («Ελευθερία ή Θάνατος» έλεγε το SMS ενός φίλου από κάποιο πολυπληθές μικρό νησί). Αν και όπως είχε αποφανθεί ο Τομ Χανκς στο «Saturday Night Live», στην πρώτη εμφάνισή του μετά την ανάρρωση του: «Eίναι περίεργη εποχή για να είσαι αστείος»).
Επίσης, στο όνομα της νέας συλλογικότητας είναι εντελώς απενοχοποιημένες οι σκοτεινές εξομολογήσεις. Μπορείς πια να πανικοβληθείς ελεύθερα, χωρίς αναστολές. «Λες σε δέκα χρόνια να έχει ξεκληριστεί αυτός ο πλανήτης;» μου εκσφενδονίζει από καιρό σε καιρό μια φίλη που σε γενικές γραμμές δεν μιλάει καθόλου για την πανδημία. Διόλου τυχαίο, ότι η Μισέλ Ομπάμα δεν δίστασε να μιλήσει, στο δεύτερο podcast της, για την «χαμηλού βαθμού κατάθλιψη» από την οποία πάσχει, εξαιτίας του lockdown αλλά και των πολιτικών και φυλετικών αναταραχών στις ΗΠΑ (κατάθλιψη βεβαίως που δεν την έχει εμποδίσει στο ελάχιστο να ενορχηστρώσει μέχρι τελευταίας ρανίδας τις νέες της καριέρες).
Επιπλέον, στην μετά την COVID-19 εποχή είναι δύσκολο να μην δείχνεις και να μην επικοινωνείς μια κάποια ενσυναίσθηση. Φέτος δεν γίνεται να μην συντρέξεις εκείνους που δεν έχουν μόνο την πανδημία, πχ το ζευγάρι που βλέπει την οικογενειακή επιχείρηση να ετοιμάζεται για λουκέτο ή τον φίλο που δεν έκανε καθόλου διακοπές, γατί η γυναίκα του μόλις τελείωσε τη χημειοθεραπεία. Ακόμα και στα επαγγελματικά mail, δεν μπορείς να μην ξεκινάς με ένα έστω «Ελπίζω να είσαι καλά».
Εκείνοι δε που αδυνατούν να το πράξουν, το πληρώνουν ακριβά. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατοτροπώνεται από τον Τζον Μπάιντεν στο πεδίο της φιλευσπλαχνίας. Προ των COVID εκλογών και με 250.000 Αμερικανούς να εκτιμάται ότι θα έχουν χάσει τη ζωή τους από το νέο ιό μέχρι το Νοέμβριο, η συμπονετική, ανθρώπινη φύση του υποψηφίου των Δημοκρατικών είναι εκείνη που κυριαρχεί στα προφίλ του στον ξένο Τύπο (περισσότερο και από την ευφυία του). Δεν μπορείς να ξεχάσεις πχ ότι ως νεοκλεγείς γερουσιαστής και έχοντας μόλις χάσει τη γυναίκα του και την κόρη του σε τροχαίο, από το 1973 ως το 2008 πραγματοποιούσε κάθε βράδυ το 90λεπτο ταξίδι με το τρένο από την Ουάσινγκτον στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ για να πει ένα καληνύχτα στους δύο γιους του.
Εξυπακούεται ότι υπάρχουν και εκείνοι που εμφανίζουν σημάδια κόπωσης από τις εκ βαθέων αναλύσεις, δεν αντέχουν πια την causerie περί COVID, πιάνουν μη-ναρκοθετημένα θέματα συζήτησης («Ποιο βιβλίο διάβασες;», «Πότε θα πάμε για μια μπύρα;») ή έχουν βαρεθεί να ακούν τους άλλους να τους αραδιάζουν με το «καλημέρα σας» τα σώψυχά τους. «Μια χαρά, είμαι, γιατί ρωτάς;» σε ρωτούν επιθετικά αν τολμήσεις και αρχίσεις την πατροναριστική COVIDοκουβεντα. Διόλου τυχαίο ότι στον ξένο Τύπο δίνουν και παίρνουν οι συμβουλές προς αυτή την κατεύθυνση(«Ηοw to start a fun conversation again», ήτοι «Πώς να κάνεις ξανά μια ευχάριστη συζήτηση» ήταν προ ολίγου καιρού ο τίτλος άρθρου στους New York Times).
Μόνο λίγα θέματα απομακρύνουν την προσοχή από την πανδημία και τις παρένεργειές της, πχ τα αποτελέσματα των Πανελληνίων και η ετήσια ενδημική υστερία γύρω από αυτά. Δεν ζούμε σε κανονικούς καιρούς, η επικοινωνία μας δεν μπορεί και αυτή να είναι κανονική. Ας ελπίσουμε ότι θα έρθει ξανά η στιγμή που η απάντηση στο «Τι κάνεις;» θα είναι ένα απλό, επιφανειακό, λίγο διεκπεραιωτικό, κάπως βαριεστημένο «Καλά», χωρίς υπαρξιακές κορώνες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News