Και όμως, έχουν περάσει δύο ολόκληρα χρόνια από την πρώτη σχολική αποχή για το κλίμα της Γκρέτα Τούνμπεργκ, τότε που κάθισε μόνη της μπροστά στα σκαλιά του σουηδικού κοινοβουλίου, διαμαρτυρόμενη για την απραξία των πολιτικών απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Από τότε, δεν έχουν αλλάξει όσα θα μπορούσαν, είπε η ίδια και κατηγόρησε τους πολιτικούς ότι έχουν αφήσει να χαθούν δύο κρίσιμα χρόνια για το περιβάλλον.
Η σουηδή ακτιβίστρια θα συναντήσει την Πέμπτη την Ανγκελα Μέρκελ μαζί με άλλους μαθητές που απέχουν από τα μαθήματά τους για το κλίμα, από την οποία θα ζητήσουν να σταματήσουν όλες οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα αλλά και την θέσπιση ετήσιου προϋπολογισμού για την αντικατάσταση του άνθρακα.
«Κοιτώντας πίσω σε αυτά τα δύο χρόνια, πολλά έχουν γίνει. Πολλά εκατομμύρια ανθρώπων βγήκαν στους δρόμους και στις 28 Νοεμβρίου του 2019, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κήρυξε το περιβάλλον και το κλίμα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», έγραψε η Τούνμπεργκ στην Guardian μαζί με συνομήλικους ακτιβιστές.
«Αλλά αυτά τα δύο χρόνια, ο κόσμος απελευθέρωσε 80 δισ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Είδαμε τρομερές φυσικές καταστροφές σε όλο τον πλανήτη. Χάθηκαν πολλές ζωές και περιουσίες και αυτή είναι μόνο η αρχή».
Οι ηγέτες κάνουν λόγο για υπαρξιακή κρίση, όμως όταν έρχεται η ώρα των πράξεων, «βρίσκονται ακόμα σε άρνηση. Το χάσμα ανάμεσα σε όσα πρέπει να κάνουμε και σε όσα γίνονται, μεγαλώνει κάθε λεπτό. Στην ουσία, έχουμε χάσει άλλα δύο πολύτιμα χρόνια λόγω πολιτικής απραξίας».
Η Τούνμπεργκ και οι υπόλοιποι έφηβοι συνεχίζουν το άρθρο τους γράφοντας ότι τα πλούσια κράτη πρέπει να σταματήσουν τις ρυπαντικές δραστηριότητες. «Ομως, είναι ένα γεγονός που οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται να δεχθούν. Μόνο και μόνο η σκέψη ότι διανύουμε μία κρίση την οποία δεν μπορούμε να εξαγοράσουμε και στην οποία δεν μπορούμε να επενδύσουμε, φαίνεται να προκαλεί ένα συλλογικό εγκεφαλικό βραχυκύκλωμα. Αυτό το μείγμα άγνοιας και άρνησης βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος».
Τα τρισεκατομμύρια που ξοδεύουν οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας, θα έπρεπε να είναι μοναδική ευκαιρία για να σταματήσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ολοι, οικονομολόγοι, επιστήμονες και ειδικοί της υγείας, λένε ότι το κόστος θα υπερκεραστεί από τα οφέλη.
Ομως, αντί αυτού, οι κυβερνήσεις του G20 επενδύουν ξανά στα ορυκτά καύσιμα. Το σχέδιο της Γερμανίας, κόστους 40 δισ. ευρώ, για τα μέτρα για το κλίμα, που προωθεί τα ηλεκτρικά οχήματα, τις δημόσιες συγκοινωνίες και την ενεργειακή αποτελεσματικότητα, θεωρείται πρότυπο από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Ομως, αποτελεί εξαίρεση, σημειώνουν οι ακτιβιστές.
«Ακόμα και ένα παιδί μπορεί να δει ότι οι πολιτικές του σήμερα δεν συνάδουν με τα συμπεράσματα και τις προβλέψεις των επιστημόνων.
»Καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος είναι πολύπλοκος και ότι αυτό που ζητάμε μπορεί να μην είναι εύκολο ή ρεαλιστικό. Αλλά είναι πολύ πιο μη ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι οι κοινωνίες μας θα επιβιώσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Θα πρέπει αναπόφευκτα να αλλάξουμε δραστικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το ερώτημα είναι: οι αλλαγές θα είναι με τους δικούς μας όρους ή με της φύσης;», καταλήγουν οι συγγραφείς του άρθρου.
Καλό νέο
Στο μεταξύ, την Τετάρτη, η Γερμανία ανακοίνωσε πως μείωσε σημαντικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, οι εκπομπές μειώθηκαν κατά περίπου 35,7% σε σύγκριση με το 1990.
Αυτό προκύπτει από την έκθεση για την προστασία του κλίματος, την οποία ανακοίνωσε το υπουργικό συμβούλιο. Το 2018 η μείωση ήταν περίπου 32%, το 2017 ήταν 27,5%. (Για το 2019 δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα τα ακριβή στοιχεία.)
Η υπουργός Περιβάλλοντος Σβένια Σούλτσε δήλωσε ότι «πέρυσι αντλήθηκαν τα σωστά διδάγματα από προηγούμενες παραλείψεις». Ταυτόχρονα, η σοσιαλδημοκράτης (SPD) πολιτικός αναφέρθηκε στον νέο νόμο για την προστασία του κλίματος, ο οποίος προβλέπει δεσμευτικές προδιαγραφές για τομείς όπως είναι οι μεταφορές και τα κτίρια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News