Η Τέχνη για την Τέχνη. Η Τέχνη των σφαγίων. Η Τέχνη του αίματος. Η Τέχνη της πρόκλησης. Η πρόκληση της Τέχνης. Όλα τα είχε δει ο 20ός αιώνας. Όταν οι καλλιτέχνες, κόντρα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, έψαχναν τρόπους να μιλήσουν, με ματοβαμμένα χέρια, στην κοινωνία για την αυτοφαγία ή την αλλοτροφαγία της. Για τις αιματηρές θυσίες, στον βωμό της όποιας εξουσίας.
Όλες αυτές – και πολλές άλλες – εκδοχές «μίλησαν», άνοιξαν διαλόγους, επικρίθηκαν, ξεχάστηκαν. Όμως, όλες είχαν τον καιρό τους. Την εποχή τους. Πόσο, άραγε, θα μπορούσαν να μιλήσουν στο 2020 τόσες αιματοβαμμένες εκδοχές τέχνης; Και μάλιστα μέσα στο «κλείσιμο» του κορονοϊού; Όταν κάποιοι έχουν φτάσει να βλέπουν ως ηρωική πράξη ακόμη και το να αφήσουν για λίγο την προστασία του σπιτιού τους και την καραντίνα και με γάντια και μάσκα να βγουν μέχρι το περίπτερο;
Υπάρχει ένα 13λεπτο φιλμάκι της ηθοποιού, σκηνοθέτιδας και θεατρικής συγγραφέως Λένας Κιτσοπούλου, στο πλαίσιο της δράσης Enter, στην βιντεοπλατφόρμα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Δημιουργήθηκε – όπως προέβλεπε η ανάθεση – μέσα σε 120 ώρες και εν μέσω καραντίνας, με όποια μέσα διέθετε καθένας από τους δεκάδες καλλιτέχνες που συμμετείχαν. Και έφερε αυτά τα ερωτήματα ξανά στο προσκήνιο. Μαζί με μία ακόμη, άγρια, «κόντρα» (κατά κάποιους «κατακραυγή») στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η σφαγή και εκδορά, αιματηρή και εξονυχιστικά λεπτομερής, ενός ζαρκαδιού (και όχι ελαφιού, όπως πολλοί έγραψαν), στον απομονωμένο οικισμό Λάλκα, μέσα από τα μάτια της Κιτσοπούλου ήταν η δική της συμμετοχή. «Η στιγμή που η Τέχνη ενώνεται με τη Φύση. Γιατί αυτό είναι η Αλήθεια». Το προκλητικό – κατά κάποιους – σχόλιο της κόντρα στην καραντίνα και τον ιό. Ύστερα από αρκετά τσιγάρα, για τα οποία δήλωνε: «Μην κόβετε το κάπνισμα όσοι καπνίζετε. Δεν είναι ευπαθής ομάδα ο καπνιστής. Ευπαθής ομάδα είναι αυτοί που δεν καπνίσανε ποτέ».
Την ώρα δε που μία συνεργάτιδά της «έφτυνε» ματωμένα κομμάτια του ζώου στο χέρι της και ένα σκυλί έγλειφε τα αίματα της σφαγής, το δικό της μήνυμα, στο έργο «Lalka», ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ: «Μην είστε ψαρούκλες (σ.σ.: με την ανάλογη εικόνα καθαρισμού ψαριών) που πιαστήκατε στα δίχτυα του κορονοϊού. Ζήστε ελεύθερα».
Ακόμη και σήμερα ανάλογες σφαγές γίνονται σε χωριά της Ελλάδας. Δεν είναι κάτι περίεργο ή σπάνιο. Oμως, αυτό είναι Τέχνη; – αναρωτήθηκαν πολλοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Aλλοι το θεώρησαν άκαιρο, μέσα στις σημερινές συνθήκες. Aλλοι ξεπερασμένο και ήδη χιλιοειπωμένο από καλλιτέχνες. «Ντεπασέ».
Ως προς το άκαιρο θα κρατήσω τη φράση ενός φίλου, που παραδέχτηκε ότι όσο κι αν τον ενθουσιάζει η Τέχνη στα άκρα, σήμερα με όλο αυτό που ζούμε δεν θα μπορούσε ξανά να εντυπωσιασθεί από το περίφημο «Κοσμικό Ανατομείο» του πρωτοπόρου εικαστικού και περφόρμερ Γρηγόρη Σεμιτέκολο, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε ως περφόρμανς στη Σάμο του 1985, επαναλήφθηκε το 1990 στο Φεστιβάλ του Μοντιβιλιέ, προαστείου της Χάβρης, το 1992 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το 1993 κινηματογραφήθηκε από τον σκηνοθέτη Βασίλη Βαφέα. Oπου λευκές, άφυλες κούκλες στοιβάζονταν, σαν αρνιά σε μια καρότσα, υπό το ντελάλημα της ηθοποιού Νεφέλης Ανθοπούλου: «Ελάτε να φάμε, να πιούμε και ο Γρηγόρης θα σφάξει τις κούκλες του». Oπερ και εγένετο, τελετουργικά, με χασαπομάχαιρο. Με στόχο «το ταρακούνημα των υδάτων της κοινωνίας». Και συνθήματα: «Oχι στην ανέχεια, όχι στη μισαλλοδοξία».
Ως προς το «ντεπασέ», θα το συγκρίνω με τις αιματηρές, μεθοδικά λεπτομερείς εικόνες σφαγής ενός αλόγου, που κινηματογράφησε, με ήρωα έναν άνεργο χασάπη (που στο τέλος ήθελε να μας πει ότι είναι… παιδεραστής) ο αργεντινός σκηνοθέτης, μόνιμα εγκατεστημένος στο Παρίσι, Γκασπάρ Νοέ. Θεωρώντας πως ο χασάπης «εξέφραζε το απόλυτο μίσος του για την ανθρωπότητα», με αιματηρό μηδενισμό, στο γαλλικό κινηματογραφικό του πρωτόλειο «Μόνος Εναντίον Oλων» (Seule Contre Tous). Λίγα χρόνια πριν το σοκαριστικό «Μη αναστρέψιμος» (ο βιασμός της Μόνικα Μπελούτσι) και αρκετά πριν το πρόσφατο «Climax», με αιματηρές ανθρωποθυσίες στον βωμό ενός νέου είδους ναρκωτικού, που προκαλεί δολοφονική φρενίτιδα.
Ο 20ός αιώνας, ειδικά σε περιόδους ευμάρειας ή «πλαστής» ευμάρειας, όπως στην καλλιτεχνική άνοιξη της Βιέννης, έχει γράψει με αίμα πολλά από τα καλλιτεχνικά του συνθήματα. Οι Αυστριακοί και διωγμένοι από τους ναζί για την «εκφυλισμένη τέχνη» τους Oσκαρ Κόκοσκα και Eγκον Σίλε με αυτό τον τρόπο εξέφρασαν, στα σκληρά και γυμνά αριστουργήματά τους, την αντίθεσή τους κόντρα «στο συντηρητικό κοινωνικό καθεστώς, που έβλεπε τη ζωγραφική και τις άλλες τέχνες σαν υπηρέτριες του συστήματος». Με σύνθημα: «Κάθε εποχή έχει την Τέχνη της. Κάθε Τέχνη την ελευθερία της».
Ζωγραφίζοντας με αίμα σπλήνας και κάρβουνο προκάλεσε «θύελλες» ο απόφοιτος της περίφημης Ecole De Paris, Nonda ή Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος, που συνάντησε στο Παρίσι το Νίκο Καζαντζάκη και τον Πάμπλο Πικάσο. Με πρώτη «θύελλα», το 1952, εξαιτίας των προκλητικών για την εποχή ερωτικών πινάκων του, στον «Παρνασσό». Που κατέληξε στο κλείσιμο της έκθεσης, μέχρις ότου ο καλλιτέχνης «ντύσει» τα έργα με πραγματικά φύλλα συκής.
«Θύελλες» θέρισε με τα περιφερόμενα σφάγιά του, τον ολόγυμνο Διόνυσο (Μηνά Χατζησσάββα) και τις ημίγυμνες Βακχίδες του, ο γερμανός σκηνοθέτης Ματίας Λάνγκχοφ, το 1997. Με τις ευριπίδειες «Βάκχες» κατά ΚΘΒΕ, που… κυνηγήθηκαν πολύ και δίχασαν πολύ. Το 2014 ο Λάνγκχοφ έφτασε να εξοριστεί πάλι από την Επίδαυρο, όπου γύριζε ένα ντοκιμαντέρ για την ζωή του, με την ολόγυμνη Κίρκη του στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου – τη χιλιανή ηθοποιό Νικόλ Μέρσι.
Το 2008, ο αυστριακός καλλιτέχνης Χέρμαν Νιτς έστησε μία ακραία παράσταση, με σφαγμένα ζώα, θολώνοντας – όπως ελέχθη – «τα όρια μεταξύ Τέχνης και πρόκλησης».
Αυτό ακριβώς είναι και το επίδικο σε αυτή την «κόντρα» περί Τέχνης της Λένας Κιτσοπούλου. Η ίδια, από τότε που την πρωτογνωρίσαμε, ως συγγραφέα και σκηνοθέτη, στην – κατ’ ανάθεση, επίσης – «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της, στο Εθνικό, με τη Μαρία Πρωτόπαπα, δεν έχει κρύψει ότι επιζητεί να περνάει, κάποτε ορμητικά, τα όρια αυτά. Aλλωστε, η πρόκληση στην Τέχνη προκαλεί – και στην περίπτωσή της ενίοτε και διατηρεί – την δημοσιότητα. Καλή ώρα…
Το 2009, με τη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», το έκανε για να θέσει ερωτήματα: «Εσύ, τι είσαι πραγματικά; Μήπως μία χιλιοτρυπημένη βάρκα, ξέμπαρκη σε ένα παλιό λιμανάκι, που γράφει στο πλάι με ξεθωριασμένα γράμματα ΜΑΙΡΟΥΛΑ, και σε τραβάει φωτογραφία ο κάθε τουρίστας, για να λέει ”πέρασα κι εγώ από δω”;».
Η ίδια εξηγούσε: «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.: μια ανικανοποίητη, «ψαγμένη» ηθοποιός, πραγματικά μπουχτισμένη απ’ όλους και όλα. Μιλά για τη ζωή, τον θάνατο, την αρρώστια, την ωριμότητα, τις αντιφάσεις και το διαρκές ανικανοποίητό μας. Βρίζει την τέχνη, τη γνώση, την ψυχανάλυση και τον σύγχρονο καταναλωτισμό, απευθυνόμενη μία στον εαυτό της, μία στο κοινό».
Να, όμως, που το 2013, κατάφερε να εμφορήσει, πάλι στο Εθνικό, την «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, σε έναν συγκινητικό, νέο, μονόλογο για τη Λυδία Φωτοπούλου, στην πολύ επιτυχημένη παράσταση του Νίκου Καραθάνου: «Είν’ η αγάπη φονικό που ζωντανό σ´ αφήνει. / Είν´ η αγάπη ξενιτιά που παίρνει το παιδί σου / και κάθε μέρα καρτερείς μη και γυρίσει πίσω. / Ειν´ η αγάπη όνειρο που θέλεις για να τρέξεις / μα από τη γη τα πόδια σου δε λες να ξεκολλήσεις. / Είν´ η αγάπη χείμαρρος χιμάει και σε συντρίβει. / Αρρώστια είναι ν’ αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει…»
Στην «Κοκκινοσκουφίτσα» της, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (που είδαμε και στην ανάλογη βιντεοπλατφόρμα, εν μέσω καραντίνας), επέλεξε ένα συνεχές – και «βωμολόχο», κατά κάποιους – υβρεολόγιο. Η συγγραφέας, που αρέσκεται και να τραγουδά παλιά και νέα ρεμπέτικα, σε στέκια.
Και τώρα η αιματηρή «Lalka». Πριν από την πρεμιέρα της στην βιντεοπλατφόρμα της δράσης «Enter» δήλωνε πως «η δημιουργία σε συνθήκες εγκλεισμού είναι, για μένα, σχεδόν η ιδανική ζωή. Νομίζω ότι οι τραγωδίες, οι καταστροφές και οι ανατροπές είναι τροφή για κάποιον που ασχολείται με την τέχνη».
Πρόκληση ή Τέχνη; Άκαιρη (εν μέσω πανδημίας κορονοϊού) ή ξεπερασμένη, αιματηρή, τέχνη; Καθένας έχει και μία άποψη. Και αυτό το επιζητεί η Τέχνη και ο καλλιτέχνης. Έναν διάλογο, ακόμη και σοκαριστικό από τη μία ή την άλλη πλευρά, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όμως η Τέχνη δεν υποχρεώνει στη θέση. Είναι επιλογή. Καθενός που θέλει να συνδιαλλαγεί μαζί της. Να την εισπράξει και να συζητήσει γι’ αυτήν. Οπως έγραψε και η Έλενα Ακρίτα στα «ΝΕΑ», για την περίπτωση του Σταμάτη Κραουνάκη, προς εκείνους που δηλώνουν ότι όπως τον ανέβασαν με τα εισιτήριά τους, έτσι και θα τον ρίξουν: «Δεν το έμαθες από μένα ψυχούλα μου καλόκαρδη, αλλά το εισιτήριο το πληρώνεις επειδή επιλέγεις ένα θέαμα, όχι επειδή κάνεις ψυχικό». Ή όχι;
Σε εποχές πρωτόγνωρων ανακατατάξεων, σαν αυτή του κορονοϊού, το μόνο ζήτημα είναι ο τόπος και ο χρόνος της Τέχνης. Πόσο αμβλύνεται ή οξύνεται η αντοχή και η ανοχή στις προκλήσεις της Τέχνης ή στην τέχνη της Πρόκλησης. Αρκεί αυτό να μην είναι μια πρόγευση από τα μελλοντικά όρια της αντοχής και της ανοχής μας…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News