Πώς το είχε πει ο Αλκέτας Παναγούλιας; «Στο ποδόσφαιρο, ο θρίαμβος απέχει μόλις μια τρίχα από την καταστροφή». Το τσιτάτο του επιβεβαιώθηκε, για άλλη μια φορά, χθες (Τετάρτη) βράδυ στο «Ντα Λουθ» της Λισσαβώνας. Στο 90′ του πρώτου προημιτελικού του Τσάμπιονς Λιγκ η Αταλάντα προηγείτο με 1-0 και κρατούσε στην αγκαλιά της μια ιστορική πρόκριση. Αλλά, στις καθυστερήσεις του αγώνα, η Παρί Σεν Ζερμέν σκόραρε δυο γκολ μέσα σε 149 δευτερόλεπτα και θα παίξει εκείνη στα ημιτελικά, για πρώτη φορά μετά το 1995.
Ανήμερα των πεντηκοστών γενεθλίων του ο γαλλικός σύλλογος πέτυχε μια απίθανη ανατροπή, γράφοντας, ταυτοχρόνως, έναν πικρό επίλογο στο ποδοσφαιρικό παραμύθι των Ιταλών. Η Παρί του Νεϊμάρ και του Εμπαπέ έγινε μόλις η τέταρτη ομάδα στα 27χρόνια του Τσάμπιονς Λιγκ που κατάφερε να κερδίσει ένα ματς ενώ βρισκόταν πίσω στο σκορ στο τελευταίο λεπτό της κανονικής του διάρκειας. Η πρώτη ήταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στον επικό τελικό του 1999 στη Βαρκελώνη, απέναντι στην Μπάγερν Μονάχου. Εξι χρόνια αργότερα, στους προημιτελικούς του 2005, οι Βαυαροί έχαναν από την Τσέλσι, με 2-1, και τη νίκησαν 3-2 (αλλά δεν πήραν την πρόκριση). Και το 2013 η Ντόρτμουντ «γύρισε» με τον ίδιο τρόπο ένα παιχνίδι της κόντρα στη Μάλαγα.
Ισως για πρώτη φορά στη διοργάνωση, η Παρί αγωνίστηκε και με «ψυχή» – όχι μόνο με τα πόδια των πανάκριβων «αστέρων» της. Και την Τρίτη (18/8) θα διεκδικήσει, επιτέλους, την παρθενική της εμφάνιση σε τελικό, αντιμετωπίζοντας τη νικήτρια του αποψινού προημιτελικού (Λειψία – Ατλέτικο Μαδρίτης). Ποτέ άλλοτε στην εποχή των αράβων ιδιοκτητών της, που έχουν ξοδέψει -στο σύνολο- πάνω από ένα δισεκατομύριο ευρώ για μεταγραφές, δεν είχε πλησιάσει τόσο κοντά στην Κούπα της πρωταθλήτριας Ευρώπης.
Η Αταλάντα από το Μπέργκαμο, την πόλη που «χτυπήθηκε» από τον κορονοϊό όσο καμία άλλη, πλήρωσε την απειρία της. Μόνον ένας ποδοσφαιριστής της, ο Λουίς Μουριέλ, είχε ξαναπαίξει σε προημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, το 2017-2018 με τη Σεβίλλη. Κι άλλος ένας, ο Ιλιτσιτς, είχε φτάσει ένα βήμα από τον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ, το 2017 με τη Φιορεντίνα. Ισως, και την αφέλειά της. Νικούσε στο 90′, όμως είχε το νου της στην επίθεση. Γι’ αυτό χαίρεσαι να τη βλέπεις, με το αλέγρο της στιλ που δεν έχει καμία σχέση με τον ιταλικό τρόπο παιχνιδιού. Εχασε -για ελάχιστα λεπτά- την ευκαιρία να γράψει ιστορία. Κέρδισε, όμως, το χειροκρότημα και τη συμπάθεια των φιλάθλων σε ολόκληρο τον Κόσμο.
Στο ιταλικό πρωτάθλημα «τα έβαλε» με την υπερδύναμη, Γιουβέντους, των εννέα διαδοχικών τίτλων. Στην Ευρώπη έφτασε να παίζει στην ίδια πίστα με την πάμπλουτη Παρί. Κι όλα αυτά, με ετήσιο μισθολόγιο που δεν ξεπερνά τα 36 εκατομμύρια ευρώ για όλους τους παίκτες της μαζί. Οταν ο Κριστιάνο Ρονάλντο, της «Γιούβε», αμείβεται με 35 εκατομμύρια, και ο Νεϊμάρ, της Παρί, με 39 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Οι δικοί της πιο ακριβοπληρωμένοι παίκτες, ο Ζαπάτα και ο Μουριέλ, έχουν αποδοχές 30 φορές χαμηλότερες.
Στο ρόστερ της «Θεάς» -έτσι την αποκαλούν οι φίλοι της- δεν θα βρεις «αστέρες». Ο κολομβιανός επιθετικός, Μουριέλ, που αποκτήθηκε το περασμένο καλοκαίρι από τη Σεβίλλη με 20 εκατ. ευρώ, είναι η πιο ακριβή μεταγραφή στα χρονικά της. Ολοι οι υπόλοιποι είναι «γυρολόγοι», που δεν κατόρθωσαν να στεριώσουν στις προηγούμενες ομάδες τους. Αλλά στο Μπέργκαμο, φανέρωσαν αρετές που κανείς δεν πίστευε οτι διέθεταν. Κανείς, εκτός από εκείνον που τους επέλεξε: τον 62χρονο προπονητή, Τζιάν Πιέρο Γκασπερίνι, που κάποτε (2011) είχε απολυθεί από την Ιντερ έπειτα από μόλις πέντε αγώνες.
Στην Αταλάντα έπιασε δουλειά το 2016. Πολύ σύντομα, οι «Μπεργκαμάσκι» άρχισαν να παίζουν ένα επιθετικό, απολαυστικό ποδόσφαιρο, που τους έφεραν νέους οπαδούς. Ο άσημος σύλλογος του Μπέργκαμο έγινε η «δεύτερη ομάδα» χιλιάδων φιλάθλων. Δεν άργησαν να έρθουν και τα αποτελέσματα. Πέρυσι κατέλαβε την τέταρτη θέση στη Serie A και προκρίθηκε σε όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ. Εκεί, συνέβη κάτι πρωτοφανές: αν και ηττήθηκε στα τρία πρώτα της παιχνίδια, η Αταλάντα προχώρησε στους «16». Υστερα απέκλεισε (και) τη Βαλένθια, και χθες «λαχτάρησε» την Παρί: μια ομάδα με ρόστερ ακριβότερο κατά 550 εκατ. ευρώ από το δικό της.
Στο εφετινό ιταλικό πρωτάθλημα τερμάτισε τρίτη, εξασφαλίζοντας την παρουσία της στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ για δεύτερη διαδοχική σεζόν. Αλλά… όχι έτσι απλά. Πέτυχε 98 γκολ σε 38 αγώνες. Δυόμισι σε κάθε της ματς, κατά μέσον όρο, και 22 περισσότερα από τη… μόνιμη πρωταθλήτρια, Γιουβέντους. Για να βρούμε αντίστοιχες επιδόσεις στην Ιταλία, θα πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω στο χρόνο: στα τέλη της δεκαετίας των 40s – αρχές των 50s. Εκατό γκολ (και παραπάνω) σε μια σεζόν είχαν σκοράρει, τότε, η «γκράντε» Τορίνο, η Μίλαν, η Ιντερ και η Γιουβέντους. Αλλα 17 τέρματα (σε 9 ματς) σκόραρε η Αταλάντα στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Κι όλα αυτά, χωρίς τα εκατομμύρια των ομάδων που είχε να αντιμετωπίσει, στην Ιταλία και στην Ευρώπη. Προτιμά να επενδύει τα χρήματά της στις ακαδημίες της, που θεωρούνται από τις καλύτερες πανευρωπαϊκά, και να διατηρεί την οικονομική της υγεία. Πέρυσι, μάλιστα, εμφάνισε κέρδη: 25 εκατομμύρια ευρώ «καθαρά».
Κρίμα, που η Αταλάντα δεν έφτασε ακόμη πιο μακριά σε αυτό το Τσάμπιονς Λιγκ. Θα ήταν ένα καλό μάθημα και για την UEFA, που έχει υιοθετήσει την άποψη οτι την ποδοσφαιρική ευτυχία δικαιούνται να την αναζητούν μόνον εκείνοι που μπορούν να την αγοράσουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News