Στην πρωινή εκπομπή έχουν θέμα για την επίθεση με το βιτριόλι. Με συνδέσεις Skype. Η οθόνη χωρίζεται στα τέσσερα. Στο ένα κομμάτι είναι ο παρουσιαστής. Σε άλλα δύο οι άνθρωποι που έχουν πληροφόρηση και τη μοιράζονται μαζί μας. Και στο κεντρικό τμήμα της οθόνης προβάλλονται φωτογραφίες από το προφίλ της άτυχης γυναίκας.
Ζουμερές φωτογραφίες. Μία με μαγιό και μάλιστα αποκαλυπτική των γλουτών. Μερικές από ταξίδια σε χλιδάτους προορισμούς όπου το θύμα εμφανίζεται ανέμελο να απολαμβάνει τις στιγμές. Μία άλλη, που τη βλέπουμε επάνω σε καμήλα. Σε ένα εμπορικό κέντρο και πάνω σε πολυτελή καναπέ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο. Ο τηλεθεατής μπαίνει αμέσως στο νόημα, δέχεται την κατινιά υποδόρια.
Αυτές οι φωτογραφίες εμφανίζονται βέβαια και στα μεγάλα, κατά τα λοιπά σοβαρά, ειδησεογραφικά sites. Μαζί με πληροφορίες για την ερωτική της ζωή και την εξέλιξη που είχαν δύο παλαιότερες αισθηματικές σχέσεις. Λες και θέλουν να βάλουν, με το ζόρι, το ερώτημα στο στόμα του λαϊκού ακροατηρίου: «Μήπως και αυτή η καημένη τα ήθελε και τα έπαθε; Μην ήταν ο τρόπος ζωής της που προκάλεσε το κακό;» Προς Θεού, η δημοσιογραφική κάλυψη της υπόθεσης δεν υπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Κάνει όμως τα πάντα για να το υπαινιχθεί ο παραλήπτης της ενημέρωσης.
Και κάπως έτσι, την ώρα που η δύστυχη γυναίκα προσπαθεί να συμβιβαστεί με το αποτρόπαιο και το αδιανόητο, σταδιακά σκιαγραφείται μία εικόνα πάνω στον καμβά της ερωτικής αντιζηλίας που θεωρείται εξ ορισμού συμβατός με επιθέσεις αυτού του είδους. Παράλληλα το ενδιαφέρον μετατοπίζεται ελαφρώς από το γεγονός της επίθεσης, οι γλώσσες γίνονται φιδίσιες και αναζητούν το κίνητρο στη dolce vita.
Βολικό. Υπό άλλες συνθήκες, οι φωτογραφίες από το Ντουμπάι και η επίδειξη του ωραίου κορμιού στην παραλία θα ήταν αντικείμενο ζήλιας. Τώρα όμως ενδέχεται να αποτελούν έρεισμα για το κίνητρο της επίθεσης, συνεπώς μια χαρά είμαστε εμείς που δεν γεννηθήκαμε όμορφοι, δεν έχουμε ακριβά ρούχα και δεν ταξιδεύουμε στο Ντουμπάι. Ανομολόγητο φθόνο μας προκαλούν αυτές οι φωτογραφίες και οι λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής. Κατά κάποιον τρόπο έχουμε κάτι κοινό με τη γυναίκα που έριξε το βιτριόλι.
Αυτό αποτυπώνεται και σε σχόλια στα social, προερχόμενα κυρίως από γυναίκες, που υιοθετούν το σενάριο της «αντροχωρίστρας» και θυμίζουν τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι πολιτικοί χώροι αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της τρομοκρατίας: καταδικάζουν, φυσικά, την επίθεση, αισθάνονται σοκ και αποτροπιασμό, «αλλά, κορίτσια, όποια έχει απατηθεί ξέρει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ίσως βγεις και εκτός ελέγχου». Οι φεμινιστικές οργανώσεις και οι συλλογικότητες ανθρωπίνων δικαιωμάτων σιωπούν. Εδώ δεν υπάρχει «γυναικοκτονία», βιασμός προσωπικότητας ή έμφυλη βία. Αν, όμως, ο δράστης ήταν άνδρας, θα ακούγαμε άλλα. Καλύτερα που σιωπούν. Κάνουν, άθελα τους, το σωστό.
Μία γυναίκα δέχθηκε επίθεση με βιτριόλι. Εξι λέξεις. Δεν χρειαζόταν ούτε μία παραπάνω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News