Αν σκεφτώ νύχτα τη ζωή του Χαλεπά θα μείνω άυπνη. Μια τραγική, μια μαρτυρική ζωή.
Μόνο να φέρω στη σκέψη τη μάνα του να του σπάει δημιουργήματα της ψυχής του γιατί θεωρούσε τη γλυπτική ως την αιτία που θέριευε το μυαλό του και τράβαγε δικό του δρόμο, αδιάβατο από τον περίγυρο, την μικροκοινωνία ενός νησιού.
Μόνο να φέρω στην σκέψη παιδιά να φωνάζουν το όνομά του ρυθμικά, κοροϊδευτικά «Για-ννού-λη! Για-ννού-λη!» και να του πετάνε πέτρες.
Μόνο να τον φέρω στη σκέψη να αναπνέει… Πόσες αναπνοές να αντιστοίχισαν στην έρμη ζωή του; Ν΄αναπνέει στο Μόναχο που βρέθηκε με υποτροφία και είχε εντυπωσιάσει τους γερμανούς καθηγητές του αλλά το Ίδρυμα Τήνου διέκοψε την υποτροφία του. Εκεί καθοριστικά κλονίζεται η υγεία του. Ωστόσο βρίσκει τρόπο χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι στερήσεις και συνεχίζει και παίρνει το πτυχίο σε τρία χρόνια καλύπτοντας σπουδές επτά ετών.
Μόνο να τον φέρω στη σκέψη να καταστρέφει ο ίδιος, με τα ίδια του τα χέρια, έργα του, στη μανία μιας ερωτικής ματαίωσης. Εκείνη η καρμική Μαριγούλα.
Μόνο να τον φέρω στη σκέψη στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ούτε μια μαρτυρία, ένα χαρτί, κάτι, για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια… Αχ βρε Γιαννούλη!
Μόνο να φέρω στη σκέψη μου τη μάνα του… Δεν είναι εύκολο να ξεπετάς κρίσεις για μια μάνα που είχε να διαχειριστεί ένα γιο που αυτοκτόνησε, μια κόρη που είχε επίσης ψυχολογικά προβλήματα και τον Γιαννούλη… Τη σκέφτομαι με μανία να καταστρέφει καρπούς τέχνης ως αιτία όλων των κακών! Κάπου ν΄αποδώσει το κακό! Πόσα μποφόρ ανεμοδέρνουν αυτή τη σχέση μάνας-γιού! Ερασιτέχνες άνθρωποι αντιμέτωποι με θηριώδη…ταμπέλα «Ο τρελός του χωριού» για το παιδί της.
Μόνο να τον φέρω στην σκέψη… Αχ αυτή η σκηνή με λιώνει!… Ο πολύτιμος φίλος του, τού έφερνε το βραβείο που είχε λάβει από τη διανόηση της Πρωτεύουσας και του φώναζε από μακριά όλος χαρά «Τι σου φέρνω; Να ήξερες τι σου φέρνω Γιαννούλη!» και εκείνος τον ρώτησε αδιάφορα «Τι;» και ο φίλος απάντησε «Το βραβείο σου! Σε βράβευσαν!» και ο Γιαννούλης είπε: «Κι εγώ είπα ότι θα μου έφερνες κανένα τσιγαράκι».
Μόνο να μελετάω τα δάκτυλά του επάνω στη Μήδεια. Το πολύπαθο έργο του, η εμμονή του ξανά και ξανά.
Μόνο να σκέφτομαι ότι μετά τον θάνατο της μητέρας του «λες και λυτρώθηκε» το περιγράφουν. Ήταν 62 ετών. «Επέστρεψε στη γλυπτική και δεν ασθένησε ξανά ποτέ» τονίζουν. Τι αδιανόητο βάρος για μια μάνα! Πώς παραδίδεται στην ιστορία να κριθεί με ευκολία!…Και εκείνη η ανιψιά του, τι ευλογία. Η Ειρήνη…Τι γιατριά η αγκαλιά της Ειρήνης! Και πώς αλλιώς να ονομαζόταν η τελευταία αγκαλιά; Ειρήνη.
Εζησε δραματικά. Έφυγε ήσυχα. Αν φέρω στο μυαλό μου νύχτα τη ζωή του Χαλεπά θα μείνω άυπνη.
Πώς μου ήρθε τώρα όλο αυτό; Μπορεί και να με περιγελάσετε. «Τόσα δράματα μας πνίγουν, εσύ έφερες στους εφιάλτες σου τον Χαλεπά; Πας καλά;».
Είναι που πατάω στα χώματά του. Η Τήνος της επιλογής της ψυχής μου. Το εξοχικό μας σπίτι. Υπάρχει πιο ιερό από τα εξοχικά των ανθρώπων; Μια από τις ημέρες αυτές επισκεφτήκαμε ξανά (εκατό φορές ξανά) την περιοχή Μαρλά. Άγριο τοπίο, απόκοσμο, παραμύθι με ξωτικά και δράκους πάνω σε βράχους. Ταξιδεύεις βυθούς στη στεριά. Εκεί που τα σπλάχνα της γης σπαράζουν μάρμαρου γέννες. Το πράσινο, το βαθύ. Μοιραία η συζήτηση έφτασε στον Χαλεπά. Τον μέγιστο των σύγχρονων ελλήνων γλυπτών. Μετά… επισκεφτήκαμε και πάλι το σπίτι του στον Πύργο. Μετά, πάντα έτσι το ταιριάζουμε, το εργαστήρι ενός ταγμένου απόγονου καλλιτέχνη, μαρμαρογλύπτη, τον Μιχαήλ Σαλταμανίκα.
Με συγκινεί βαθιά ο καλογερικός τρόπος που ζει και αναπνέει για την τέχνη του. «Τι έγινε το έργο σου με την κυψέλη; Σίγουρα το τελείωσες. Θέλω να το δω» τον παρακάλεσα. «Ξέρεις τι έγινε; Το είχα εγκαταλείψει πολύ καιρό και έκανα κάποια άλλα. Και τώρα το έργο μου θύμωσε. Δεν μ΄αφήνει να το πιάσω. Πού θα πάει; Το χειμώνα θα βρω άκρη».
Μετά ξεσκέπασα ένα μαρμάρινο κοφίνι, ένα έργο τέχνης. Το έχει στο εργαστήρι του καλυμμένο. Το πολύτιμό του. Ξεσκεπάζω γλυκά, όπως ξεσκεπάζεις μωρό. «Χάιδεψέ το» με παροτρύνει. «Ρόγα, ρόγα και μελέτα από κάτω». Κάνω όπως μου λέει. Προχωρώ. «Τι είναι αυτό; Δεν το έχω ξαναδεί» λέω ενώ παρατηρώ δυο χέρια.
«Μελέτησα τη ζωή του Χαλεπά και το εμπνεύστηκα».
Μελετάω μαγεμένη, αποσβολωμένη γραμμή – γραμμή, τα αγγίζω τα χέρια, ταξιδεύω την αφή. «Άρχισα να πελεκάω την πέτρα, να σκάβω, να βυθίζομαι, να αδειάζω και βγήκαν από μέσα αυτά τα χέρια. Πιάσε τα νύχια. Όχι αυτά! Αυτά που κρύβονται μέσα στο κλεισμένο χέρι, πιάσε. Τον αισθανόμουν τον Χαλεπά ενώ το έκανα. Πονούσε η ψυχή μου»…
Και μετά μου δείχνει μια φράση του Γιαννούλη Χαλεπά στον τοίχο. «Η Άγκυρα πρέπει να είναι το σύμβολο της ζωής. Εγώ δεν είχα καλή άγκυρα και έπεσα έξω». Κοιταζόμαστε. Σιωπή. Βουρκώνω. Δηλαδή; Δηλαδή ο Γιαννούλης που μαρτύρησε από φρένα στη ζωή του…Όλα επάνω του-καταπάνω του, ένα άτιμο, αδίστακτο, εγκληματικά απάνθρωπο φρένο… Να φρενάρει, να ακυρώνει ό,τι φλογισμένα πεθυμούσε η ύπαρξή του. Κι έρχεται ο Γιαννούλης… Ο Γιαννούλης Χαλεπάς να μην σου μιλάει για ελευθερία αλλά για άγκυρα. Όχι για το ταξίδι αλλά για το λιμάνι. Του έλειψε εκείνος ο ήχος από μια άγκυρα που αφήνεται και αφήνεται και αφήνεται για να ξαποστάσει, να ανακτήσει δυνάμεις, να μείνει…. Να σταθεί. Το σκαρί. Η ψυχή. Αχ βρε Γιαννούλη! Αχ βρε Μιχαήλ! Η Τήνος, η δική «μου» Τήνος… Στα χώματά της όλα τα αίματα των ανέμων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News