Τον Μάρτιο του 2015, σε περίοδο χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε σε μαζική αγορά κρατικών ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης, άνω των 2,2 τρις ευρώ. Η πτώση των πραγματικών επιτοκίων που επήλθε, ώθησε τις εμπορικές τράπεζες να χορηγήσουν περισσότερες πιστώσεις.
Με την χαλάρωση των νομισματικών και χρηματοδοτικών συνθηκών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τονώθηκε η συνολική κατανάλωση και η επενδυτική δαπάνη στη ζώνη του ευρώ, και προστατεύτηκαν οι οικονομίες της ευρωζώνης από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών.
Το 2018 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε κρίνει ότι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, δεν υπερβαίνει τα όρια της αποστολής της, δεν παραβιάζει την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και κυρίως δεν αντιβαίνει το δίκαιο της Ένωσης και την αρχή της αναλογικότητας.
Ωστόσο, δυο εβδομάδες πριν, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσούης αποφάσισε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και η Γερμανική Βουλή, παραβίασαν το Σύνταγμα της χώρας διότι άσκησαν ελλιπή εποπτεία το 2015 στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Eκρινε επίσης ότι η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδόθηκε κατά παράβαση των εξουσιών που του παρέχουν οι Συνθήκες (“ultra vires”), συνεπώς δεν έχει δεσμευτική ισχύ.
Τέλος, το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε διορία τριών μηνών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, να αιτιολογήσει επαρκώς την υιοθέτηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, διαφορετικά η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας δεν θα μπορεί να συμμετέχει στο εξής σε τέτοια προγράμματα και θα πρέπει να πουλήσει τα ομόλογα αξίας 533,9 δις που κατέχει.
Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας ήταν άμεση και χαρακτηριστική, τονίζοντας:
• Την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι του δικαίου των κρατών μελών, υπενθυμίζοντας ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ αποτελεί πηγή δικαίου και οι αποφάσεις του έχουν τον τελευταίο λόγο εντός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου
• Ότι η νομισματική πολιτική είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία είναι ανεξάρτητη
• Το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως θεματοφύλακα των Συνθηκών της Ένωσης (δεν υπάρχει Ευρωπαϊκό Σύνταγμα)
• Ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιφυλάσσεται ακόμα και για διαδικασία επί παραβάσει εις βάρος της Γερμανίας
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης έχει ισχυρή νομική παράδοση και είναι εγγυητής της συνταγματικής ταυτότητας της χώρας. Επίσης οι Γερμανοί οικονομολόγοι της μονεταριστικής σχολής σκέψης, οι οποίοι και κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή της χώρας μεταπολεμικά, ασκούσαν κριτική σε όλες τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ από το 2011 όταν και εξελίσσονταν η κρίση της ευρωζώνης.
Ακόμα όμως και αν ξεπεραστεί η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, η αμφισβήτηση του πυρήνα των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτό το επίπεδο από ένα εθνικό δικαστήριο, θα αποτελεί προηγούμενο.
Οι αλληλέγγυες αποφάσεις του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, «Super» (όπως τον αποκαλούσαν) Μάριο Ντράγκι προς τις χώρες του Νότου την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι οποίες συνεχίζονται από την Κριστίν Λαγκάρντ με το πρόγραμμα των 750 δισ. που εξήγγειλε η ΕΚΤ για τη στήριξη των οικονομιών της Ευρωζώνης εν μέσω πανδημίας, είναι πολύ πιθανόν να αμφισβητηθούν ξανά από τους Γερμανούς.
Με το ίδιο σκεπτικό του ηθικού κινδύνου, αμφισβητείται και η ιδέα του ευρωομολόγου και οι όροι χρηματοδότησης του σχεδιαζόμενου Ταμείου Ανασυγκρότησης.
Ετσι μπορεί να ανοίξει και το κουτί της Πανδώρας στις χώρες του Visegrad (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία) που παραβιάζουν συνεχώς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Με όλες τις δομικές ελλείψεις στην αρχιτεκτονική τις Ευρωζώνης, τη δυσλειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών, τα αργά αντανακλαστικά στη λήψη αποφάσεων, η ενωσιακή διαδικασία της Ευρώπης παραμένει ένα μοναδικό εγχείρημα στην παγκόσμια ιστορία με πολύ σημαντικά επιτεύγματα.
Χθες, Γαλλία και Γερμανία συμφώνησαν στη δημιουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης το οποίο θα χρηματοδοτηθεί με 500 δισ. ευρώ. Το ποσό θα αντληθεί από τις διεθνείς αγορές με εγγύηση τον επταετή προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ακόμα αποφεύγεται η έκδοση ευρωομολόγου.
Σε καιρούς έντονων προκλήσεων που διακυβεύονται πολλά για κάθε χώρα και αναζητούνται σχέδια ανασυγκρότησης, η ευρωπαϊκή ιδέα με τις αρχές και αξίες που αντανακλώνται στο κοινοτικό κεκτημένο, δεν μπορεί να αποτελεί χίμαιρα.
* Ο Σπύρος Τσαούσης είναι executive MSc. in European Studies, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News