Ο φιλόλογος Κωνσταντίνος Δημητριάδης (το «Ντίνος Χριστιανόπουλος» είναι ψευδώνυμο του ποιητή), ο συλλέκτης έργων τέχνης, ο πρώην ιδιοκτήτης της πινακοθήκης της «Διαγωνίου», ο μελετητής, ο μεταφραστής, ο δοκιμιογράφος, ο σχολιαστής (ενίοτε ιδιαίτερα δηκτικός) των έργων και της ζωής των άλλων, ο πλέον «συζητημένος» ποιητής των τελευταίων χρόνων, πέθανε την Τρίτη, στη γενέθλια πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, την οποία ουδέποτε εγκατέλειψε, ύστερα από πολυετή ασθένεια.
Η κηδεία θα τελεστεί την Πέμπτη στις 10, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 40 Εκκλησίες, και θα ακολουθήσει, στις 12, η ταφή στο νεκροταφείο Αναστάσεως του Κυρίου, στη Θέρμη.
Η κηδεία θα γίνει δημοτική δαπάνη, σύμφωνα με ανακοίνωση του κεντρικού δήμου.
Οπως γράφει η Βίκυ Χαρισοπούλου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, καταβεβλημένος από τις αλλεπάλληλες, τα τελευταία χρόνια, περιπέτειες της υγείας του, παρέμενε πάντα στο ισόγειο διαμέρισμά του στις Σαράντα Εκκλησιές της Θεσσαλονίκης, περιβεβλημένος από… ποιητές. Ο Καβάφης κι ο Τσιτσάνης σε κάδρα στον τοίχο πάνω από το γραφείο του.
Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1931. Χρόνια μετά, η ημέρα της γέννησής του (Εαρινό ηλιοστάσιο – πρώτη μέρα της Ανοιξης), έμελλε να χρισθεί… «παγκόσμια μέρα της ποίησης». «Δεν θέλω και πολύ τις αυτοβιογραφίες, γιατί μου δίνουν την εντύπωση ότι ξόφλησα κι ότι δεν έχω πια να κάνω τίποτα άλλο παρά να βυθίζομαι στις αναμνήσεις…», έλεγε.
Στην εφηβεία αμφιταλαντευόταν για το εάν θα σπουδάσει θεολογία (πήγαινε στο κατηχητικό και είχε αναφέρει πως είχε επηρεαστεί) ή να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τελικά αποφάσισε να γίνει φιλόλογος και φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (αποφοίτησε στα 1954) αλλά δε θέλησε ποτέ να εξασκήσει τη φιλολογία ως επάγγελμα. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και ύστερα από οκτώμισι χρόνια παραιτήθηκε. Είχε δηλώσει εξάλλου ότι θεωρεί… «κατάρα» το να είναι κάποιος υπάλληλος.
Tην πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Βιογραφία» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Μορφές». Το 1950 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων». Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε το περιοδικό «Διαγώνιος» που κυκλοφόρησε ως το 1983, και το 1962 δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Διαγωνίου», προτείνοντας και εκδίδοντας σημαντικούς λογοτέχνες. (Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Περικλής Σφυρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου κ.ά).
Εκτός από ποιητής και εκδότης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, επιμελητής εκδόσεων, βιβλιοκριτικός, συλλέκτης, μελετητής και ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών. Είχε ασχοληθεί επισταμένα με τον Διονύσιο Σολωμό, τον Στρατή Δούκα, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Νίκο Καββαδία, τον Βασίλειο Λαούρδα, ενώ είχε εντρυφήσει στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη κι εξέδωσε μελέτες για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για την προσφορά του τόσο στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης αλλά και γενικότερα στα ελληνικά Γράμματα. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του «Εναντίον» από το 1979 όπου αναφέρει: «Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατωτέρου μου και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας».
Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. «Πάντως, η βασικότερη διαφορά είναι ότι ο Καβάφης είναι φιλήδονος, ενώ εγώ γράφω για την αγωνία της ερωτικής στέρησης», έλεγε .
Τα τελευταία 10 και πλέον χρόνια διέμενε μόνος του σε ένα ισόγειο διαμέρισμα των Σαράντα Εκκλησιών, ενώ η υγεία του είχε επιδεινωθεί.
Είπε και έγραψε:
«Το ρεμπέτικο είναι η πολιτιστική αξία του ελληνισμού. Σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν υπάρχει σύγχρονο λαϊκό τραγούδι. Μόνο στην Πορτογαλία τα φάντος και στην Ελλάδα το ρεμπέτικο είναι οι τελευταίες εστίες του».
«Εγώ; Από νταλκά τραγουδάω».
«Είναι αλήθεια. Μιλώ συχνά αθυρόστομα. Εβρισα πολλούς ανθρώπους , τους σχολίασα αρνητικά. Κινδύνεψα να συρθώ και σε δικαστήρια για αυτά που είπα. Ας είναι. Δεν μου βγήκε σε κακό… Δεν μετανιώνω».
«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας/ είναι πολύ ζαχαρωμένα/ ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα/ μα δεν ταιριάζουνε σε μένα/ Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας/ ποτέ δε λένε την αλήθεια/ ο κόσμος υποφέρει και πεινά / κι εσείς τα ίδια παραμύθια…».
– Και το «Εναντίον» (το ομότιτλο κείμενό του, τού 1977) σύμφωνα με το οποίο, «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ΄ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο “υπείροχον έμμεναι άλλων”, που μας άφησαν οι αρχαίοι./ Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου -και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά -και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας»…
«Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων/ Είμαι εναντίον των λογοτεχνικών συντάξεων, των σχέσεων με το κράτος , των εφημερίδων/ των κλικών/ των κουλτουριάρηδων/ κάθε ιδεολογίας / κάθε ατομικής φιλοδοξίας που καθημερινά μας οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο· φταίνε και οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε και εμείς που πετάμε το τσιγάρο μας στον δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα;».
Ανήμερα της παγκόσμιας μέρας της ποίησης, της πρώτης μέρας της άνοιξης, ανήμερα και των γενεθλίων του (προ πενταετίας) ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, απαντούσε στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση;»
-«Ακανθώδες το ερώτημα και δε νομίζω να δύναται κανείς να δώσει τη σωστή απάντηση. Ισως, θα μπορούσα να πω ότι δίνει έκφραση στην ψυχική ανάγκη μιας μερίδας ανθρώπων που λέγονται ποιητές. Ισως και σε ορισμένους από τους αναγνώστες τους. Είναι απίθανο μυστήριο αυτό της ποίησης… Εμένα, πάντα μου άρεσαν- μου αρέσουν πολύ, οι λέξεις… Δεν μπορώ όμως να διεισδύσω σ αυτό το μυστήριο που λέγεται ποίηση… Μπορεί όμως η ποίηση να αναστείλει πολέμους, να δώσει λύση σ’ αυτή την κρίση που βιώνουμε; Δε νομίζω...».
Δεν έγραφε, εδώ και χρόνια, ποίηση.
-«Η εποχή σιγά σιγά χειροτερεύει. Ηδη οι νεώτεροι ποιητές εμένα προσωπικά δεν με ικανοποιούν. Κάτι έχει χαλάσει παντού, σε όλα. Εχει χαλάσει η ίδια η ουσία της ζωής μας. Δεν υπάρχει πλέον ατομική έκφραση που να σε πείθει… Λόγια παρμένα από τα σλόγκαν των εφημερίδων. Ο καθένας γράφει ό,τι μπορείς να φανταστείς με την πεποίθηση πως εκφράζει τον εαυτό του, ενώ δεν εκφράζει παρά μόνο την ηλιθιότητα ή τη μετριότητά του.. Τη μετριότητα της ζωής που βιώνει».
-«Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία/ Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του», είχε γράψει εξάλλου από τα 1956. Στα 25 του χρόνια.
Φιλόλογος, βραβευμένος, συν-ιδρυτής της «Διαγωνίου», ποιητής, μελετητής, ρεμπετολόγος -και τραγουδιστής- ανθολόγος και συναξαριστής της τέχνης και των δημιουργών της, μάλλον συντηρητικός, ιδιότυπα χριστιανός, ουδέποτε πολιτικοποιημένος, πάντα και κατά το δικό του τρόπο «ερωτικός», φτωχός, απλός – κάποιοι τον είπαν «απλοϊκό»- και πάντα «Εναντίον» .
«Είμαι στ’ αλήθεια προκλητικός; Δεν ξέρω. Μ’ αρέσει να προκαλώ τους υποκριτές», ομολόγησε.
Ο Χριστιανόπουλος ήταν η Θεσσαλονίκη.
Τι θα απογίνει το αρχείο του
Μέρος από το εναπομείναν υλικό του αρχείου τού Ντίνου Χριστιανόπουλου (56 ετήσια ημερολόγια, κείμενα αλληλογραφίας, περιορισμένος αριθμός χειρογράφων του, αποκόμματα συνεντεύξεών του, αλλά και ηχογραφήσεις στις οποίες ερμηνεύει ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια με την κομπανία «Παρέα του Τσιτσάνη») βρίσκεται ήδη στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, όπου δωρήθηκε προ τριετίας από τον συλλέκτη-συγγενή και μοναδικό διαχειριστή της πνευματικής κληρονομιάς του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Ιωάννη Μέγα (ξεπερνά τα 90.000 τεκμήρια).
«Ο κ. Χριστιανόπουλος δεν υπήρξε συλλέκτης. Το υλικό που προέρχεται από τον κ. Χριστιανόπουλο δεν είναι βεβαίως συλλογή, αλλά το εναπομείναν υλικό του αρχείου του. Δυστυχώς δεν χρησιμοποιούσε γραφομηχανή, ούτε βεβαίως υπολογιστή, το αρχείο του δεν είναι ψηφιοποιημένο, αλλά χειρόγραφα κείμενα, πολλά από τα οποία έχουν με τα χρόνια χαθεί… Εδινε τα κείμενά του σε τυπογραφεία ή στους εκδότες και συχνά δεν τα έπαιρνε πίσω…», έλεγε, στη διάρκεια της παρουσίασης της δωρεάς στο ΑΠΘ, τον Οκτώβριο του 2016, ο κ. Μέγας.
Τα δωρηθέντα αρχεία μετά την τεκμηρίωση, βιβλιοθηκονομική επεξεργασία και αρχειοθέτησή τους θα είναι προσβάσιμα στους μελετητές και το κοινό και ηλεκτρονικά, ενώ τα τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαγώνιος» που εξέδιδε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (με την γραφιστική συνεργασία του Κάρολου Τσίζεκ) ψηφιοποιούνται και θα είναι προσβάσιμα και ηλεκτρονικά στο κοινό από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Συλλυπητήριο μήνυμα της Λίνας Μενδώνη
Συλλυπητήριο μήνυμα για την απώλεια του Ντίνου Χριστιανόπουλου, απέστειλε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.
«Η Ελλάδα έχασε σήμερα έναν από τους πιο σπουδαίους ποιητές της Σχολής της Θεσσαλονίκης, όμως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε και διηγήματα και δοκίμια και μεταφράσεις και βιβλιοκριτικές. Πιστός σε όλη του τη ζωή στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη, υπήρξε ένας ιδιαίτερος, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ένας χαρισματικός δημιουργός. Η ζωή του στάθηκε έμπνευση στο έργο του και στον δημόσιο απενοχοποιημένο λόγο του. Επλεξε αριστοτεχνικά τη λαϊκή, καθημερινή έκφραση με την ποίηση. Συνέδεσε τον ερωτισμό που αποπνέουν τα ποιήματά του, με την αγάπη του για το ρεμπέτικο, με τις γάτες που θαύμαζε τη μυστική ζωή τους. Ο λόγος του ήταν κοφτός και κοφτερός, γνώρισμα ενός ανθρώπου που δεν φοβάται να είναι την ίδια στιγμή ευαίσθητος και σαρκαστικός», αναφέρει στο μήνυμά της η κυρία Μενδώνη.
Και καταλήγει:
«Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν αγαπούσε τις τιμητικές διακρίσεις, αν και τιμήθηκε το 2011 με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Αρνήθηκε να το παραλάβει, παραπέμποντας στο κείμενό του “Εναντίον”, στο οποίο έγραφε:
“Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο υπείροχον έμμεναι άλλων, που μας άφησαν οι αρχαίοι”.
Την ίδια χρονιά, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο οποίο είχε φοιτήσει, τον αναγόρευσε Επίτιμο Διδάκτορα, στο Τμήμα Φιλολογίας. Ωστόσο, η σημαντικότερη διάκριση για τον Χριστιανόπουλο είναι η καθολική αναγνώριση του έργου του και η απήχησή του στις νέες γενιές, τώρα και στο μέλλον. Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του και στους πολλούς φίλους του».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News