Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 21 Ιουλίου 2020 (προς Τρίτη 22) η συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ παρέδωσε στο βρετανό εκδότη της, ολοκληρωμένο, το νέο της βιβλίο. Μια συνέχεια (σίκουελ, κατά τον κινηματογραφικό όρο) του πολυδιαβασμένου μπεστ σέλερ της «Το Νησί», που έγινε και μία από τις πλέον επιτυχημένες ελληνικές τηλεοπτικές σειρές, για το Mega, από το Θοδωρή Παπαδουλάκη (2010).
Το πρωί της ίδιας ημέρας είχε εκδοθεί ένα διάταγμα, από την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου: «Πολιτογραφούμε τιμητικώς ως Ελληνίδα πολίτη την αλλοδαπή Χίσλοπ Βικτόρια του Τζον Έβεραρντ, γεννηθείσα την 8-6-1959 στο Μπρόμλεϊ του Ηνωμένου Βασιλείου». Διπλό ορόσημο για την επιτυχημένη συγγραφέα και δημοσιογράφο, που έχει φωτίσει κι έχει αγαπήσει την Ελλάδα, μέσα από τα βιβλία της. Ένα από τα πολλά ορόσημα της ζωής της, που είχαν πάντα σχέση με την Ελλάδα.
Αυτά θα τα πούμε παρακάτω, σκιαγραφώντας την… ελληνική πορεία της Βικτόρια Χίσλοπ. Φαντάζομαι ότι θα θέλετε να μάθετε – ειδικά οι φαν του «Νησιού – περισσότερα για το νέο βιβλίο, «One August Night» ή «Μια αυγουστιάκη βραδιά». Που ξεκινάει την ίδια μέρα που εγκαταλείπουν το «άσυλο» (ή «κολαστήριο»;) της Σπιναλόγκας οι απομονωμένοι από την κοινωνία λεπροί. Και η σφαίρα, από το όπλο του συζύγου της, θανατώνει την Άννα.
Το βιβλίο, μου εξηγεί από την άλλη άκρη της γραμμής η Βικτόρια Χίσλοπ, «ακολουθεί τους τρεις άντρες της ζωής της, μετά τη μεγάλη έξοδο. Τον σύζυγό της Αντρέα, τον Αντώνη και το Μανώλη». Για κοντά δέκα χρόνια, ως τη δεκαετία του ’60. Στην Κρήτη και την Αθήνα. «Δύο μέρη που αγαπώ πολύ». Παρακολουθεί και «τις συνέπειες της ιστορίας για τους τρεις άντρες, αλλά και για το παιδί, που δεν ξέρουμε ποίου είναι. Και βρίσκει τον έναν να πλουτίζει στις απαρχές του μεγάλου ρεύματος του ελληνικού τουρισμού, το ’60».
Ένα ρεύμα που την έφερε και την ίδια, ως τουρίστρια, πρώτη φορά στην Αθήνα των μέσων του ’70. Αλλά αυτά θα τα πούμε παρακάτω. Από την αφήγησή της κρατάω μια εικόνα του ήρωά της, που πλούτισε με τον τουρισμό: «Με χρυσό ρολόι, να πίνει μαρτίνι στο μπαρ του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάνια».
Συνήθως η Βικτόρια Χίσλοπ γράφει τα βιβλία της στην Ελλάδα. Κυρίως στο σπίτι που είχε αγοράσει στην Κρήτη. Το πεθύμησε πολύ αυτό, μου λέει. Πεθύμησε την Ελλάδα, όπου πάντα νιώθει σαν να επιστρέφει στο σπίτι της. Την πέτυχα την ώρα που – επίτιμη Ελληνίδα πολίτης, πλέον – ετοιμαζόταν να συμπληρώσει τα χαρτιά για να έρθει, μάλλον το Σαββατοκύριακο. Περιμένοντας τον κωδικό, που θα της στείλουν, για το ταξίδι της.
Δύο μέρες πριν να σημάνει… καραντίνα, λόγω της πανδημίας, και στη Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον, πέθανε η μητέρα της. Πρωταγωνίστρια στο πρώτο ταξίδι της στην Ελλάδα. «Δεν μπορέσαμε ούτε να την δούμε», μου λέει με ένα παράπονο. Λόγω καραντίνας. «Αντ’ αυτού, λοιπόν, αποφάσισα να συγκεντρωθώ και να γράψω το βιβλίο. Σε χρόνο ρεκόρ: 12 εβδομάδες. Κλεισμένη και αποκλεισμένη». Το τελείωσε και το παρέδωσε, ουσιαστικά την ίδια μέρα της τιμητικής πολιτογράφησής της.
Αυτό το διπλό ορόσημο σηκώνει γιορτή, της λέω. «Θα το γιορτάσω, αύριο, με τον Έλληνα – Θεσσαλονικιό – φίλο, που μου μαθαίνει ελληνικά. Μένει 15 χρόνια στη Βρετανία και τον βοήθησα, μετά το Brexit, να πολιτογραφηθεί Βρετανός. Κι εγώ πολιτογραφήθηκα, αμέσως μετά, Ελληνίδα. Νομίζω, όμως, ότι είμαι Ελληνίδα εδώ και καιρό».
Τη θεωρεί μεγάλο κομπλιμέντο την πολιτογράφησή της. «Νιώθω πολύ τυχερή», μου λέει. «Είναι το επίτευγμά μου, για το οποίο είμαι πιο περήφανη απ’ όλα».
Όταν θα διαβάζει αυτές τις γραμμές θα είναι – κατ’ ευχήν – στον τόπο που ξεκίνησαν όλα. Στο πρώτο της μεγάλο ορόσημο: το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ένα «θαύμα» για την 16χρονη Βικτόρια, που ήρθε από την επαρχία του Κεντ, μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της και τη μητέρα της, η οποία μόλις είχε χωρίσει από τον πατέρα της. Ζούσαν όλες μαζί με τη γιαγιά της, «ένας ευτυχής κύκλος γυναικών».
Καλή μαθήτρια στο σχολείο, ένα δημόσιο σχολείο θηλέων, κατάφερε αργότερα να περάσει στο St Hilda’s College, στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Όπου κατέληγαν κυρίως παιδιά από ιδιωτικά σχολεία ή κολέγια». Για να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. «Στην πραγματικότητα ένιωθα ότι σπούδαζα γλώσσες, έχοντας ως εφόδια τα γαλλικά και τα ισπανικά, από το σχολείο. Κρίμα που τότε δεν ήξερα και δεν σπούδασα τα ελληνικά».
Τι βρήκε στην Αθήνα του 1975; «Δεν είχαμε ποτέ νιώσει τέτοια ζέστη. Ούτε είχαμε δει ποτέ τέτοιο καταγάλανο ουρανό. Ακούγαμε σαστισμένες τα «παράξενα» ελληνικά. Α, και η σκόνη. Όλα σκονισμένα. Όμως, όλα αυτά τα λάτρεψα. Τα ερωτεύθηκα. Την ευγένεια των γκαρσονιών. Ξέρεις, στη Βρετανία δεν ήταν συνηθισμένο να πηγαίνουμε σε εστιατόρια. Ή ταβέρνες, όπως οι ελληνικές. Είμασταν σαστισμένες. Δοκιμάσαμε φέτα. Ντομάτα. Καρπούζι. Μια έκρηξη γεύσεων, αρωμάτων και αισθήσεων. Χαθήκαμε πολλές φορές. Προσέχαμε πως να διασχίσουμε το δρόμο (ήταν ανάποδα για μας). Και που λεφτά για ταξί. Κινούμασταν με τα λεωφορεία».
Την επόμενη βδομάδα βρέθηκαν στην Πάρο. Ταξίδι με το πλοίο της γραμμής. «Απίστευτο! Να βλέπεις αυτό το υπέροχο χρώμα της θάλασσας. Τόσο διαφορετικό από το δικό μας. Και τον ουρανό. Α, και η ζεστή άμμος. Οι δικές μας εικόνες από τη θάλασσα στη Βρετανία ήταν μουντές και παγωμένες. Ξέρεις, μέχρι τότε οι διακοπές μας ήταν σε άλλα μέρη στην ίδια περιοχή του Κεντ. Αυτό λέγαμε διακοπές».
Ξαναήρθε, ξανά και ξανά, τα επόμενα χρόνια. Τι κι αν, ως φοιτήτρια πια, έφτασε να ταξιδεύει στην Ισπανία ή την Ιταλία. «Πάντα, οι διακοπές είχαν και Ελλάδα. Τα επόμενα 25 χρόνια».
Κι έπειτα ήρθε το επόμενο ορόσημο: Η Κρήτη. Που την έκανε συγγραφέα. Ναι, εκεί έγινε συγγραφέας. Όταν πάτησε στη Σπιναλόγκα, που την επέλεξε για επίσκεψη από τον ταξιδιωτικό της οδηγό. «Τώρα, που είμαι Ελληνίδα, θα έλεγα ότι ήταν πεπρωμένο. Κάτι με οδήγησε εκεί. Και έγινε κάτι σπουδαίο και ευτυχές. Κάτι που έρχεται στην ζωή και σε βάζει σε νέα ρότα».
Μέχρι τότε προτιμούσε ή να δημοσιογραφεί ή να γράφει ταξιδιωτικές ιστορίες, συνεντεύξεις με ανθρώπους. Όλα σε πραγματικούς τόπους, με πραγματικά πρόσωπα. Στη Σπιναλόγκα ένιωσε να συνδέεται, με το τοπίο και με τους ανθρώπους που έζησαν (ή μαρτύρησαν) εκεί. «Το ίδιο το τοπίο ήταν μια συναισθηματική εμπειρία. Δεν ήθελα να γράψω φιξιόν, αλλά εκεί κατάλαβα πως μπορώ να το κάνω σε έναν πραγματικό τόπο, με την ιστορία πραγματικών ανθρώπων».
Εκεί γεννήθηκε το πολυδιαβασμένο «The Island» – «Το Νησί» (Εκδ. Διόπτρα). Εκείνη ήταν στα 45 της, πλέον. Μεταφράστηκε στα ελληνικά και έγινε τηλεοπτική σειρά. Το επόμενο ορόσημο. Επιγραμματικά: «Η Ελλάδα των φίλων. Η Ελλάδα – οικογένεια».
Αργότερα, βρέθηκε και στη Θεσσαλονίκη και έπιασε τον παλμό της πόλης κάτω από την πόλη. Των ανθρώπων της. Της ιστορίας. Μελετούσε βδομάδες σε βιβλιοθήκες και σκεφτόταν «Θα μπορούσα να μείνω εδώ». Έτσι γεννήθηκε «Το νήμα» (Εκδ. Διόπτρα), για την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, που σάρωσε 13.000 σπίτια της Θεσσαλονίκης. Ως το 2007, που ένας νεαρός Ελληνοβρετανός μαθαίνει την ιστορία των παππούδων του και ιστορίες για «τους θησαυρούς των ανθρώπων που διώχτηκαν βίαια από την πόλη».
Κι έπειτα ήρθαν και άλλα βιβλία, με άξονα την Ελλάδα. Πάντα. Το «Όσοι αγαπιούνται» (Εκδ. Ψυχογιός). Με φόντο την Αθήνα του 1941. Ως τον Εμφύλιο. Και «Οι Καρτ Ποστάλ» (Εκδ. Διόπτρα), με την Έλι, που βρίσκει στο γραμματοκιβώτιό της το σημειωματάριο, με την ιστορία της οδύσσειας ενός άντρα που ταξιδεύει στην Ελλάδα.
«Η Ελλάδα μου δίνει τόσα πολλά. Πλουτίζει την ζωή μου, πολύ πέρα από κάθε περιγραφή. Ξέρεις, όταν γράφω, θέλω να νιώθω ότι αυτό που περιγράφω θα μπορούσε να συμβεί στην πραγματικότητα. Σε κάποιον. Σε κάποιους. Δεν θα μπορούσα να γράψω τον «Χάρι Πότερ». Τι είναι αυτό το μαγικό τρένο, που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα; Θέλω κάτι που να είναι υπαρκτό, στο φαντασιακό μου κόσμο. Η εμπειρία της Σπιναλόγκας είχε να κάνει με την καρδιά, παρά με το μυαλό».
Και εννοεί και την εμπειρία των τηλεοπτικών γυρισμάτων, για βδομάδες, για μήνες, στο «Νησί». Εκεί που συνδέθηκε, με βαθιά φιλία, με τον συνθέτη Μίνω Μάτσα. Ή με τον Θοδωρή Παπαδουλάκη, την βοηθό του Ζωή Σκούρου, τη Μιρέλα Παπαοικονόμου, τους ηθοποιούς, τους τεχνικούς, ακόμη και τους κομπάρσους. «Κάποιες από αυτές τις μεγάλες γυναίκες είχαν ζήσει εκείνη την περίοδο της Σπιναλόγκας. Και, ξαφνικά, η Σπιναλόγκα έφτασε να αποκτήσει μία ακόμη διάσταση, τέταρτη».
Αυτά τα γυρίσματα ήταν το επόμενο ορόσημο για τη Βικτόρια Χίσλοπ. «Η επόμενη μεγάλη αλλαγή. Ξεκίνησα σαν αουσάιντερ, μια Βρετανή τουρίστρια και ξαφνικά ήμουν σε μια μεγάλη οικογένεια φίλων. Έλεγα μέσα μου, «αυτό που ζεις είναι μοναδικό, φρόντισε να χαρείς κάθε του λεπτό». Ήταν από τις καλύτερες περιόδους της ζωής μου». Και της έφερε το 2014 και τον τίτλο της επίτιμης δημότη Αγίου Νικολάου Κρήτης.
Πιστεύει ότι «κανένας ξένος δεν καταλαβαίνει τον Έλληνα απόλυτα. Αυτά που έχει περάσει. Όταν είσαι Βρετανός, Ευρωπαίος, φτάνεις μόνον στην όποια κριτική ή έχεις μια επιφανειακή αποδοχή όλων αυτών που συνέβησαν στο ελληνικό παρελθόν. Εγώ ένιωσα ότι θέλω να γράψω κάτι κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Για τους Έλληνες που είναι πολύ δυνατοί».
Η μεγάλη πρόκληση της ζωής της, μου λέει, στο φινάλε της κουβέντας μας, «είναι να καταφέρω να διαβάσω πια, ό,τι θέλω να διαβάσω, στα ελληνικά». Και να συνεχίσει να γράφει. Για την αγαπημένη της Ελλάδα. Της οποίας πλέον είναι επίτιμη πολίτης. Ακούγοντας, παράλληλα, τις αγαπημένες της μουσικές του Μίνου Μάτσα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News